Ξεφυλλίζοντας την ελληνική ιστορία –όσο κακογραμμένη ή παραχαραγμένη κι αν είναι η έκδοση που θα διαλέξουμε–, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι της Ελλάδας τα παιδιά μεγαλουργούν μόνο εμπρός σε απειλή από κάποιο ορατό εχθρό, ειδικά αν αυτός επιβουλεύεται πατρίδα, θρησκεία και οικογένεια. Τα συμφέροντα δεν βρίσκονται ποτέ στο βασικό πλάνο. Οι καιροί όμως αλλάζουν και τα «εμπρός, γενναίοι μου» επίσης.
Η οικογένεια είναι η πρώτη που άρχισε να εγκαταλείπεται, τόσο γιατί συγκρουόταν με την ανάγκη εκσυγχρονισμού, όσο και γιατί δεν βόλευε τη διαταξική καθημερινότητά μας, που φλέρταρε με την ιδέα της αλλαγής συντρόφου και της οικογενειακής επανεκκίνησης με νέα σχήματα, αφήνοντας πίσω ορφανά, ζωντοχήρους και οικογενειακά ερείπια. Σε πολλές περιπτώσεις οι άνθρωποι ένιωθαν παγιδευμένοι σε αδιέξοδες επιλογές.
Η ελίτ το ζήτησε διά του παραδείγματος, η κοινωνία πίεσε με τους «αλύτρωτους» και η Εκκλησία συναίνεσε αποδεχόμενη τους τρεις γάμους. Η Πολιτεία το πήγε παρακάτω απελευθερώνοντας τις δυνατότητες σχηματισμών που υποκαθιστούν λειτουργίες της παραδοσιακής οικογένειας. Κάποτε εμφανίστηκαν τηλεοπτικά σίριαλ, ταινίες, λογοτεχνία και ειδήσεις που εξοικείωσαν την κουλτούρα με αυτούς τους σχηματισμούς επιβάλλοντας μοντέλα όπως αυτό των μονογονεϊκών οικογενειών. Οι άνθρωποι λευτερώθηκαν, αλλά η οικογένεια υποβαθμίστηκε.
Η εποπτευόμενη θρησκεία, διά των εκπροσώπων της και των δομών υποστήριξης, αν και πολύ ανθεκτικότερη, κράτησε αποστάσεις από εκσυγχρονισμό και μάρκετινγκ και απομακρύνθηκε από τις κοινωνικές ανάγκες και τη ζωντανή επικοινωνία της με τους πιστούς. Κατάφερε να μοιραστεί το όραμα της πατρίδας όσο μια τέτοια σύνδεση χρησίμευε σε κάποιους, αλλά έχασε το τρένο των μετασχηματισμών της παγκοσμιοποίησης και παγιδεύτηκε σε εσωστρέφεια και εμμονές. Διχάστηκε αλλεπάλληλα από τις αλλαγές και περιορίστηκε στα κεκτημένα.
Η αποτελεσματική δράση της Εκκλησίας ως μεγάλου αγαθοεργού σώματος, όποτε αυτό χρειάστηκε, δεν κατάφερε να αντισταθμίσει τη λειτουργική απονέκρωσή της. Η επίδρασή της στην κοινή γνώμη και την ενεργή κοινωνική ζωή αποκλιμακώθηκε, το κοινό της γέρασε και η πολιτική χρησιμότητά της μειώθηκε δραματικά. Η θρησκευτική ζωή έγινε πληκτική και ανυπόφορη την εποχή της ευκολίας και της απελευθέρωσης. Η Πολιτεία άρχισε να διαχωρίζει τις θέσεις της και να δημιουργεί βολικές αποστάσεις. Οι εχθροί της έπαψαν να είναι εχθροί του λαού.
Η ευαισθησία μας είναι πιο ανθεκτική για την πατρίδα, που υποστηρίζεται καλύτερα από το εκπαιδευτικό σύστημά μας και την τέχνη μέχρι σήμερα. Ξεκινώντας από την ανάγκη δημιουργίας ενιαίας εθνικής συνείδησης και κουλτούρας στη νεότερη ιστορία μας και εγκαθιστώντας ένα αποτελεσματικό ηρώο αγωνιστών και υπερασπιστών του έθνους, καταφέραμε να διαμορφώσουμε έναν σημαντικό κοινό τόπο που αγγίζει τις ψυχές όλων μας. Η σημαία και ο εθνικός ύμνος εξακολουθούν να δημιουργούν δονήσεις μέσα μας.
Η ελίτ, επίσης, κατάφερε να αποκρύψει αποτελεσματικά την αποχή των βλασταριών της από την πρώτη γραμμή υπεράσπισης της πατρίδας. Παραδοσιακά, σύμφωνα με το διεθνές πρωτόκολλο, οι πρωτότοκοι έπαιρναν το δαχτυλίδι και οι επόμενοι γίνονταν στρατιωτικοί, πολιτικοί ή ανώτεροι κληρικοί. Σε κάθε αναμπουμπούλα στρατιωτικοί και κληρωτοί της ελίτ απέφευγαν την πρώτη γραμμή, οι πολιτικοί αναχωρούσαν στο εξωτερικό και οι κληρικοί οχυρώνονταν σε άβατα, όπως αυτό του Αγίου Όρους. Πάντοτε διακριτικά ή με κάποιο πιστευτό πρόσχημα.
Με την παγκοσμιοποίηση άρχισε και η πατρίδα να μην είναι χρήσιμο εργαλείο χειραγώγησης. Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα οι ανάγκες της εξουσίας συγκρούονται με τα καλά αποτελέσματα που είχε η παιδεία και η τέχνη. Για μεγάλο διάστημα ήταν αποτελεσματικό οχυρό για την προστασία των συμφερόντων όλων αυτών που νέμονταν τα αγαθά που περιλάμβαναν τα σύνορά της. Τώρα μάλλον ήρθε η ώρα της απαξίωσης.
Έλα όμως που για μας η πατρίδα είναι πολλά περισσότερα από εξασφάλιση συμφερόντων. Μας άρεσε που αποκτήσαμε κοινή εθνική ταυτότητα και τη συνδέσαμε με κάθε κύτταρο της ύπαρξής μας. Και μπορεί να είμαστε εύκολα θύματα σε όλα, αλλά έχουμε κι εμείς μια κοινή κόκκινη γραμμή. Και ίσως επιτρέψαμε πολλά και πείσαμε κάθε ενδιαφερόμενο ότι είμαστε του χεριού του, πρόβατα χωρίς τσοπάνη, αλλά πρέπει κι αυτός να ξέρει πού να σταματά και πότε να υποχωρεί.
Με την ευκαιρία της πατρίδας κάνουμε και μια χάρη στον εαυτό μας. Ξεπερνάμε το γονίδιό μας και μεγαλουργούμε και χωρίς κοινό εχθρό. Μπορούμε να αγαπάμε και τα έργα τα ειρηνικά. Μπορούμε να δημιουργήσουμε ελεύθερα. Γιατί επιτέλους καταλάβαμε ότι ο χειρότερος εχθρός μας είναι ο κακός εαυτός μας.
Δημήτρης Φυντάνης