Πρώτα στην ευρωπαϊκή και ύστερα –με μεταφορά– στην ελληνική πραγματικότητα δημιουργήθηκε ένα χρήσιμο εργαλείο των αστικών δημοκρατιών και των διαχειριστικών ελίτ που τις διαφεντεύουν, που λειτουργεί με τον διπλό ρόλο της απειλής και της εκτόνωσης. Είναι αυτό του δέους έναντι του ολοκληρωτισμού. Πρώτα σε απειλώ για να επιστρέψεις στην τάξη και –όταν πια αυτό δεν πιάνει– σε αφήνω να γευτείς τη γλύκα μιας δικτατορίας, από την οποία έρχομαι στη συνέχεια να σε σώσω για να με ευγνωμονείς.
Τα πρώτα χρόνια της ελληνικής πολιτείας μετά την Επανάσταση τα εμφυλιοπολεμικά αδιέξοδα οδήγησαν στην πρόσκληση και την εγκατάσταση του Giovanni Antonio Capo d'Istria, στα ελληνικά Ιωάννη Καποδίστρια, ως πρώτου κυβερνήτη της ελεύθερης Ελλάδας. Στη συνέχεια η φιλολαϊκή στάση και η αδιάφθορη και αλτρουιστική διαχείριση του κυβερνήτη, που απείχε και αποθάρρυνε συστηματικά κάθε είδους διαπλοκή, οδήγησαν στο να θεωρηθεί τύραννος και να συσπειρώσει εναντίον του νεόκοπους πολιτικούς, που γλείφονταν για ρόλους σε ελληνική αστική δημοκρατία κατά τα πρότυπα της γαλλικής, τοπικούς παράγοντες και καιροσκόπους ήρωες.
Η ελληνική ψυχή του, η προδοτική δολοφονία του, ο πρότερος δημιουργικός βίος του και το σημαντικό έργο του απέτρεψαν την Ιστορία από το να τον χαρακτηρίσει δικτάτορα, αν και ακόμα και πρόσφατα διάφοροι ακαδημαϊκοί προσπαθούν να υποβαθμίσουν το έργο του και να στιγματίσουν τη διακυβέρνησή του, αποφεύγοντας μάλιστα να την εξετάσουν εντός του χωροχρόνου που πραγματοποιήθηκε. Η φάμπρικα όμως, που στην εποχή μας αρχίζει με την ύποπτη ατάκα «η δημοκρατία δεν έχει αδιέξοδα», από τότε καλά κρατεί και η απόγονος ελίτ τη χρησιμοποιεί τακτικά για να επαναφέρει την αρμονική εξουσία της.
Κάποτε χρησιμοποιήθηκε και ο κομμουνιστικός κίνδυνος, κυρίως ως απειλή για τις διατηρούμενες συντηρητικές μάζες. Ο κομμουνισμός όμως, που αμφισβητούσε την αστική δημοκρατία ως καπιταλιστικό εργαλείο, ανακατευθύνθηκε προς τη θεωρούμενη τότε «άγουρη» τσαρική Ρωσία και αργότερα στην ανατολική Ευρώπη, όπου εγκαταστάθηκε για τα καλά. Αυτό δεν ήταν ιδιαίτερα βολικό για τον ρόλο της εκτόνωσης, που έπρεπε να έχει προσωρινό χαρακτήρα για να εξυπηρετεί τις ελίτ. Οπότε το σχέδιο του κομμουνιστικού δέους εγκαταλείφθηκε και ο κομμουνισμός σταδιακά –και οριστικά με την κατάρρευση της ΕΣΣΔ– ενσωματώθηκε στους δημοκρατικούς πολιτικούς μηχανισμούς.
Δεκάδες κινήματα και πραξικοπήματα είναι καταγεγραμμένα στη νεότερη ελληνική ιστορία, κάποια από τα οποία οδήγησαν σε ανατροπές της εξουσίας χάριν κάποιων άλλων πολιτικών, κάποτε στρατιωτικών, και η Ιστορία αποφάσισε με τα κριτήρια των τελικών νικητών αν θα τα εκλάβει ως δικτατορίες ή επαναστάσεις. Πάντοτε με σεβασμό στο εθνικό κοινωνικοπολιτικό star system της κάθε εποχής και με τη συνεργασία του Τύπου και των ακαδημαϊκών. Τελευταία επιτυχημένη τέτοια προσπάθεια κατάλυσης του πολιτεύματος στην Ελλάδα είναι αυτή της «χούντας των συνταγματαρχών», στις μέρες της γνωστής ως «Επανάστασης της 21ης Απριλίου».
Μια τέτοια περίοδος, σαν αυτές που ξεκινούν με ύποπτες ατάκες και με την κομμουνιστική απειλή ενεργή, οδήγησε και στη δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967. Αυτής που μας επέτρεψε να γιορτάζουμε κάθε 17η Νοεμβρίου την αρχή του τέλους της και την έναρξη της περιόδου της μεταπολίτευσης. Αυτής που επέτρεψε την ανανέωση της πολιτικής ελίτ με τα βλαστάρια της γενιάς του Πολυτεχνείου. Αυτής που βλακωδώς έπλυνε την μπουγάδα των αδιεξόδων της αστικής δημοκρατίας και επέτρεψε στο ίδιο κατεστημένο, ξεκούραστο και ανανεωμένο, να επιστρέψει και να μας σώσει από αυτό στο οποίο μας οδήγησε για να βάλουμε μυαλό και να το ευγνωμονούμε.
Και φυσικά, όλα αυτά τα χρόνια οι συζητήσεις περιστρέφονται γύρω από το ποιοι ήταν στο Πολυτεχνείο, αν υπήρχαν θύματα και πού, αν είναι αντιπροσωπευτικό το μνημείο, αν εμφανίστηκαν ποτέ χαροκαμένες μανούλες, αν ήταν καλή ή κακή η δικτατορία, πόσο καλά ζούσαμε τότε, τον ρόλο των Αμερικανών, την επιστροφή του Κωνσταντίνου Καραμανλή και τα επιτεύγματα της περιόδου της μεταπολίτευσης. Λίγες στρογγυλές κουβέντες για το πώς οδηγηθήκαμε στη δικτατορία και καμιά αναφορά στους μεγάλους πολιτικούς που μετακομίζουν στο Παρίσι και τα μεγάλα τζάκια του πλούτου που λουφάζουν μέχρι να περάσει η αναμπουμπούλα που μας έριξαν.
Αν είσαι παλιός, μπορεί να το θυμάσαι. Αν είσαι νέος, αξίζει να το ψάξεις. Ο ρόλος πολιτικών, δημοσιογράφων, εκδοτών και ακαδημαϊκών της εποχής που μας οδήγησε στα σκοτεινά χρόνια της χούντας του 1967 συνοψίζεται εύκολα στα παρακάτω στιχάκια: «Κι ήταν τα στήθια σου / άσπρα σαν τα γάλατα / και μου ’λεγες / γαργάλα τα».
Δημήτρης Φυντάνης