Ο μύθος του τεμπέλη Έλληνα συνεχίζει και υπάρχει τη στιγμή που οι έρευνες κάθε χρόνο όχι μόνο δεν δικαιώνουν αυτή την άποψη, αλλά εκκωφαντικά αποδεικνύουν το αντίθετο. Σύμφωνα με τελευταία έρευνα του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (Organization for Economic Cooperation and Development) οι Έλληνες ανάμεσα στα 35 μέλη του δυτικού κόσμου (τα πλέον ανεπτυγμένα κράτη με οικονομικούς όρους) βρίσκονται στην 1η θέση ευρωπαϊκά και στην 3η παγκόσμια. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι Έλληνες δουλεύουν 2.035 ώρες τον χρόνο, ενώ στον αντίποδα βρίσκονται οι Γερμανοί, οι οποίοι με μόλις 1.363 ώρες καταλαμβάνουν την τελευταία θέση όχι μόνο πανευρωπαϊκά, αλλά στο σύνολο των 35 χωρών.
Μπορεί λοιπόν ο κ. Σόιμπλε να μας είχε αποκαλέσει κάποτε τεμπέληδες, παρ’ όλα αυτά αποδεικνύεται περίτρανα ότι, αν μη τι άλλο, οι Έλληνες κάνουν «πρωταθλητισμό» στην εργασία. Μάλιστα παίρνει τρομακτικότερες διαστάσεις το παραπάνω στοιχείο αν σκεφτούμε ότι ένα μεγάλο μέρος εργαζομένων συνεχίζει να βρίσκεται υπό το καθεστώς ευέλικτων μορφων εργασίας. Τον Δεκέμβριο του 2017 η μερική απασχόληση κατέγραψε ποσοστό της τάξης του 41,78% και η εκ περιτροπής εργασία του 15,61% αντίστοιχα.
Τι συμβαίνει στο εξωτερικό
Από την έναρξη της οικονομικής κρίσης έχουν γραφτεί πολλά και έχουν ειπωθεί ακόμα περισσότερα. Ο χαρακτηρισμός «τεμπέληδες» ίσως είναι ο ηπιότερος αν συνυπολογίσουμε τα υπόλοιπα απαξιωτικά επίθετα, όπως «αεριτζήδες», «άχρηστοι», «κλέφτες», «λαμόγια», και ο κατάλογος δεν έχει τελειωμό. Χαρακτηρισμοί οι οποίοι μοιράζονται απλόχερα από τον ευρωπαϊκό Βορρά στους λαούς της Μεσογείου και ιδιαίτερα σε αυτούς που έπληξε περισσότερο η κρίση. Απόρροια τούτου είναι η δημιουργία στερεοτύπων, που ναι μεν συναντώνται στην καθημερινή ζωή, όμως όχι μόνο δεν ακουμπάνε τη συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων, αλλά βρίσκονται στον αντίποδα της πραγματικότητας.
Σύμφωνα με έρευνα που εκπόνησε το Εργαστήρι Τεχνών και Πολιτιστικής Διαχείρισης του Τμήματος Επικοινωνίας και Μ.Μ.Ε. του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών με επιστημονική υπεύθυνο την καθηγήτρια Μυρτώ Ρύγου «Η εικόνα της Ελλάδας σε γερμανικά και βρετανικά μέσα και η προβολή της σε ελληνικά μέσα ενημέρωσης: Πολιτισμική διάσταση και πολιτικές παράμετροι της εποχής της κρίσης (2010-2013)» φανερώνεται ένας ιδιότυπος ρατσισμός απέναντι στο σύνολο του ελληνικού λαού.
Συστηματικά απομονώθηκαν και γενικεύτηκαν αρνητικά χαρακτηριστικά, τα οποία δεν είχαν ως άμεσο στόχο τους Έλληνες εργαζομένους αυτούς καθαυτούς, αλλά και τους υπόλοιπους Ευρωπαίους. Ο λόγος δεν είναι άλλος από την παραίτηση δικαιωμάτων τους και τη συνέτισή τους προς οτιδήποτε θελήσουν παραπάνω.
Τόσο ο βρετανικός, όσο και ο γερμανικός τύπος, φιλοτέχνησαν ένα πορτρέτο σύμφωνα με το οποίο είμαστε απατεώνες, οπισθοδρομικοί, φοροφυγάδες, ανεύθυνοι, ενώ η λέξη «Έλληνες» είναι πλέον συνώνυμη με τη λέξη «πτωχευμένοι». Κάπως έτσι κατασκευάστηκε ένας αποδιοπομπαίος τράγος, σύμφωνα με τον οποίο πλέον ετεροκαθορίζονται και οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι.
Αποτέλεσμα αυτών είναι μία εικόνα κατάντιας της Ελλάδας, μία δαιμονοποίηση συγκεκριμένων αρνητικών περιπτώσεων, ώστε τα κακώς κείμενα να θεωρούνται βαθιά ριζωμένα στη νοοτροπία που μας διακατέχει και όχι ως κάτι μεμονωμένο. Τραγικό παράδειγμα το βίντεο που κυκλοφόρησε πριν κάποια χρόνια, το οποίο έδειχνε Έλληνες δεύτερης και τρίτης γενιάς στην Αμερική να χαρακτηρίζουν τους κατοίκους της Ελλάδας «τεμπέληδες».
Τι συμβαίνει πραγματικά
Στο εξωτερικό υπάρχει μία γενική (ψευδ)αίσθηση ότι οι Έλληνες ρεμβάζουν πίνοντας τον καφέ τους σε μαγαζιά και πάρκα, δουλεύουν ελάχιστα και βγαίνουν νωρίς στη σύνταξη. Αυτή είναι η μία εικόνα της Ελλάδας και όντως επιβιώνει κυρίως στον δημόσιο τομέα. Υπάρχουν οι μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι, ως επί το πλείστον ακούνητοι και μη αξιολογημένοι ορθά, αντιπαραγωγικοί και οξύθυμοι όταν τους ανατίθεται κάποια δουλειά προς διεκπεραίωση. Είναι κυρίως εργαζόμενοι οι οποίοι μπήκαν αθρόα στο δημόσιο τη δεκαετία του ’80 και του ’90 ως αποτέλεσμα των δεσμών που είχαν με πολιτικά κόμματα και δημιούργησαν μία κάστα με ιδιαίτερα προνόμια.
Τα αποτελέσματα που δημιουργήθηκαν τότε δυστυχώς αποτυπώνονται και στο σήμερα. Ισοπέδωση της αξιοκρατίας, νεοπλουτισμός και το αθάνατο ελληνικό όνειρο του δημοσίου στο όνομα του εκσυγχρονισμού και της ανάπτυξης. Κάπως έτσι διαμορφώθηκαν και οι ανάλογες νοοτροπίες. Βέβαια αυτό δεν σημαίνει ότι όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι λαμόγια ή βολεψάκηδες ούτε βέβαια ότι πρέπει να δώσουμε συγχωροχάρτι σε όλους. Στο δημόσιο όμως συναντώνται και οι δύο όψεις. Και οι αργόσχολοι, αλλά και αυτοί που παλεύουν καθημερινά με την ανυπαρξία υποδομών.
Άλλωστε μην ξεχνάμε ότι μία σειρά δημόσιων υπηρεσιών είναι υποστελεχωμένες, τρανό παράδειγμα ο κλάδος της δημόσιας υγείας με το ιατρικό προσωπικό να κάνει διπλοβάρδιες προκειμένου να καλυφθούν τα κενά εις βάρος των ασθενών, αλλά και των ίδιων των εργαζομένων, με τους ιατρούς να μην επαρκούν για τους ασθενείς (σύμφωνα με πρόσφατη ανακοίνωση των επικουρικών εργαζομένων του νοσοκομείου «Έλενα Βενιζέλου» οι κενές οργανικές θέσεις ανέρχονται στις 6.000, δηλαδή υπερδιπλάσιες από το συνολικό άθροισμα των υπηρετούντων σήμερα επικουρικών ιατρών και όσων είναι στη λίστα), με έλλειψη απαραίτητων υποδομών και φαρμάκων. Όλα αυτά απόρροια της υποστελέχωσης και της υποχρηματοδότησης.
Η άλλη εικόνα είναι αυτή του σκληρά εργαζομένου, που δουλεύει 10 ή και 12 ώρες για να κρατήσει μία θέση εργασίας, συνθήκη κατά την οποία είτε ο μισθός είναι στα όρια της φτώχειας είτε πρόκειται για εργασία χωρίς προοπτικές εξέλιξης.
Δυστυχώς η δεύτερη περίπτωση είναι που μένει στην αφάνεια, ενώ αφορά στους χιλιάδες εργαζομένους που βρίσκονται τόσο στον δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό τομέα. Είναι οι εργαζόμενοι-λάστιχο, που δουλεύουν Κυριακές, με απλήρωτες υπερωρίες, με δώρα τα οποία εξαναγκάζονται από τους εργοδότες να επιστρέψουν, με κομμένα ρεπό, που βρίσκονται όλη μέρα στη δουλειά, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τις Black Fridays και τις Λευκές Νύχτες, και όλα αυτά υπό το καθεστώς έντονης πίεσης.
Πρακτικά μιλάμε για μία ζούγκλα στην αγορά εργασίας, όπου κυριαρχεί η επαγγελματική εξουθένωση και η ασυδοσία, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις οι εργαζόμενοι δεν έχουν εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα.
Μπορεί λοιπόν οι Έλληνες να εργάζονται περισσότερο από τους «εργασιομανείς» Αμερικανούς και τους «εργατικούς» βόρειους λαούς, όμως δουλεύουν απλώς για να τα φέρνουν πέρα. Ούτε πλούσιοι είναι ούτε άνετα ζουν. Το ακατανόητο βέβαια σε όλο αυτό είναι πως, αφού εργαζόμαστε περισσότερο από άλλους λαούς, για ποιο λόγο για όλο και περισσότερους είναι ορατός ο κίνδυνος της φτώχειας.
Η κυβέρνηση πανηγυρίζει γιατί το 2017 έκλεισε με θετικό πρόσημο στη ζυγαριά προσλήψεις / απολύσεις, για την ακρίβεια με 143.535 περισσότερες προσλήψεις (το ετήσιο ισοζύγιο για το έτος 2017 δείχνει ότι έγιναν 2.400.398 προσλήψεις και 2.256.853 απολύσεις). Αυτό όμως που δεν μας λέει είναι ότι όσοι προσλαμβάνονται, τόσοι αντίστοιχα απολύονται, καθώς οι απολύσεις είναι το 94% των προσλήψεων. Άρα λοιπόν μιλάμε για ανακύκλωση ανέργων με τη σταθερή εργασία πλέον να φαντάζει ένα άπιαστο όνειρο.
Οι εργαζόμενοι δεν έχουν ανάγκη από Ευρωπαίους και Έλληνες αξιωματούχους που ως άλλοι δάσκαλοι θα συνετίζουν τους κακούς μαθητές, θα τους επαναφέρουν στην τάξη και θα τους υπενθυμίζουν μέχρι πού θα έχουν δικαιώματα. Οι εργαζόμενοι έχουν ανάγκη από φυσιολογικές δουλειές όχι για να πλουτίζουν, αλλά για να ζουν φυσιολογικά και αξιοπρεπώς.
Απόστολος Ζαβιτσάνος,
Δημοσιογράφος - Skywalker.gr