Με ένα βιογραφικό πλούσιο σε διακρίσεις στον τομέα της συμβουλευτικής και της ψυχοθεραπείας, αλλά προπάντων σε ανθρώπινες εμπειρίες και βιώματα της καθημερινότητας που η ίδια αντιμετωπίζει με ενσυναίσθηση και πλήρη υποστήριξη των ανθρώπων που την εμπιστεύονται, η Δρ.Ελένη Μυλωνοπούλου περιγράφει την προσωπική της οπτική σε όσα στιγματίζουν τη σημερινή κοινωνία. Την ευχαριστούμε για τη συνέντευξη που παραχώρησε στο stentoras.gr.
Κυρία Μυλωνοπούλου, πριν από χρόνια αποφασίσατε να αφήσετε το επάγγελμα της μαίας για εκείνο της ψυχολόγου-ψυχοθεραπεύτριας. Τι σας οδήγησε σε αυτή την απόφαση;
Άσκησα το μάχιμο μαιευτικό επάγγελμα περίπου για 25 χρόνια και πραγματικά νιώθω ευλογημένη που έκανα το επάγγελμα αυτό, και τυχερή, γιατί είχα το προνόμιο να δουλεύω ως ελεύθερη επαγγελματίας. Μετά από όλα αυτά τα χρόνια, λοιπόν, και με πολλές χιλιάδες τοκετούς στο ενεργητικό μου, κατάλαβα ότι έφτασε η ώρα να αποχωρήσω γιατί επήλθε αλλαγή των συνθηκών. Μια από αυτές ήταν η κούραση μιας και όλοι ξέρουμε ότι οι περισσότεροι τοκετοί ξεκινούν νύχτα. Επειδή είμαι ένας άνθρωπος που θέλει να είναι αποδοτικός στη δουλειά του, κατάλαβα ότι ήρθε η ώρα να κλείσει ο κύκλος αυτός και να ανοίξει ένας άλλος κύκλος, για τον οποίο είχα ξεκινήσει να σπουδάζω το 2004.
Καθημερινά ερχόμουν σε επαφή με πολύ κόσμο λόγω της δουλειάς μου και, επειδή πολλές φορές χρειαζόταν να γίνει μια παρέμβαση συμβουλευτική και «ψυχοθεραπευτική», αποφάσισα, μιας και με είχε συνεπάρει ο κόσμος της ψυχολογίας και της ψυχοθεραπείας, να ασχοληθώ σοβαρά και να σπουδάσω το αντικείμενο, και σιγά σιγά πήγα και σε άλλα μονοπάτια, όπως η εγκληματολογία, η ψυχανάλυση και η κλινική θεραπευτική ύπνωση. Το μεταπτυχιακό μου το πήρα με διάκριση, και ήταν πάνω στη γνωσιακή συμπεριφορική ψυχοθεραπεία. Τον κύκλο σπουδών μου τον έκλεισα με το διδακτορικό μου στην κλινική ψυχολογία ως αριστούχος διδάκτορας. Αυτήν τη στιγμή μελετώ την προστασία των παιδιών (Child Protection) στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ.
Κάνοντας έναν μικρό απολογισμό, τελικά η απόφασή σας ανταποκρίθηκε σε όσα οραματιστήκατε με την αλλαγή της καριέρας σας;
Κάνοντας έναν απολογισμό, δεν έχω μετανιώσει για τίποτα παρόλο που συνάντησα πάρα πολλά εμπόδια, αλλά πιστεύω ότι στη ζωή πρέπει να κάνουμε αυτό που μας αρέσει, όταν αισθανόμαστε έτοιμοι να το ξεκινήσουμε, και να μην υποκύπτουμε ούτε στη συνήθεια ούτε στο ότι μεγαλώνουμε. Η ηλικία είναι απλά ένας αριθμός, το θέμα είναι εσύ τι κάνεις, εσύ πώς μεγαλώνεις μέσα σου, εσύ πώς αισθάνεσαι και πού διοχετεύεις αυτή την ενέργειά σου. Όπως έλεγα χαρακτηριστικά όταν με ρωτούσαν: «Είμαι στην ηλικία μιας γυναίκας που νιώθει μικρό παιδί, πολύ μεγάλη για να γυρίσει πίσω, και ακόμα πολύ μικρή για να σταματήσει να ονειρεύεται!».
Ποτέ δεν μετανιώνω για κάτι που ξεκινώ γιατί το θεωρώ πρόκληση που με γεμίζει εμπειρίες. Η χαρά μου δε είναι ακόμα μεγαλύτερη όταν βλέπω ότι αυτή την επιμονή και τη δημιουργικότητα τις έχω μεταλαμπαδεύσει και στα παιδιά μου, και ελπίζω και στον εγγονό μου – αν και είναι μικρούλης ακόμα.
Γιατί στις περισσότερες οικογένειες σήμερα υπάρχει βιαιότητα μεταξύ των μελών τους; Τι φταίει; Τι κάνουμε λάθος ως κοινωνία;
Ποιος μπορεί σήμερα να ισχυριστεί ότι η οικογένεια είναι η ζεστή και ασφαλής φωλιά για να μεγαλώσει όπως πρέπει και όπως έχει ανάγκη ένα παιδί; Γονείς που τον περισσότερο χρόνο της ημέρας λείπουν από το σπίτι, γονείς που απλώς συζούν, έλλειψη επικοινωνίας, χαλάρωση των δεσμών μεταξύ των μελών (ο καθένας για τον εαυτό του), αδυναμία ιεράρχησης των αναγκών και των προτεραιοτήτων, γονείς που βλέπουν το παιδί ως βάρος και εμπόδιο για καλή ζωή και καριέρα, μοναξιά, παραθεώρηση (μέχρι σημείου περιφρόνησης) των παραδοσιακών αξιών και των θεσμών, διαταραγμένες ενδοοικογενειακές σχέσεις, εντάσεις και συγκρούσεις, γκρίνια, διχόνοια, ασυνεννοησία, άγχος, κατάργηση όλων των ορίων σχετικά με το «τι» θέλει και το «τι» κάνει ένα παιδί, εκτροπές του οικογενειακού θεσμού και «εναλλακτικές» μορφές οικογένειας, υποδούλωση στην τεχνολογία και στο διαδίκτυο, διαταραχή της ισορροπίας της οικογένειας εξαιτίας της απομάκρυνσης από τις ρίζες κ.ά.
Δυστυχώς, οι γονείς, αντί να συναισθανθούν και να αναλάβουν τις ευθύνες τους, υιοθετούν μια επιθετική και προκλητική συμπεριφορά κατά εκείνων που εντοπίζουν τις πραγματικές αιτίες της παιδικής επιθετικότητας και παραβατικότητας και αναζητούν –οι γονείς– αποδιοπομπαίους τράγους, που συνήθως είναι οι «δυστυχισμένοι» εκπαιδευτικοί, τους οποίους το εκπαιδευτικό σύστημα και τα νέα ήθη των καιρών έχουν καταστήσει «γλάστρες» και υποκείμενα ανάρμοστης –επιεικώς– συμπεριφοράς από τους μαθητές μέσα στον ίδιο τον ζωτικό τους χώρο, που είναι το σχολείο.
Μπορούν άραγε οι γονείς να ισχυριστούν ότι για την καταστροφή των παιδιών φταίει το καταλυτικό πνεύμα της εποχής; Κανείς, δυστυχώς, δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι το καταλυτικό πνεύμα της εποχής επιδρά στα παιδιά.
Το γεγονός, όμως, αυτό απαλλάσσει άραγε τους γονείς από την ευθύνη και την ενοχή; Δεν υπάρχει, δηλαδή, κανένας τρόπος να προφυλάξουν τα παιδιά τους από το πνεύμα της εποχής; Όταν έξω φυσάει και έχει παγωνιά, τι κάνετε; Δεν κλείνετε πόρτες και παράθυρα για να μην μπει ο κρύος αέρας στο δωμάτιο;
Αν όμως οι ίδιοι οι γονείς συμφωνούν με αυτό το «σύγχρονο πνεύμα» και πιστεύουν ότι δεν πρέπει να πλέουν αντίθετα στο ρεύμα, τότε δεν είναι βέβαια δυνατόν να προστατευτούν τα παιδιά από την ολέθρια επίδρασή του.
Όσο η αναζήτηση των αιτίων και ο καταλογισμός των ευθυνών για τη συμπεριφορά των παιδιών βρίσκεται –σκόπιμα– προς λάθος κατεύθυνση, το πρόβλημα της παιδικής βίας και παραβατικότητας θα διογκώνεται με ραγδαίους ρυθμούς και αυτά που ζούμε σήμερα θα είναι ασήμαντα μπροστά σε αυτά που έρχονται.
Γιατί είναι δύσκολο για μια γυναίκα που κακοποιείται από τον σύζυγο ή τον σύντροφό της να απομακρυνθεί από αυτόν και να μπει στη διαδικασία να τον καταγγείλει;
Το να φύγει μια γυναίκα από μια σχέση κακοποιητική δεν είναι εύκολο. Ίσως ελπίζει ότι τα πράγματα θα αλλάξουν ή φοβάται τι θα κάνει ο σύντροφός της όταν αντιληφθεί ότι προσπαθεί να διαφύγει. Έτσι, αισθάνεται παγιδευμένη και αβοήθητη. Αισθάνεται να κυριεύεται από φόβο. Πολλές φορές, όταν οι άνθρωποι μαθαίνουν για μια γυναίκα ότι κακοποιείται, ρωτούν: «Γιατί δεν φεύγει;». Αλλά το να τελειώσει κάποια μια σημαντική σχέση δεν είναι ποτέ εύκολο. Και είναι ακόμα πιο δύσκολο όταν έχει απομονωθεί από την οικογένεια και τους φίλους, έχει εκφοβιστεί ψυχολογικά, ελέγχεται οικονομικά και έχει απειληθεί σωματικά. Η γυναίκα αυτή έχει δημιουργήσει μια σχέση συνεξάρτησης με τον θύτη.
Σχεδόν πάντα το θύμα προέρχεται και αυτό από μια δυσλειτουργική οικογένεια, πολλές φορές δε και κακοποιητική.
Σχεδόν πάντα έχει μεγαλώσει σε μια οικογένεια όπου δεν την έχουν μάθει να έχει αυτοπεποίθηση και αυτοεκτίμηση.
Σχεδόν πάντα είτε η μητέρα της βίωνε κακοποιητική συμπεριφορά από τον πατέρα ή ακόμα και αυτή ως παιδί βίωνε κακοποιητική συμπεριφορά από τον πατέρα της.
Νιώθει μπερδεμένη, ανασφαλής και τρομοκρατημένη. Τη μια στιγμή μπορεί να θέλει απεγνωσμένα να φύγει, και την άλλη να μείνει στη σχέση. Μπορεί, επίσης, να κατηγορεί τον εαυτό της για την κακοποίηση ή να νιώθει αδυναμία και ντροπή για το γεγονός ότι παραμένει, παρά τη βία, στη σχέση.
Εγκλωβίζουν τα θύματα τον εαυτό τους στις σκέψεις σύγχυσης, ενοχής και αυτοκατηγόριας.
Ελπίζουν ότι ο σύντροφός τους θα αλλάξει…
Και δυστυχώς έχουμε μια επανάληψη του κύκλου της βίας.
Δυστυχώς πολλές φορές, η γυναίκα-θύμα, για να εμποδίσει τον θύτη να την κακοποιήσει περισσότερο, τον πείθει ότι ο θυμός του είναι δικαιολογημένος και αρνείται την πραγματικότητα, και δυστυχώς πείθει και τον εαυτό της ότι έχει κάποιον έλεγχο στη συμπεριφορά του θύτη, ο οποίος, όμως, παρακινείται από την παθητική αποδοχή της βίαιης συμπεριφοράς του, δεν προσπαθεί να ελέγξει τον εαυτό του. Και έτσι, ενώ έχει συσσωρευτεί ένταση με αφορμή κάποιο εξωτερικό ερέθισμα, προχωρά και πάλι σε καταχρηστική συμπεριφορά και νέα έκρηξη βίας.
Σε πολλές περιπτώσεις, η έκρηξη προκαλείται από το ίδιο το θύμα ασυνείδητα πλέον καθώς δεν αντέχει τον φόβο και την ένταση που του προκαλεί η αναμονή της επικείμενης πιθανής έκρηξης.
Δυστυχώς, η αναμονή αυτή προκαλεί στο θύμα άγχος, αϋπνία ή υπνηλία, κόπωση, υπερένταση, ταχυπαλμίες, πονοκεφάλους, την εμφάνιση κάποιου αυτοάνοσου νοσήματος.
Ο θύτης πάντα ξεκινά με την πρόθεση να συνετίσει τη γυναίκα του, και εκείνη βέβαια βρίσκεται συνήθως σοβαρά κακοποιημένη. Η γυναίκα αυτή δεν αισθάνεται τόσο τον πόνο όσο το συναίσθημα της παγίδευσης και της αποστασιοποίησης.
Μετά την επίθεση ακολουθεί πάντα ένα αρχικό σοκ και άρνηση για ό,τι έχει συμβεί, και δεν θα ζητήσει ποτέ βοήθεια στη φάση αυτή παρά μόνο αν απαιτείται ιατρική βοήθεια. Και τότε ακόμα, στους χώρους αυτούς, οι γυναίκες προσπαθούν να αλλάξουν τα αίτια των τραυμάτων τους για να καλύψουν τον θύτη.
Και επειδή πάντα υπάρχει η επόμενη φάση, δηλαδή της ευγενικής και μεταμελημένης συμπεριφοράς του θύτη, η οποία χαρακτηρίζεται από έκρηξη συναισθημάτων αγάπης, ευγένειας, ηρεμίας, παρακλήσεις για συγνώμη και υποσχέσεις ότι τα πράγματα θα αλλάξουν, το θύμα, ακόμα και αν έχει αποφασίσει να αποχωρήσει από τη βίαιη σχέση, πείθεται για τη μεταμέλεια που δείχνει ο θύτης και ακριβώς πείθεται γιατί υπάρχει αυτή η συνεξαρτητική σχέση. Και δεν είναι λίγες οι φορές που τα θύματα βιώνουν έντονα συναισθήματα ενοχής θεωρώντας πως τα ίδια φέρουν προσωπική ευθύνη.
Τι θα συμβουλεύατε τους γονείς των οποίων τα παιδιά εμφανίζουν παραβατική συμπεριφορά; Φταίνε οι ίδιοι;
Τι σημαίνει παραβατική συμπεριφορά; Παράβαση των κοινωνικών κανόνων και έλλειψη ορίων. Στις συμπεριφορές αυτές προσδιορίζονται το ασταθές οικογενειακό περιβάλλον, η πλημμελής εκπαίδευση, η αδιαφορία των γονέων, η εκτεταμένη και αλόγιστη χρήση του διαδικτύου και η κοινωνική απομόνωση που σε κάποιες μορφές της οδηγεί στην ομαδοποίηση νεαρών με την ίδια αποκλίνουσα και παραβατική συμπεριφορά.
Συχνά διαπιστώνεται δυσλειτουργία στο οικογενειακό περιβάλλον των ανήλικων παραβατών. Οι δυσλειτουργίες μπορεί να είναι ορατές αλλά και μη ορατές.
Μεγάλος αριθμός ανηλίκων εμφανίζει εμπλοκή με ναρκωτικά, εκδηλώνει συναισθηματικές διαταραχές, διαταραχές διαγωγής ή προβλήματα ψυχικής υγείας.
Ένα κοινό χαρακτηριστικό αυτών των ανηλίκων είναι η έλλειψη στόχων, κινήτρων και προσδοκιών για προσωπική, εκπαιδευτική ή επαγγελματική εξέλιξη.
Οι σοβαρές δυσλειτουργίες σε μια οικογένεια διαδραματίζουν πάντα αρνητικό ρόλο. Όταν σε μια οικογένεια υιοθετούνται από τον έναν ή και τους δύο γονείς κακοποιητικές συμπεριφορές σε βάρος των ανηλίκων, μπορούμε να μιλήσουμε για ένα περιβάλλον με σοβαρές δυσλειτουργίες, το οποίο δύναται να οδηγήσει τον ανήλικο σε αποκλίνουσες και παραβατικές συμπεριφορές.
Συνήθως η στάση των γονιών είναι καταστροφική.
Στις μη ορατές δυσλειτουργίες, αναφερόμαστε σε περιπτώσεις όπου οι γονείς έχουν μια ελλιπή ή ακόμα και παντελή έλλειψη επικοινωνίας με τα παιδιά τους, αδυνατούν να τους θέσουν όρια και να ασκήσουν μια ουσιαστική επίβλεψη, έχουν μια ασυνεπή συμπεριφορά προς τα παιδιά, άλλοτε με πολύ σκληρές τιμωρίες και άλλοτε αφήνοντάς τα ανεξέλεγκτα.
Συνεπώς, και σε αυτές τις περιπτώσεις το παιδί μπορεί να αναζητήσει την επικοινωνία και την υποστήριξη που του λείπει από την οικογένειά του σε ομάδες στις οποίες θέλει να νιώσει ότι «ανήκει».
Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό στοιχείο και των «νεανικών συμμοριών», όπου οι ανήλικοι, μέσω της ένταξής τους σε αυτές, καλύπτουν συναισθηματικά κενά και νιώθουν ότι επιτέλους «ανήκουν» σε μια ομάδα που τους αποδέχεται και τους σέβεται μιας και από την οικογένεια έχουν το αίσθημα της απόρριψης.
Σε γενικές γραμμές, τα παιδιά που έχουν κακοποιηθεί ενδεχομένως να αναπαραγάγουν το ίδια μοντέλα συμπεριφοράς. Ακόμα και το γεγονός ότι έχουν υπάρξει μάρτυρες συγκρουσιακών οικογενειακών σχέσεων έχει ως αποτέλεσμα η παραβατική συμπεριφορά τους να λειτουργεί ως μέσο επιβίωσης – για εφήβους που μεγαλώνουν από μικροί σε ένα περιβάλλον στερημένο από αγάπη, προσπαθώντας να βρουν το δικό τους μονοπάτι.
Υπάρχουν όμως και εκείνα τα παιδιά που εκδηλώνουν παραβατικές συμπεριφορές ενώ μεγαλώνουν σε άριστες συνθήκες, με γονείς που προσπαθούν για ό,τι καλύτερο.
Παρ’ όλα αυτά, εκδηλώνουν αδυναμία συμμόρφωσης με το σύστημα κανόνων και συνήθως διαγιγνώσκονται με κάποια διαταραχή.
Η πρόληψη είναι σημαντική και αφορά τη σωστή αντιμετώπιση και διαχείριση των πρώτων συμπεριφορικών ενδείξεων.
Όμως χρειάζεται επαγρύπνηση του γονέα και σωστή συνεργασία του με τον ψυχολόγο.
Η ανοχή καθώς και η υπερβολική αυστηρότητα φέρνουν τα αντίθετα αποτελέσματα και πολλές φορές εντείνουν το πρόβλημα.
Στην περίπτωση που η παραβατική συμπεριφορά αποτελεί σύμπτωμα διαταραχής, ενδείκνυνται διάγνωση και μετέπειτα θεραπεία για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα στη ρίζα του. Απαιτείται μεγάλη προσοχή γιατί το παιδί δεν θα ανταποκριθεί σε απλοϊκές στρατηγικές μάθησης κοινωνικών κανόνων τιμωρίας και ανταμοιβής, διότι χρειάζεται εξελιγμένα θεραπευτικά συμπεριφοριστικά προγράμματα, προσαρμοσμένα στις ανάγκες του.
Είναι πολύ σημαντικό η οικογένεια να συμμετέχει σε συμβουλευτική ψυχοεκπαίδευση και ψυχοθεραπεία. Όσο πιο νωρίς εφαρμοστεί η θεραπευτική παρέμβαση τόσο καλύτερα είναι τα προγνωστικά της θεραπείας.
Ως γονείς, πρέπει να κατανοήσουμε ότι οι κλυδωνισμοί που υφίστανται οι σύγχρονες κοινωνίες ασκούν ισχυρές επιδράσεις και στα παιδιά. Αυτό σημαίνει ότι οι ανήλικοι έχουν ανάγκη από μια καλή επικοινωνία και ουσιαστική υποστήριξη από τους γονείς τους.
Η εφηβεία είναι μια δύσκολη περίοδος, και για αυτό θα έλεγα οι γονείς να μην αυτοενοχοποιούνται αν αδυνατούν να διαχειριστούν κάποιες καταστάσεις, αλλά να αναλάβουν τις ευθύνες τους προσπαθώντας να έρθουν πιο κοντά στον έφηβο και αναζητώντας έγκαιρα επιστημονική βοήθεια, όπου κρίνουν αναγκαίο.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι έφηβοι, όσο και αν αντιδρούν, έχουν ανάγκη από μια ουσιαστική επικοινωνία και υποστήριξη από τους γονείς τους και εκτιμούν τις κινήσεις των γονιών τους που δείχνουν ενδιαφέρον και νοιάξιμο.
Συνέντευξη-επιμέλεια: Κατερίνα Γκρίτζαλη
Δ/ντρια σύνταξης, stentoras.gr