«Εμπάργκο» ή «κωλυσιπλοΐα» είναι διεθνής όρος και χρησιμοποιείται για να περιγράψει οικονομικό ή άλλο αποκλεισμό μιας χώρας από άλλες για λόγους συμφέροντος. Συνήθως αφορά σε διακοπή εμπορικών σχέσεων και εξαγωγικών ή εισαγωγικών δραστηριοτήτων, όπως και διέλευσης προϊόντων, ώστε να επιτευχθεί οικονομική απομόνωση. Συχνά επιτυγχάνεται με επιβολή αντικινήτρων, που καθιστούν τις συναλλαγές ασύμφορες. Ανήκει στην κατηγορία των οικονομικών κυρώσεων, όπως ο οικονομικός αποκλεισμός και οι δασμοί. Συνοδεύεται από επίκληση εθνικού ζητήματος ή συμφέροντος.
Ο όρος χρησιμοποιήθηκε αρχικά για να περιγράψει την απαγόρευση απόπλου ή κατάπλου, συνήθως ξένων πλοίων, επιβαλλόμενη από κάποια κρατική αρχή και σχετική με διεθνή εμπλοκή. Ήταν γνωστή και ως θαλάσσιος αποκλεισμός. Εμπάργκο συνηθίζεται και κατά τη διάρκεια πολέμου. Η λέξη «embargo», που είναι ισπανικής προέλευσης, σημαίνει απαγόρευση, παρεμπόδιση, περιορισμό.
Στο διεθνές δίκαιο θεωρείται ως ειρηνικό μέτρο πίεσης με συχνή εφαρμογή και στην πρόσφατη ιστορία. Η αρχαιότερη καταγεγραμμένη κωλυσιπλοΐα είχε επιβληθεί από την αθηναϊκή δημοκρατία κατά των Μεγάρων. Γνωστές περιπτώσεις εμπάργκο είναι αυτές που είχαν επιβληθεί στην Κούβα, στη Λιβύη και στο Ιράκ. Ο ΟΠΕΚ έκανε εμπάργκο στη μεταφορά πετρελαίου προς τη Δύση στις αρχές της δεκαετίας του 1970 για να διαμαρτυρηθεί για τις πολιτικές του Ισραήλ και για να αυξήσει την τιμή του πετρελαίου. Η Ελλάδα επέβαλε εμπάργκο στα Σκόπια το 1994 με απόφαση του Ανδρέα Παπανδρέου.
Ο όρος εμφανίζεται κάποτε για να περιγράψει ένα μποϊκοτάζ, που είναι λαϊκό κίνημα με σκοπό την τιμωρία κάποιας επιχείρησης ή ομίλου μέσω της αποχής από αγορές προϊόντων της. Η χρήση του εδώ είναι προφανώς καταχρηστική και δημιουργεί σύγχυση. Χρησιμοποιείται –επίσης καταχρηστικά– από τον ελληνικό πολιτικό και δημοσιογραφικό κόσμο για να περιγράψει μια τεχνητή ένταση που προκλήθηκε το 2018 για να υπηρετήσει τις ανάγκες της παρακμάζουσας ελληνικής αστικής δημοκρατίας στη δημιουργία εντυπώσεων.
Τα προηγούμενα χρόνια ο φέρων οργανισμός της δημοκρατίας μας επέτρεψε την ανάπτυξη ακροδεξιών μορφωμάτων και την κλιμάκωση του φαινομένου Χρυσή Αυγή με την είσοδό της στη Βουλή και την ανάπτυξη δράσης και βίαιων πρακτικών. Η βολική παρουσία των ακροδεξιών εθνικιστών παρήγαγε τον ζητούμενο φόβο για να κάνει καλύτερο «παιχνίδι» το δημοκρατικό τόξο, αλλά ξέφυγε από τον έλεγχο όταν τα μέλη της αύξησαν σημαντικά τη δημοτικότητά τους, κυρίως λόγω της κοινωνικής δράσης τους και της σκληρής στάσης τους σε προσφυγικό και αλλοδαπή εγκληματικότητα.
Η βία και το αίμα έγιναν καθημερινότητα. Τότε το λεγόμενο «δημοκρατικό τόξο», αντιλαμβανόμενο ότι δεν ήταν ακόμα η ώρα για το «αστικό πλυσταριό» των αδιεξόδων του, εφάρμοσε πρακτικές καταστολής του φαινομένου, συχνά χειρότερες από τον φασισμό, που προσπαθούσε να περιορίσει. Ένα από τα δεκάδες μέτρα που εφάρμοσε ήταν και αυτό του αποκλεισμού των ακροδεξιών από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας. Στην εφαρμογή του μέτρου που έγινε «κίνημα» φυσικά συνεργάστηκαν τα κανάλια και οι δημοσιογράφοι. Αυτό το μέτρο θα μπορούσε ευκολότερα να ονομαστεί εμπάργκο.
Τα νούμερα εκλογών και δημοσκοπήσεων έδειξαν ανάσχεση, αλλά όχι συρρίκνωση του φαινομένου. Ό,τι δεν πέτυχε όμως η «δημοκρατική σύμπραξη», το κατάφερε η καταβολή ενοικίων για τα σπίτια των προσφύγων στους πρώην οπαδούς της Χρυσής Αυγής, που εξαγόρασε τη δυσαρέσκειά τους για τις προσφυγικές ροές στις γειτονιές τους. Ο φασισμός επέστρεψε στη βολική του κατάσταση, υπαρκτός για να προκαλεί δέος, αλλά ακίνδυνος μέχρι να είναι πάλι χρήσιμος. Όμως η δημοκρατία μας χρειάζεται εντάσεις και αντιπαραθέσεις και καβγά και σκόνη για να σκεπάσει την οργανική ανεπάρκειά της και την αξιακή παρακμή της.
Έτσι, βάσει του κοινής αποδοχής σεναρίου, κάποιοι υποθέτουν ότι είναι πολύ σημαντικοί και μπορούν να τιμωρήσουν τους απέναντι στερώντας τους τη συναναστροφή τους. Άλλοι θα αναλάβουν τις κορώνες περί δικαιώματος στην ενημέρωση και εξυπηρέτησης των κοινωνικών αναγκών. Θα παλέψουν στα παράθυρα, θα σουλουπώσουν τα προφίλ τους και θα δημιουργήσουν ένα πολυτελές χαλί για θριαμβευτική είσοδο σε μια άγονη προεκλογική περίοδο.
Έτσι, για να ξεχνάμε την πολιτική πενία μας.
Δημήτρης Φυντάνης