«Υπηρετώ» σημαίνει ότι εργάζομαι για κάποιον, προσφέρω τις υπηρεσίες μου, εκπληρώνω τις υποχρεώσεις μου, είμαι υπηρέτης ή δούλος, είμαι ταγμένος σε κάποιο σκοπό.
Το «υπηρετώ» υπονοεί ότι μπορώ να δω λίγο πιο πάνω από τη μύτη μου, πέρα από τις ανάγκες και τα «θέλω» μου. Μπορώ να αναγνωρίσω κάποιο ανώτερο σκοπό, ένα κοινό συμφέρον ή έστω τις ανάγκες κάποιου άλλου. Ότι διακρίνω τα δικαιώματα που γεννιούνται και τις επιθυμίες που ανασαίνουν γύρω μου. Μπορώ να καταλάβω ποιο είναι το κοινό καλό και το σημείο ισορροπίας μιας κοινότητας. Αντιλαμβάνομαι τη διαφορά ανάμεσα σε βασικές και κοινωνικές ανάγκες. Πως αποδέχομαι τα αισθήματα σιγουριάς και ασφάλειας που χρειάζονται και οι άλλοι.
Δηλώνει ακόμα ότι μπορώ να αναλύσω, έστω και στοιχειωδώς, όλα αυτά που ανιχνεύω γύρω μου. Να οδηγηθώ στην κατανόηση των άλλων. Στη σύνδεση των αναγκών τους με τα συναισθήματά τους και στη συνύπαρξη των επιθυμιών τους με το γονιδίωμά τους. Να καταλάβω την επίδραση που μπορεί να έχει κάθε υπηρεσία μου στη ζωή τους. Να προβλέπω κάθε αλλαγή που μπορεί να προκαλέσω με τις πράξεις μου, επιθυμητή ή ανεπιθύμητη. Να ανασυνθέσω και να αναδιατάξω για να διευκολύνω το αποτέλεσμα.
Το «υπηρετώ» εκφράζει και μια δέσμευση να ασχοληθώ με κάτι άλλο πέρα από εμένα. Να βάλω στους στόχους και στην καθημερινότητά μου κάτι εξωτερικό. Να αναλάβω υποχρεώσεις έναντι τρίτων. Να οριστικοποιήσω τη διάθεσή μου να επιδράσω και να αναμειχθώ. Ίσως και να ανατρέψω δικές μου ισορροπίες και να αλλάξω μόνος μου ό,τι με εμποδίζει στη δέσμευσή μου αυτή. Να εγκαταλείψω προηγούμενες θέσεις, κάποτε και αξίες, για να διευρύνω τις δυνατότητες και τη χωρητικότητά μου.
Κάθε «υπηρετώ» κρύβει μια υπόσχεση πως οι υπηρετούμενοι έχουν προτεραιότητα. Ότι κοιτάζω πρώτα στα μάτια τους και ύστερα στον καθρέφτη. Πως, αν υπάρχει συνάντηση αναγκών ή έλλειμμα αγαθών, δεν θα προκύψει δίλημμα. Ξεκαθάρισα –στον εαυτό μου πρώτα και σε αυτούς μετά– τον χωρόχρονο που τους εκχωρώ. Όχι με την ελπίδα πως δεν θα χρειαστεί κάποτε να θυσιάσω κάτι ούτε με την προσδοκία της ατομικής ανασύστασης στο ημίφως του διαδρόμου ή πίσω από το πάσο της κουζίνας. Υπόσχεση με το χέρι στο Ευαγγέλιο.
Υπονοεί και τη δυνατότητα να τα καταφέρω. Στοχεύει σε πραγματικά αποτελέσματα. Όχι να κάνω κάτι, αλλά ό,τι χρειάζεται. Όχι να προσπαθήσω όσο μπορώ, αλλά μέχρι να μπορέσω. Το «υπηρετώ» προϋποθέτει ότι μετρήθηκα πρώτα και αποφάσισα πως επαρκώ να το κάνω. Και ξεκίνησα όχι με μια ανέξοδη στάση «βλέποντας και κάνοντας», αλλά με τη σιγουριά ότι η ικμάδα μου φτάνει να το φέρω απέναντι. Και, φυσικά, πως πήρα την απόφαση και να δαπανήσω όσα έχω για αυτό που ανέλαβα.
Το «υπηρετώ» προϋποθέτει και καλές προθέσεις. Χωρίς να χειρίζομαι τους ωφελούμενους και να αγγίζω τα ταπεινότερα κουμπιά του χαρακτήρα τους. Με τίμια δέσμευση πως νοιάζομαι για αυτό που είναι και για αυτό που χρειάζονται. Με σεβασμό στα «θέλω» τους. Πως δεν τους κρίνω ή τους χλευάζω για τον τρόπο τους να απολαμβάνουν τις υπηρεσίες μου. Ούτε προσπαθώ να γίνω απαραίτητος για ίδιον όφελος από αυτή την εξάρτησή τους. Ίσως μόνο ζητώντας μια εύλογη αμοιβή για τις υπηρεσίες μου.
«Υπηρετώ» σημαίνει πως δεν εμποδίζω τον δρόμο κανενός προς την αυτοπραγμάτωση. Πως αντέχω να δω όλο το μικροσύστημα να πάλλεται, να εκτρέπεται και κάθε συστατικό του να αλληλοεπιδρά με τρόπο απρόβλεπτο. Πως αναλαμβάνω την ευθύνη για τις πράξεις και τις παραλείψεις μου, ειδικά όταν αφορούν την υπηρεσία μου. Πως νοιάζομαι να διορθώνω και να βελτιώνω κάθε στιγμή αφουγκραζόμενος αυτούς που υπηρετώ. Και πως μπορώ να ξεχωρίσω το γουργούρισμα από το μουγκρητό.
Το «υπηρετείν» είναι δεμένο με το κίνητρο του υπηρετούντος. Και οι υπηρεσίες του φέρουν τη σφραγίδα του. Μπορεί να μη νοιάζεσαι να υπηρετήσεις κάποιον, αλλά καλύτερα πρόσεχε ποιος σε υπηρετεί.
Δημήτρης Φυντάνης