Πριν από πολλά χρόνια βρέθηκα σε γνωστό πολυκατάστημα λευκών συσκευών και τεχνολογίας, στο ταμείο, περιμένοντας να πληρώσω κάτι μικροπράγματα που χρειάστηκα στη δουλειά. Ήταν νωρίς το απόγευμα, ο κόσμος στα ταμεία και στους διαδρόμους λίγος. Η κατάλληλη ώρα για σύντομες και αποτελεσματικές αγορές.
Πήγαινα συχνά εκεί. Το έβρισκα βολικό και εξυπηρετικό. Εκεί παρατήρησα για πρώτη φορά, σε κάποια επίσκεψη με τα παιδιά μου, ότι οι σεκιουριτάδες φορούσαν αλεξίσφαιρα γιλέκα. Το θεώρησα κάπως ανόητο, με τη σκέψη ότι οι πελάτες αφήνονταν απροστάτευτοι στον ίδιο υποτιθέμενο κίνδυνο από τον οποίο προφυλάσσεται το προσωπικό ασφαλείας. Κάποτε η φιγούρα προσβάλλει την ουσία και το μάρκετινγκ κάνει αμφισβητούμενες επιλογές. Ίσως και να καταπίνουμε αμάσητα όσα μας σερβίρουν για λεζάντα.
Την ημέρα εκείνη ένα περιστατικό τάραξε την ηρεμία του καταστήματος. Δυο σεκουριτάδες στρίμωξαν έναν νεαρό στον χώρο μετά τα ταμεία, τον έριξαν κάτω μέσα σε φωνές και πάλη και τον έσυραν σε ένα πλευρικό δωμάτιο. Φωνές και κλάματα ακούγονταν για μερικά λεπτά. Κοντοστάθηκα αναζητώντας κάποιον υπεύθυνο να μιλήσω. Άκουσα κάτι για σπασμένο laptop, αποζημίωση, απολογίες και προτροπές για επικοινωνία. Ύστερα ο νεαρός ακούστηκε να παρακαλεί κλαίγοντας τον πατέρα του στο τηλέφωνο να τον ξελασπώσει.
Τελικά βρήκα κάποιον να μιλήσω και με πληροφόρησε ότι ήταν πρεζόνι που έκλεψε έναν φορητό ηλεκτρονικό υπολογιστή, που μάλιστα είχε καταστραφεί κατά την πάλη με το προσωπικό ασφαλείας. Του επεσήμανα ότι η εικόνα που παρουσιάζουν δεν είναι ιδιαίτερα κολακευτική για το κατάστημα, τόσο λόγω της αναστάτωσης, όσο και λόγω της έλλειψης σεβασμού στην προσωπικότητα του νεαρού. Ο νεαρός συνέχιζε να παρακαλεί τον πατέρα του, πάντα στο τηλέφωνο, διαβεβαιώνοντάς τον ότι θα ήταν η τελευταία φορά. Ο πατέρας μάλλον ήταν ανένδοτος. Ο υπάλληλος με παρέπεμψε σε έναν από τους σεκιουριτάδες, που ήρθε σε λίγο.
Επανέλαβα τα περί αναστάτωσης και έλλειψης σεβασμού και το χειροτέρεψε. Μου είπε ότι ο νεαρός κατείχε όπλο, όταν τον στραβοκοίταξα το όπλο έγινε μαχαίρι και το «είχε» έγινε «είπε ότι είχε». Όταν παρατήρησα ότι αυτό ήταν λόγος να τον αφήσει να απομακρυνθεί αντί να μας βάλει όλους σε κίνδυνο, σήκωσε τους ώμους και με παρέπεμψε στον υπεύθυνο ασφαλείας, που θα έφτανε σε λίγο. Σχολίασα τις συνθήκες κράτησης, τα κλάματα, την πάλη και την προσβολή της προσωπικότητας του νεαρού με τρόπο που μάλλον υπερβαίνει τα δικαιώματα της ιδιωτικής αστυνόμευσης και με παρέπεμψε ξανά.
Ο υπεύθυνος ασφαλείας, που ήρθε, ήταν επικεφαλής φύλαξης στη συνεργαζόμενη εταιρία security του πολυκαταστήματος. Δεν είχε απάντηση στην ερώτηση που αφορούσε την ασφάλιση των προϊόντων του καταστήματος από κλοπή. Δεν είχε απάντηση στην επισήμανσή μου ότι φέρθηκαν επιπόλαια με το ενδεχόμενο να κινδυνεύσουν πελάτες. Δεν ασχολήθηκε με την παρατήρηση ότι πήγαινα εκεί συχνά με τα παιδιά μου. Δεν τον αφορούσε ότι ούτως ή άλλως οι κλοπές έχουν προϋπολογιστεί από την πολυεθνική. Δεν είχε απάντηση για τις εναλλακτικές λύσεις που του πρότεινα στη διαχείριση τέτοιων περιστατικών.
Θεώρησε τη συμπεριφορά του προσωπικού ασφαλείας ορθή, δίκαιη και αποτελεσματική. Η βία ήταν εύλογη και ο σεβασμός στην προσωπικότητα ασήμαντη λεπτομέρεια. Ο σαματάς στο κατάστημα ανεπιθύμητη, αλλά φυσιολογική ενόχληση. Με διαβεβαίωσε ότι έχει ήδη κληθεί η Αστυνομία για να αναλάβει. Ενοχλημένος από την υπερασπιστική στάση μου άρχισε να μου κάνει ανέπαφους παιδικούς τσαμπουκάδες. Παιδιαρίσματα, όπως να έρχεται κατά πάνω μου με φόρα και να στρίβει τελευταία στιγμή.
Η Αστυνομία έφτασε σύντομα. Λίγο αργότερα ήρθε και ο πατέρας του νεαρού. Ζήτησα να πάω στο αστυνομικό τμήμα να καταθέσω για την προσβλητική και βίαιη συμπεριφορά του προσωπικού ασφαλείας στον νεαρό. Έτσι κι έγινε. Δικαστήριο μάλλον δεν έγινε ποτέ. Ο πατέρας ίσως πλήρωσε πάλι για τις προηγούμενες απουσίες του. Όσο περνούν τα χρόνια οι μνήμες ατονούν και ίσως να έγραψα και κάποια ανακρίβεια. Η μόνη εγγραφή που διατηρεί την έντασή της αμείωτη είναι αυτή από το απορημένο βλέμμα του νεαρού, που με άκουγε στο αστυνομικό τμήμα να μιλάω για σεβασμό και για προσωπικότητα.
Κρίμα. Μάλλον δεν διάβασε ποτέ του Ουγκό.
Δημήτρης Φυντάνης