Από τις 11 Οκτωβρίου και έως τις 8 Δεκεμβρίου στον χώρο του Μουσείου Μπενάκη παρουσιάζεται η φωτογραφική έκθεση του φωτογράφου Βασίλη Βρεττού, που φέρει τον χαρακτηριστικά εύγλωττο τίτλο «23.07.18», τίτλος που παραπέμπει, δίχως άλλη υπενθύμιση, στην ημερομηνία εκδήλωσης της πυρκαγιάς στο Μάτι της Αττικής, προσδιορίζοντας καλλιτεχνικά, φωτογραφικά, αυτό που θεωρείται ως πάγωμα του χρόνου σε μια συγκεκριμένη ημερομηνία, ήτοι την ημερομηνία 23/7/18, σε ένα εγκάρσιο σημείο όπου παύει να υφίσταται το κατά Μάρτιν Χαϊντέγγερ «ημερομηνιακό ενδεχόμενο» (Datierbarkeit), και η ημερομηνία καθίσταται απτή, συγκεκριμένη και βιωμένη από τους κατοίκους της περιοχής όσο και από τον ίδιο τον φωτογράφο, ο οποίος είναι και κάτοικος της περιοχής, ενέχοντας παράλληλα το ίδιο το φυσικό συμβάν.
Οι φωτογραφίες της έκθεσης εκτίθενται διαλεκτικά όσο και μνημονικά, δίχως διάθεση ωραιοποίησης της όλης συνθήκης ή εξιδανίκευσής της, αναδεικνύουν, προσίδια, το περίγραμμα της καταστροφής που προξένησε η πυρκαγιά η οποία εκκίνησε (τίτλος της έκθεσης) στις 23/7/2019, και τα ίχνη της φτάνουν στο παρόν, επιβαρύνοντας την καθημερινότητα των κατοίκων της περιοχής, συναρθρώνουν το ατομικό με το συλλογικό στοιχείο της κοινότητας, καθότι, διαμέσου της δικής του προσωπικής μνήμης, που δύναται να ανατρέξει σε στιγμές της παιδικής ηλικίας του, ο Βασίλης Βρεττός αφήνει να διαρρεύσει η συλλογική καταστροφή η οποία συμπεριλαμβάνει ανθρώπινες ζωές, οικίες, περιουσίες και το φυσικό περιβάλλον, ανα-σημαίνοντας την καταστροφή στο Μάτι και στον οικισμό Νέο Βουτζά, σε δυστοπία, κάτι που διαφαίνεται και στις φωτογραφίες που αποτελούν το σώμα της έκθεσης.
Σε αυτό το πλαίσιο το φωτογραφικό σώμα της έκθεσης δια-κρατεί τη μη-κορεσμένη μνήμη της φυσικής καταστροφής, για να παραφράσουμε ελαφρά τη Ρεζίν Ρομπέν, καταστροφή εμφανής στις κατεστραμμένες και μισογκρεμισμένες οικίες που αποτυπώνει ο φωτογραφικός φακός (ο ρεαλισμός συναρθρώνεται με το βίωμα), προσιδιάζοντας προς την κατεύθυνση μεγέθυνσης της καταστροφής τη στιγμή που εντός οικίας φωτογραφίζονται σε στάση προσοχής και μια άγνωστη προσμονή –κρατική βοήθεια;– οι ιδιοκτήτες τους.
Είναι δε χαρακτηριστικό ως προ αυτό η εμπρόθετη λήψη που επιτυγχάνει ο φωτογράφος όταν απεικονίζει έναν ιδιοκτήτη εντός της κατεστραμμένης αλλά όχι εγκαταλελειμμένης οικίας του (η μνήμη, η τραυματική μνήμη βρίσκεται εντός οικίας),να παρατηρεί επίμονα τον φωτογραφικό φακό, με ευδιάκριτα τα ίχνη-στίγματα της πυρκαγιάς που κατέκαψε την οικία στους τοίχους της, με εμφανή και εκφραστικά ανα-τυπωμένο από τον φωτογραφικό φακό το έντονο μαύρο χρώμα, που εδώ εν προκειμένω αναπαράγει άμεσα συμβολισμούς θανάτου και πένθους, όντας όχι «σχεδόν μαύρο», όπως αναφέρει το ένα σκέλος του τίτλου της γνωστής νουβέλας του Θανάση Βαλτινού «Μπλε βαθύ, σχεδόν μαύρο», άλλα βιωματικά, εμπειρικά μαύρο, ιδίως εάν η όλη διάστασή του συναρθρωθεί εννοιολογικά με την ψυχική κατάσταση του ιδιοκτήτη της οικίας, που δεν δύναται να είναι παρά μαύρη, ο οποίος και σωπαίνει ώστε να ανα-κληθεί η απορία.
Τι έλαβε χώρα στο Μάτι; Επαναπροσδιορίζεται αυτό που η λαϊκή κουλτούρα αναφέρει ως «το κακό που μας βρήκε»;
Διαμέσου του μαύρου ωσάν τραυματικής συνθήκης ο φωτογράφος Βασίλης Βρεττός δια-περνά τους επι-γενόμενους όρους της καταστροφής που μετέβαλε βαθυ-δομικά τον οικιστικό ιστό της περιοχής, εστιάζει και παράλληλα νοηματοδοτεί μια εν γένει μαύρη κατάσταση που εναρμονίζεται με το περιβάλλον και τον καιρό (ο συννεφιασμένος ορίζοντας), εναλλάσσει οπτικά (δημιουργώντας και τους ανάλογους συνειρμούς) εικόνες οικιών με ή και χωρίς ανθρώπινη παρουσία, δεικνύοντας το πεδίο της φωτογραφίας της μικρο-παρουσίας.
Υπό αυτό το πρίσμα, υπό το πρίσμα μιας φωτογραφικής λειτουργίας που δεν σοκάρει αλλά προβληματίζει, προσωπικά αντικείμενα που βρίσκονται εντός οικίας, το φάσμα της απουσίας και του θανάτου, το διά-κενο που δύναται να αναπαραστήσει, φορτισμένα, την ορμή της φωτιάς και της περικύκλωσης από τη φωτιά, η οποία κατακαίει το σώμα και τον μόχθο που προηγήθηκε της δημιουργίας μιας οικίας, συνθέτοντας παράλληλα κολάζ που, λειτουργώντας διαφορικά ως τεκμήρια μιας εποχής συστηματοποιημένης κρίσης, συγκροτούν αυτό που εκφράζεται ως φωτογραφική και, σε αυτό το πλαίσιο, ως συνειδησιακή ροή.
Φωτιά και καπνός, ερείπια και θάνατος, μνήμη που σχηματοποιεί εκ νέου ή αλλιώς, από την αρχή το «αρχείο»: ό,τι χάθηκε ήταν (και ενέχει σημασία ο χρόνος-χρονικότητα) και δικό μου κατάλοιπο μιας ζωής που εκφράστηκε στην οριακότητά της, σε φλεγόμενες οικίες και απότομους γκρεμούς στη θάλασσα.
Μια γυναίκα στέκεται στο μέσον της κατεστραμμένης οικίας και απέναντι από τον φωτογραφικό φακό, που εδώ επιτυγχάνει να συλλάβει τη μείζονα αντίθεση μεταξύ του ανοιχτού ορίζοντα, ο οποίος σχηματοποιείται στη θάλασσα (συμβολισμός ελπίδας), που διαφαίνεται πίσω από το πρόσωπο της γυναίκας, και στην τρέχουσα ζοφερή πραγματικότητα της γυναίκας και των κατοίκων της περιοχής, η οποία αναπαρίσταται διαμέσου των χασμάτων ή των ερειπίων της οικίας.
Η πυρκαγιά στο Μάτι Αττικής και ό,τι επέφερε καθίσταντο η σημαντικότερη καταστροφή της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα, εγκολπώνεται τις σημάνσεις ή, αλλιώς, τις ίδιες συνδηλώσεις της έλλειψης εν-συναίσθησης από την τότε συγκυβέρνηση Συνασπισμού Ριζοσπαστικής Αριστεράς και Ανεξαρτήτων Ελλήνων, που ανεστραμμένα διαμεσολαβείται και ως άρθρωση ενός λόγου που τείνει στην ιδιαίτερη απο-ηθικοποίηση των κατοίκων οι οποίοι χτίζουν σπίτια δίχως κανόνες (η «άναρχη δόμηση» κατά τον πρώην υπουργό Εθνικής Άμυνας Πάνο Καμμένο), αναπαράγοντας οι ίδιοι το μέγεθος του προβλήματος (πυρκαγιά), εγγράφοντας ζεύγη αντιθέσεων.
Η έλλειψη εν-συναίσθησης και η πατερναλιστικής υφής κατάβαση του «Μεγάλου τιμονιέρη» στο αρχηγείο της Πυροσβεστικής, οι λόγοι περί αποκατάστασης και η απουσία πρόνοιας, η ένταση και η φορά της πυρκαγιάς και η ζωή που αναζητεί διέξοδο.
Ενάμιση χρόνο μετά την καταστροφή ο φωτογραφικός φακός του Βασίλη Βρεττού αντανακλά τις όψεις της συντελούμενης δυστοπίας, μεταβαίνει στο χάσμα που ανάγεται στον χρόνο (23/7/18), επισημαίνοντας μέσω μιας αλληλουχίας κλικ τη σύμφωνα με την αναλυτική του Alan Young «ιστορικά προσδιορισμένη εμπειρία» του μετατραυματικού συνδρόμου που κατατρύχει μέρος των κατοίκων του οικισμού.
Η καταστροφή ενσαρκώνεται στον χώρο, φωτογραφικά, καλλιτεχνικά, διαπραγματεύεται με τα μοτίβα της ιστορικής διάρκειας, φέρει την εμμένεια του μητρικού που δεν θα επιστρέψει, προσεγγίζοντας με μια ελαφρά παραλλαγή του λόγου του Ζακ Ντεριντά το «πλαίσιο που μπορεί πάντα να μιλά –αυτό– το ίδιο για τον εαυτό του».
Πλέον ζωές και μνήμες συμπλέκονται δομώντας ένα σύμπλεγμα προθέσεων: Ποια δύναται να είναι η μορφή του θανάτου; Η φωτογραφία ως πενθούσα αντίληψη της ιστορίας; Ποιος είναι ο τρόπος (τροπικότητα) της υποκειμενικής εστίασης στο μαύρο ως σημαίνουσας μελαγχολίας που αποδίδει τη δική της αίσθηση του χρόνου; Εάν ο χρόνος έχει πάψει σε ένα σημείο (23/7/18), η φωτογραφία δύναται να τον αναπαραστήσει αναγνωρίζοντας τις διαφάνειες της μνήμης όταν αυτή συναντά ή μεταβάλλεται σε «επωδυνότητα», σε ίζημα μιας γλώσσας που ενυπάρχει οικεία, δηλαδή θανατικά ως ίδιος τρόπος του «υπάρχω» (κοινωνιο-οντολογία).
Στη φωτογραφική εργασία του Βασίλη Βρεττού το βλέμμα και η εστίαση σε χώρους ζωτικούς (οικίες) συναντούν τη μνήμη, συνθέτοντας ένα ολιστικό αφήγημα που λειτουργεί με αντίθετη φορά, επιστρέφοντας εκεί όπου εκκίνησαν όλα, «23.07.2018», ως κλήτευση τόπου και νεκρών, με τη φωτογραφία να διατηρεί κάτι από την πραγματικότητα της καταστροφής.
Σίμος Ανδρονίδης
Υπ. διδάκτωρ τμήματος Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ