Η σημασία του να εκφράζεται κανείς λεκτικά και να δίνει μορφή σε σκέψεις και κομμάτια του εαυτού του έχει αναγνωριστεί ποικιλοτρόπως. Η αναγνώριση, η έκφραση και η ρύθμιση του συναισθήματός μας αποτελούν κομβικά σημεία της ψυχοθεραπευτικής διαδικασίας, και ταυτόχρονα χρησιμεύουν ως αγγελιοφόροι των βαθύτερων αναγκών και αξιών μας.
Η βίωση και η έκφραση του συναισθήματος
Πρόσφατες έρευνες έχουν δείξει ότι το να βάζουμε σε λέξεις το πώς νιώθουμε έχει ποικίλα ευεργετικά οφέλη για εμάς: Αρχικά, όταν λεκτικοποιούμε ένα συναίσθημα (κυρίως δυσάρεστο), φαίνεται να μειώνεται ο συναισθηματικός αντίκτυπος και η ένταση που έχει αυτό μέσα μας. Αυτό νευρολογικά εκφράζεται μέσα από τη μειωμένη διέγερση της αμυγδαλής. Ταυτόχρονα, το να ονομάζουμε τα συναισθήματά μας αποτελεί σημαντικό κομμάτι στη διαδικασία επεξεργασίας και συμβολοποίησης της εμπειρίας μας, καθώς αποκτούμε μεγαλύτερη επίγνωση του εαυτού μας, και του δίνουμε την ευκαιρία να συναντηθεί με τις πραγματικές ανάγκες, τα συναισθήματα και τις αξίες που κρύβονται μέσα του. Τέλος, το να ονομάσουμε αυτό που νιώθουμε συχνά καθιστά πιο εύκολη την προσαρμογή μας σε μια δεδομένη συνθήκη/κατάσταση, και συνεπώς συμβάλλει σε μια πιο λειτουργική κοινωνική συνύπαρξη.
Όπως αναφέρεται στους Greenberg, L (2010), στο ψυχοθεραπευτικό πλαίσιο, «η έκφραση του συναισθήματος βοηθά τους θεραπευόμενους να παρακολουθούν και να αποσαφηνίζουν κεντρικές ανησυχίες, και προάγει την επιδίωξη στόχων». Οι άνθρωποι που εκφράζουν τα συναισθήματά τους βρίσκονται ενεργά σε επαφή με αυτά, όσο επώδυνα και αν είναι. Στόχος της ψυχοθεραπείας είναι ο θεραπευόμενος να μείνει όσο γίνεται περισσότερο με αυτά τα συναισθήματα, και να δώσει στον εαυτό του μια πιο καθαρή εικόνα τού τι συμβαίνει μέσα του, και τι θέλει να κάνει αυτή την εσωτερική εικόνα που παρατηρεί.
Πώς ξέρω πόση σημασία θα δώσω στην εκάστοτε πληροφορία που έχω;
Η συναισθηματική εμπειρία που έχει εκφραστεί, κατανοηθεί και συμβολοποιηθεί τείνει να μας δίνει πρόσβαση σε μια ποικιλία πληροφοριών για εμάς και την εμπειρία μας, αλλά μας φέρνει και πιο κοντά σε έναν πιο επιθυμητό και συμβατό με εμάς τρόπο δράσης. Από τις διαθέσιμες πληροφορίες που έχει για τον εαυτό του και την υπάρχουσα κατάσταση, το άτομο φτάνει σιγά σιγά στο σημείο να διαλέξει εκείνες που εξυπηρετούν περισσότερο τη συνολική του ύπαρξη και είναι οι πιο αποτελεσματικές για το ίδιο. Για παράδειγμα, ας υποθέσουμε ότι έχουμε έναν τσακωμό με τον/τη σύντροφό μας επειδή δεν έπλυνε τα πιάτα, και νιώθουμε θυμό ή και απογοήτευση προς το πρόσωπό του. Παράλληλα όμως αυτός ο άνθρωπος μας κάνει να νιώθουμε ευγνωμοσύνη, ενθουσιασμό, ηρεμία, γιατί νιώθουμε ασφάλεια μαζί του, γελάμε μαζί του, είναι υποστηρικτικός, βοηθάει σε πολλές εξωτερικές δουλειές, μαγειρεύει και προνοεί για την οικονομική σταθερότητα της οικογένειας, δεδομένα τα οποία εκείνη την ώρα δεν συνυπολογίζονται. Τι προέχει σε σημαντικότητα, λοιπόν, εδώ για εμάς; Τι προσδοκίες μπορεί να έχουμε από αυτό τον άνθρωπο για να εστιάζουμε την προσοχή στον θυμό και την απογοήτευση;
Οι υποβόσκουσες αξίες
Όπως αναφέραμε, η λεκτικοποίηση και η έκφραση του συναισθήματος έχουν τη δύναμη να μας φέρνουν πιο κοντά στις ανάγκες και τις αξίες μας, και στο τι είναι πραγματικά σημαντικό για εμάς. Έτσι, αν, για παράδειγμα, ένας άνθρωπος έρχεται στο γραφείο του ψυχοθεραπευτή με το αίτημα να διαχειριστεί το ότι η σύντροφός του φαίνεται αδιάφορη απέναντί του, εκεί θα διερευνήσουμε τι σημαίνει για εκείνον ότι η σύντροφός του είναι αδιάφορη. Στη συνέχεια, πώς αναγνωρίζει αυτός ο άνθρωπος το ενδιαφέρον σε μια σχέση (για παράδειγμα, μέσα από τη σωματική επαφή, μέσα από πράξεις φροντίδας, μέσα από λόγια φροντίδας) και, εντέλει, τι τον δυσκολεύει να διαχειριστεί αποτελεσματικά αυτή την απουσία ενδιαφέροντος. Σε αυτό το παράδειγμα, και μόνο η αναγνώριση του συναισθήματος και της υποβόσκουσας ανικανοποίητης ανάγκης είναι ικανή να δώσει ένα στίγμα σε έναν άνθρωπο για να κατανοήσει την πηγή της δυσφορίας του, και να αναλάβει δράση.
Ωστόσο, το ότι έχουμε κάποιες αξίες, αυτό δεν σημαίνει ότι είναι πάντα σταθερές. Οι αξίες μας μπορούν συχνά να μεταβάλλονται, και κάποιες να μπαίνουν σε προτεραιότητα ανά διαστήματα. Οι πυρηνικές μας όμως αξίες τείνουν να είναι σταθερές και να έχουν έναν ενισχυτικό ρόλο στην πορεία της ζωής μας. Για να συνδεθούμε μαζί τους χρειάζεται να μπούμε σε μια διαδικασία εσωτερικής διερεύνησης και αυτοπαρατήρησης. Ερωτήσεις όπως «τι έχει πραγματικά σημασία για εμένα; Πόσο σημαντικό είναι αυτό για εμένα ακόμα κι αν δεν ενθαρρύνεται από την οικογένειά μου ή την κοινωνία; Ποιες στιγμές της ζωής μου έχω αισθανθεί πιο “ζωντανός”; H ζωή μου έχει νόημα;» μας βοηθάνε να συνδεθούμε με τις πραγματικές μας αξίες.
Συνοψίζοντας, τα συναισθήματά μας φαίνεται να μας ενημερώνουν, να μας προειδοποιούν και να μας προϊδεάζουν για τον εσωτερικό μας κόσμο. Τα δυσάρεστα συναισθήματα είναι συχνά αγγελιοφόροι διαφόρων ανικανοποίητων ή παραμελημένων αναγκών, επιθυμιών και αξιών. Αντίστοιχα, τα ευχάριστα συναισθήματα μας ενημερώνουν ότι κάτι κάνουμε καλά και λειτουργούμε προς όφελός μας. Τέλος, τα παραπάνω επιστημονικά ευρήματα για εμένα δεν μπορούν να εκφράζουν κάτι άλλο πέρα από το ότι οι απαντήσεις που χρειαζόμαστε συχνά στη ζωή υπάρχουν ήδη μέσα μας. Το σώμα και ο οργανισμός μάς μιλάνε, αρκεί να τα ακούσουμε.
Γράφει,
Καραγιάννη Αναστασία-Χαρά
Ψυχολόγος - προσωποκεντρική ψυχοθεραπεύτρια
Πηγές
Greenberg, L. S. (2010). Emotion-focused therapy: A clinical synthesis. Focus, 8(1), 32-42.
Manni, A., Sporre, K., & Ottander, C. (2017). Emotions and values – A case study of meaning-making in ESE. Environmental Education Research, 23(4), 451-464.