«Με την κατάλληλη αντιμετώπιση και εκπαίδευση οι τυφλοί άνθρωποι θα μπορούσαν να έχουν αυτονομία κίνησης», λέει ο Μενέλαος Τσαούσης, διοικητής και πρόεδρος του Δ.Σ. του Κέντρου Εκπαιδεύσεως & Αποκαταστάσεως Τυφλών (ΚΕΑΤ), υπονοώντας με μία και μόνη φράση κρατούσες νοοτροπίες που «καθηλώνουν» ανθρώπους με οπτική αναπηρία στους τέσσερις τοίχους ενός σπιτιού, σε προστατευμένες θέσεις τηλεφωνητών σε δημόσιες υπηρεσίες και μόνο, σε μια ζωή καλά και ντε χωρίς ανοιχτούς ορίζοντες. Όντας, εκτός από πρόεδρος του ΚΕΑΤ, και επαγγελματίας στον χώρο της τυφλότητας, εκπαιδευτής κινητικότητας και προσανατολισμού, μάλλον θα ξέρει κάτι παραπάνω. Κάτι που μπορεί να μας κάνει να δούμε την τυφλότητα με άλλα μάτια.
Πότε ιδρύθηκε το Κέντρο Εκπαιδεύσεως & Αποκαταστάσεως Τυφλών;
Το 1906 με δαπάνες των αδελφών Άμπετ από τον ποιητή Γεώργιο Δροσίνη και τον πρώτο πρόεδρο της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής Δημήτριο Βικέλα πάνω σε πρότυπα αντίστοιχου γαλλικού εκπαιδευτικού συστήματος.
Το ΚΕΑΤ, ο πρώτος φορέας για τυφλούς στην Ελλάδα, είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, λειτουργεί στην Αθήνα ως κεντρική υπηρεσία και στη Θεσσαλονίκη ως περιφερειακή διεύθυνση / παράρτημα και καλύπτει τις ανάγκες των νέων και ενήλικων ατόμων με αναπηρία όρασης σε εθνικό επίπεδο.
Κύριος στόχος του είναι η ανεξαρτησία των ατόμων με αναπηρία όρασης και η πλήρης ένταξή τους στο κοινωνικό σύνολο μέσα από την υποστηρικτική εκπαίδευση μαθητών όλων των βαθμίδων. Από το ΚΕΑΤ έχουν αποφοιτήσει άνθρωποι με οπτική αναπηρία που έχουν διαπρέψει επαγγελματικά, ενώ έχει συμβάλει πολύ στην αλλαγή της εικόνας των τυφλών στην Ελλάδα. Ας μην ξεχνάμε ότι μέχρι τη δεκαετία του ’60 και του ’70 ο η εικόνα του τυφλού ήταν συνυφασμένη με την επαιτεία.
Το ΚΕΑΤ αφορά μόνο τυφλούς ανθρώπους ή και άτομα με άλλες αναπηρίες;
Αφορά αποκλειστικά παιδιά με προβλήματα όρασης. Ωστόσο μπορεί αυτά τα παιδιά να έχουν και άλλες μορφές αναπηρίας, όπως τυφλοκώφωση ή νοητική υστέρηση ή κινητικές δυσκολίες.
Πόσοι μαθητές παρακολουθούν την υποστηρικτική εκπαίδευση του ΚΕΑΤ;
Τα τελευταία τρία χρόνια που λειτουργούμε το κέντρο δημιουργικής απασχόλησης υποστηρίζουμε σε καθημερινή βάση περί τα 100 παιδιά καθ’ όλη τη διάρκεια της μέρας με όλες τις υποστηρικτικές υπηρεσίες και παράλληλη σίτιση ή ό,τι άλλο μπορεί να χρειάζεται ένα παιδί, όπως, για παράδειγμα, τη μεταφορά του (σ.σ. από εκεί στο σπίτι του) σε όλη την Αττική.
Γνωρίζετε πόσοι άνθρωποι έχουν οπτική αναπηρία στην Ελλάδα;
Υπάρχουν διάφορες εκτιμήσεις. Υπολογίζεται ότι είναι περί τους 120.000 με 130.000 ανθρώπους, εκ των οποίων το 70% είναι άτομα τρίτης ηλικίας τα οποία χάνουν την όρασή τους από παθήσεις που μπορούν να προκαλέσουν τύφλωση. Αυτό το ποσοστό είναι μειούμενο, διότι, για παράδειγμα, ο καταρράκτης, που κάποτε δεν αντιμετωπιζόταν, τώρα είναι θέμα μιας απλής επέμβασης.
Υπολογίζεται ότι περί τα 2.000 παιδιά με οπτική αναπηρία σε όλη την Ελλάδα βρίσκονται σε εκπαιδευτική διαδικασία. Παλαιότερα ένα τυφλό παιδί συνήθως μεγάλωνε σε οικοτροφείο. Έχουν πλέον αλλάξει πάρα πολύ τα πράγματα. Δύσκολα απομακρύνει μια οικογένεια το παιδί της από το σπίτι λόγω τυφλότητας.
Τι λείπει από ένα δημόσιο σχολείο ώστε να χρειάζεται συμπληρωματική, υποστηρικτική εκπαίδευση;
Κατ’ αρχάς ο βασικός εξοπλισμός, δηλαδή η μηχανή συστήματος Braille, οι υπολογιστές, εκτυπωτής για γραφή Braille. Στα δημόσια σχολεία τουλάχιστον είναι είτε ανύπαρκτος είτε ελλιπής. Επίσης υπάρχουν προβλήματα προσβασιμότητας, έλλειψη ειδικευμένων εκπαιδευτικών σε θέματα κινητικότητας και προσανατολισμού. Φανταστείτε ότι σε όλη την Ελλάδα έχουμε μόλις οκτώ τέτοιους εκπαιδευτικούς.
Γιατί οι άνθρωποι με οπτική αναπηρία συνήθως απασχολούνται σε τόσο λίγα επαγγέλματα;
Είναι αλήθεια ότι ένα μεγάλο ποσοστό ανθρώπων με οπτική αναπηρία απασχολείτο σε προστατευμένες θέσεις τηλεφωνητών σε δημόσιους οργανισμούς. Οι θέσεις αυτές όμως εκλείπουν έτσι κι αλλιώς λόγω τεχνολογίας. Όμως δεν υπάρχει περιορισμός στη γνώση. Ένας τυφλός άνθρωπος μπορεί να σπουδάσει ό,τι θέλει και να κάνει παρά πολλά επαγγέλματα. Δεν μπορεί προφανώς –ακόμη τουλάχιστον– να γίνει οδηγός λεωφορείου ή χειρουργός, αλλά μπορεί να κάνει πάρα πολλά επαγγέλματα.
Στο ΚΕΑΤ λειτουργούν ΙΕΚ για τρεις ειδικότητες: τηλεφωνητών, φυσικοθεραπευτών και απομαγνητοφωνητών. Θέλουμε να συμβάλουμε και να αναπτύξουμε κι άλλες ειδικότητες. Η εμπειρία σε ασιατικές χώρες έχει δείξει ότι οι τυφλοί έχουν εξαιρετική ικανότητα ως ψηλαφιστές στήθους. Μπορούν δηλαδή με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα από βλέποντες να εντοπίσουν όγκους στο γυναικείο στήθος και κατ’ επέκταση να γίνουν πιο έγκυρες διαγνώσεις από τους ειδικούς ακριβώς επειδή έχουν ανεπτυγμένη την απτική τους αίσθηση. Θέλουμε λοιπόν να οργανώσουμε ένα αντίστοιχο ΙΕΚ.
Αυτό που επιδιώκουμε για το ΚΕΑΤ είναι να μπορεί σε εθνικό επίπεδο να προσαρμόζεται στις καινούργιες ανάγκες που συνεχώς υπάρχουν. Στην εκπαίδευση, σε καινούργια επαγγέλματα, στην επαγγελματική αποκατάσταση, ούτως ώστε να μπορέσουμε να αναπτύξουμε ακόμα περισσότερο τις ικανότητες που μπορεί να έχει ένα άτομο με οπτική αναπηρία για να ξεπεράσει τις δυσκολίες που δημιουργούνται από την έλλειψη της όρασης και να συμμετέχει ισότιμα στη δουλειά, στη ζωή, στα κοινωνικά δρώμενα.
Πόσοι είναι οι εργαζόμενοι στο ΚΕΑΤ;
Εκατό άτομα, εκ των οποίων ένα σημαντικό ποσοστό είναι ειδικοί εκπαιδευτές, όπως εργοθεραπευτές, λογοθεραπευτές, αλλά και πιο εξειδικευμένο προσωπικό, όπως εκπαιδευτές κινητικότητας και προσανατολισμού.
Από πού προέρχονται τα έσοδα του Κέντρου;
Έχουμε ένα κονδύλι από το Υπουργείο Εργασίας, αλλά έχουμε και πολλά ακίνητα στην ιδιοκτησία μας, τα οποία εκμεταλλευόμαστε.
Μπορείτε να μου εξηγήσετε γιατί βλέπουμε τόσο λίγους τυφλούς ανθρώπους να κυκλοφορούν στον δρόμο;
Πάντως όχι γιατί δεν υπάρχουν!... Δεν είναι πολύ εύκολο να απαντήσω, είναι πολλοί οι παράγοντες. Κατ’ αρχάς η οπτική αναπηρία είναι ευκολότερα αντιμετωπίσιμη. Μπορώ να σας βεβαιώσω ότι με την κατάλληλη αντιμετώπιση και εκπαίδευση οι τυφλοί άνθρωποι θα μπορούσαν να έχουν αυτονομία κίνησης. Ωστόσο ένα από τα γνωρίσματα της ελληνικής οικογένειας είναι ο υπερπροστατευτισμός. Δεν υπάρχει η κουλτούρα της αυτονομίας, της αυτόνομης κίνησης του ανθρώπου με οπτική αναπηρία.
Επίσης η απώλεια όρασης είναι πένθος, το οποίο πρέπει να αντιμετωπιστεί με την κατάλληλη ψυχολογική υποστήριξη. Και ακόμα, η ίδια η πόλη, της Αθήνας τουλάχιστον, δεν βοηθά τον μη βλέποντα. Ακόμα και ο βλέπων έχει πρόβλημα να περπατήσει σ’ αυτούς τους δρόμους! Ίσως και γι’ αυτούς τους λόγους δεν βλέπουμε ανθρώπους με το λευκό μπαστούνι στους δρόμους. Όχι επειδή δεν υπάρχουν, αλλά επειδή είναι δύσκολο να περπατήσουν στα πεζοδρόμια και στους δρόμους της Αθήνας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στη Θεσσαλονίκη, μια πόλη που δεν είναι αχανής και έτσι κι αλλιώς προσφέρεται για τους πεζούς, η κατάσταση είναι διαφορετική. Το διαπιστώσαμε μέσα από την προσπάθεια διείσδυσης σκύλων-οδηγών. Ο ενδιαφερόμενος πληθυσμός ήταν πολύ πιο δεκτικός από αυτόν της Αθήνας. Μπορεί ο υπερπροστατευτισμός της οικογένειας, το πένθος που σας ανέφερα να είναι ίδια στους ανθρώπους με οπτική αναπηρία σε οποιοδήποτε μέρος, αλλά η δομή μιας πόλης μπορεί να φέρει διαφορετικά αποτελέσματα.
Κυβέλη Χατζηζήση
Δημοσιογράφος, stentoras.gr