Μέσα στον Αύγουστο, πήγα για λίγες μέρες την οικογένειά μου στην πατρίδα μου, στο Διδυμότειχο. Σε κάποιο πρωινό, στην κλειστή αίθουσα εστίασης του ξενοδοχείου, συνυπήρξαμε με μια μικρή παρέα συνοριοφυλάκων, που προγευμάτιζαν σε διπλανό τραπέζι. Ανάμεσα στο ξεφλούδισμα του αυγού και στο άλειμμα της μαρμελάδας, άκουσα την κουβέντα των διπλανών μας να φουντώνει και υπέθεσα ότι ήταν μια άτυπη συνδικαλιστική συζήτηση. Η φωνή μάλιστα του ενός κάποτε υψωνόταν για να διακόψει τους συνομιλητές του, συνήθως ξεκινώντας με την έκφραση «το σωστό είναι…».
Προσπάθησα να συγκεντρωθώ σε μια φέτα που ετοίμαζα για τον γιο μου, αποφεύγοντας κάθε επαγγελματική διαστροφή, αλλά η έκφραση επαναλαμβανόταν και υπέκυψα για λίγο στον πειρασμό. Κρυφάκουσα για βάρδιες, αντικαταστάτες και άδειες. Ο «σωστός» καθόταν απέναντι από άλλους δύο συναδέλφους και προσδιόριζε, με ύφος αδιαμφισβήτητου γνώστη, την αντίληψή του για τις βέλτιστες πρακτικές στα θέματα που τους απασχολούσαν. Ύστερα ο «σωστός» άναψε τσιγάρο. Σε λίγο οι συνομιλητές του αποχώρησαν. Μετά σηκώθηκε και πήγε στον μπουφέ, ετοίμασε δυο σάντουιτς και τα έβαλε στις τσέπες του. Έπειτα ο «σωστός» αποχώρησε.
Έχουμε εκπαιδευτεί από τα τρυφερά μας χρόνια να αποκαλούμε «καλό» το βολικό, το ωφέλιμο και «κακό» αυτό που δεν μας βολεύει, που δεν μας εξυπηρετεί, που μας βλάπτει. Όλη η αγωνία μας και ο πολιτισμός που περιγράφεται από το δίπολο «καλό-κακό», τελικά αναφέρεται στην αγριότητα των αναγκών μας. Η συμπεριφορά δύο πεινασμένων μπροστά σε ένα και μοναδικό γεύμα εξαρτάται από το επίπεδο εξημέρωσής τους, της αναγνώρισης δηλαδή των αναγκών του άλλου. Αλλά εμείς λέμε «κακό» αντί για «άγριο» τον λύκο που θέλει να χορτάσει την πείνα του με τη ζωή και τη σάρκα των μικρών κατσικιών του παραμυθιού.
Ομοίως, πολύ πρόθυμα, ηθικοποιούμε «τα καλά και συμφέροντα» και βαφτίζουμε «σωστό» αυτό που είναι βολικό για εμάς και που ίσως ξεβολεύει κάποιον άλλο. Και επειδή τα περισσότερα παιχνίδια που παίζουμε στη ζωή μας είναι μηδενικού αποτελέσματος, συνήθως κάποιος πρέπει να χάσει για να κερδίσουμε εμείς. Στην οικογένεια, στο σχολείο, στη δουλειά, στην αγορά και στην παρέα, κάποτε έρχεται η ώρα της σύγκρουσης συμφερόντων. Και τότε στενάζουν τα συμβούλια, τα αμφιθέατρα, τα καφενεία και οι αίθουσες, σε ένα παιχνίδι προσωπικότητας και δεξιότητας προσαρμογής της ηθικής και των κανονισμών για να βολευτούν οι ικανότεροι.
Σε μεγαλύτερη κλίμακα, τις πρωτοβουλίες αναλαμβάνουν οι συντεχνίες, οι συνδικαλιστές, οι κοινωνικοί εταίροι, οι πολιτικοί, οι ομάδες κοινών συμφερόντων και κάποτε τα καρτέλ. Εκεί η συζήτηση περιλαμβάνει και το «εφικτό» ως εργαλείο αποδόμησης του υφιστάμενου κανονιστικού και εθιμικού πλαισίου. Δηλαδή, έχεις δίκιο που διψάς, αλλά δεν υπάρχει ούτε μια πόσιμη σταγόνα για εσένα. Αυτή η στάση, σε άγριες περιοχές ή/και εποχές του πλανήτη μας, προκαλεί πολέμους και επαναστάσεις, κάτω από όμοια προσέγγιση: να σου πάρω αυτό που έχεις για να βελτιώσω τη θέση μου. Να ξεβολευτείς για να βολευτώ. Να πέσεις για να σηκωθώ. Να πεινάσεις για να χορτάσω. Να πεθάνεις για να ζήσω.
Φυσικά, όλοι οι πόλεμοι και οι επαναστάσεις δεν ξεκινούν από περιοχές στέρησης, καταπίεσης και ανέχειας. Συχνά γίνονται για λόγους ιμπεριαλισμού και απληστίας. Φορούν όμως, σχεδόν πάντοτε, τον μανδύα του «σωστού» αντί του «βολικού» υιοθετώντας ή κατασκευάζοντας ένα πλαίσιο ηθικής που ενισχύει τον αγώνα με την παρουσίασή του ως μέρος ή όλον ενός ανώτερου σκοπού. Την ιστορία τη γράφουν οι νικητές, οπότε είναι εύλογο ότι το ανθρώπινο παρελθόν είναι γεμάτο από καταγραφές «ιερών» πολέμων και αγώνων. Στην ελληνική ιστορία, συχνά οι δίκαιοι αγώνες του έθνους μας ακολουθούνται από εμφύλιο σπαραγμό, για να οριστικοποιηθεί, ευκαιρίας δοθείσης, ποιος είναι σωστό να βολευτεί.
Τρεις μέρες μετά συνάντησα δυο συνοριοφύλακες. Υποθέτω ότι ήταν σε υπηρεσία, αφού φορούσαν στολές και κοντά τους βρισκόταν το υπηρεσιακό τους όχημα. Κάθονταν σε μια καφετέρια, στην όχθη του ποταμού Άρδα, παραπόταμου του Έβρου, επτά περίπου χιλιόμετρα μακριά από τα ελληνοτουρκικά σύνορα. Θα μπορούσαν να είναι ζευγάρι, αφού μιλούσαν ελάχιστα μεταξύ τους. Ήταν και διαφορετικού φύλου, αλλά αυτό δεν λέει κάτι. Μετά από δυο ώρες που έφυγα, τους άφησα εκεί να ασχολούνται ακόμα με τα κινητά τους τηλέφωνα. Αν διεξήγαγαν ελέγχους, αν ενέδρευαν, αν παρατηρούσαν τα σύνορα, το έκαναν πολύ διακριτικά, τόσο που δεν κατάλαβα τίποτα.
Μάλλον βολεύτηκαν, χωρίς να τους νοιάζει το σωστό.
Δημήτρης Φυντάνης