Τα βρέφη έχουν ανάγκη την φροντίδα των ενηλίκων. Όταν γεννιούνται είναι εντελώς ανήμπορα να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες και χωρίς την παρουσία ενηλίκων γύρω τους είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν θα επιβιώσουν. Πέρα όμως από την κάλυψη των βασικών για την σωματική τους επιβίωση αναγκών, είναι σημαντικό να λαμβάνουν επίσης συναισθηματική φροντίδα, η οποία είναι ουσιώδους σημασίας για την ψυχική τους υγεία αλλά και την εξέλιξη τους ως άτομα.
Η διαδικασία ανάπτυξης του δεσμού (attachment)
Κατά κανόνα, την κάλυψη όλων των παραπάνω αναγκών αναλαμβάνουν οι γονείς και ιδιαίτερα η μητέρα, με την οποία το βρέφος, αναπτύσσει έναν ιδιαίτερο δεσμό. Ο δεσμός αυτός, ή αλλιώς η προσκόλληση (attachment), περιγράφηκε από τον Άγγλο ψυχίατρο John Bowlby (1958), και αναφέρεται στον δυνατό συναισθηματικό δεσμό μεταξύ του βρέφους και της μητέρας του ή/και άλλων ατόμων του στενού περιβάλλοντος του παιδιού. Ο δεσμός αυτός γίνεται περισσότερο εμφανής από τον 6ο μήνα της ζωής του παιδιού, όταν αρχίζει να εκδηλώνεται το άγχος προς τα ξένα πρόσωπα. Τα βρέφη σε αυτή τη φάση, δείχνουν αγχωμένα, φοβισμένα και κλαίνε όταν πρόσωπα άγνωστα προς εκείνα προσπαθούν να αλληλοεπιδράσουν μαζί τους. Ταυτόχρονα το βρέφος δείχνει μια σαφή προτίμηση προς τη μητέρα και ένα άγχος αποχωρισμού όταν εκείνη απομακρύνεται από κοντά του. Η διαδικασία αυτή φαίνεται να κορυφώνεται μεταξύ του 13ου και 18ου μήνα της ζωής του παιδιού και σταδιακά να υποχωρεί.
Η συμπεριφορά της προσκόλλησης και της ανάπτυξης του δεσμού είναι ιδιαίτερα σημαντική για το βρέφος και έχει διπλή λειτουργία: α) προσφέρει το αναγκαίο αίσθημα προστασίας και ασφάλειας και β) συμβάλλει στην μετέπειτα κοινωνικοποίηση του παιδιού, καθώς σταδιακά μετατίθεται από τη μητέρα σε άλλα κοντινά πρόσωπα και αργότερα σε άτομα πέραν του οικογενειακού περιβάλλοντος.
Πότε το άγχος αποχωρισμού πρέπει να μας ανησυχήσει;
Όπως προείπαμε το άγχος αποχωρισμού από τη μητέρα είναι μια απόλυτα φυσιολογική διαδικασία, η οποία σταδιακά υποχωρεί και μέχρι το 3ο έτος της ηλικίας τους τα περισσότερα παιδιά αναμένεται να το έχουν ξεπεράσει εντελώς.
Ωστόσο, υπάρχουν περιπτώσεις παιδιών όπου το άγχος αυτό εμμένει και τα εμποδίζει στην καθημερινή λειτουργικότητα τους, με κυριότερη επίπτωση στην ομαλή προσαρμογή τους στο σχολικό πλαίσιο, όπου παρατηρείται έντονη άρνηση του παιδιού να αποχωριστεί το πρωί τη μητέρα και να παραμείνει στο σχολικό χώρο. Η άρνηση αυτή συνοδεύεται από κλάμα και συχνά σωματικά συμπτώματα, όπως πρωινούς εμετούς, κεφαλαλγίες, ταχυπαλμίες, ζαλάδες, αίσθημα λιποθυμίας κ.α. Μπορεί δε να εξελιχθεί σε σχολική φοβία.
Εκτός όμως από το σχολικό πλαίσιο, τα παιδιά με άγχος αποχωρισμού, φαίνεται να δυσκολεύονται γενικότερα κάθε φορά που πρέπει να απομακρυνθούν από το σπίτι και τα οικεία πρόσωπα. Δυσκολεύονται να μείνουν σε σπίτια φίλων ή άλλων συγγενών και όταν αυτό γίνει, επιθυμούν να κρατούν συνεχή επαφή με τα άτομα προσκόλλησης. Νιώθουν έντονη νοσταλγία για το σπίτι και ενδέχεται να έχουν φόβους για ατυχήματα ή ασθένειες στους ίδιους ή τα οικεία πρόσωπα. Ακόμα και στο σπίτι, είναι πιθανό να γαντζώνονται από τους γονείς, να αρνούνται να μείνουν μόνα τους σε κάποιο δωμάτιο ή ακόμα και να κοιμηθούνε μόνα τους το βράδυ, ενώ έχουν επίσης συχνούς εφιάλτες. Κατά τη διάρκεια της νύχτας μπορεί να πηγαίνουν στο κρεβάτι των γονιών, ενώ έχουν παρατηρηθεί περιπτώσεις παιδιών που είναι ικανά να κοιμούνται έξω από την πόρτα του δωματίου των γονιών, όταν δεν μπορούν να μπούνε μέσα.
Πώς αναπτύσσεται η διαταραχή άγχους άποχωρισμού;
Η διαταραχή άγχους αποχωρισμού, μπορεί να αναπτυχθεί ως απόρροια της σχέσης γονέα - παιδιού. Γονείς οι οποίοι δεν ενθαρρύνουν την αυτονόμηση του παιδιού, όπου και οι ίδιοι εμφανίζουν φοβίες τις οποίες προβάλουν σε εκείνο, μεταδίδουν το μήνυμα ότι ο κόσμος είναι απειλητικός μακριά τους και ότι το παιδί μόνο όταν είναι μαζί τους είναι ασφαλής. Επιπλέον, οι ίδιοι αυτοί γονείς φαίνεται να δυσκολεύονται να αποχωριστούν το παιδί τους, του οποίου η φροντίδα γίνεται μοναδικό καθημερινό μέλημα. Επιδιώκουν τη συνεχή εγγύτητα με εκείνο, δυσανασχετούν όταν τρίτα πρόσωπα εμπλέκονται στην ανατροφή του και δείχνουν έντονο άγχος μη τυχόν το παιδί πάθει κάτι, μπλοκάροντας έτσι τις όποιες δικές του προσπάθειες αυτονόμησης.
Με τον τρόπο αυτό όμως, το παιδί αντιλαμβάνεται το πόσο πολύ οι γονείς έχουν ανάγκη την παρουσία του, με αποτέλεσμα να ανησυχεί όταν τους αφήνει μόνους. Εμφανίζει φοβίες, νιώθει ανασφάλεια και διστακτικότητα μπροστά σε νέα ερεθίσματα. Μέσα στο πλαίσιο αυτό επομένως, δεν είναι παράξενη η δυσκολία του να απομακρυνθεί από την οικογενειακή εστία.
Το άγχος αποχωρισμού όμως μπορεί να αναπτυχθεί επίσης μετά από στρεσογόνα γεγονότα ζωής (θάνατος, ασθένεια, αλλαγή σχολείου, μετακόμιση κ.α.). Τέτοια γεγονότα συχνά, προσλαμβάνονται από το παιδί ως τραυματικά και εκείνο νιώθει την ανάγκη να αναζητήσει ασφάλεια και σταθερότητα σε αγαπημένα πρόσωπα. Έτσι παλινδρομεί σε προηγούμενα στάδια εξέλιξης και προσκολλάται πάλι στους γονείς.
Δεδομένου ότι εξαιτίας της διαταραχής αυτής παρεμποδίζεται η καθημερινή λειτουργικότητα του παιδιού και τόσο εκείνο όσο και η οικογένεια υποφέρουν, θα πρέπει να υπάρξει παρέμβαση ειδικού. Αυτό που προτείνεται είναι ατομική και οικογενειακή ψυχοθεραπεία για την καλύτερη αντιμετώπιση του προβλήματος.
Γράφει,
Ιωάννα Κούρια Ψυχολόγος MSc - Ψυχοθεραπεύτρια – Τραυματοθεραπεύτρια
Πηγή άρθρου:www.psycholozin.gr
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.