Λες ότι στον στρατό υπάρχει μέσο, γλείψιμο, βύσμα. Ότι εκεί που αρχίζει η θητεία σταματά η λογική. Ο παλιός αράζει και τρέχει τους νέους. Λες πως σε ενοχλεί η πειθαρχία, τα καψώνια και η σπατάλη χρόνου. Το αλφάδι στο κρεβάτι και η βαριά οσμή στον θάλαμο. Οι τσάτσοι παίρνουν μεταθέσεις στο σπίτι τους και οι φουκαράδες στις ενέδρες και στην αγγαρεία. Λες πως οι αξιωματικοί μας είναι άσχετοι και οι καραβανάδες αδιάφοροι. Πως οι επιθεωρήσεις είναι άδικες και οι συντηρήσεις οχημάτων άγονες. Και μετράς τις μέρες να τελειώσει αυτή η παρωδία.
Αισθάνεσαι ότι οι πολιτικοί μας είναι βολεμένοι στα προνόμιά τους. Δεν νοιάζονται παρά μόνο για την καρέκλα και την πάρτη τους. Πως ασκούνται καθημερινά στην κωλοτούμπα και διαπλέκονται αναζητώντας ευκαιρίες για ανάδειξη, αρπαχτές και περισσότερο βόλεμα. Αισθάνεσαι προσβεβλημένος που παίζουν με τη νοημοσύνη σου και σε θυμούνται μόνο πριν από τις εκλογές. Που έχουν άσυλο και προστασία εκεί που οι πολίτες είναι ξεβράκωτοι. Που είναι όλοι ίδιοι και σε προδίδουν τη στιγμή που υπόσχονται. Και σιγοτραγουδάς «κι συ είσαι ένας απ’ αυτούς που ξεπουλάνε μ’ ευκολία την πατρίδα μου».
Νομίζεις ότι το ποδόσφαιρο είναι βρόμικο. Πως τα στημένα δίνουν και παίρνουν. Ξεπλένουν μαύρο χρήμα και διαφθείρουν τα καλύτερα παιδιά. Νομίζεις πως το κύκλωμα ελέγχει τα πάντα και δεν γλιτώνει κανείς από τα δίχτυα του. Συζητάς κάθε μέρα στα καφενεία και στα πρακτορεία για την παράγκα και τις ανομίες της. Για την οργάνωση και την αδυναμία ελεγκτικών μηχανισμών και δικαιοσύνης να παρέμβουν. Νομίζεις πως είναι τόσο δυνατοί, που κανείς δεν τους αγγίζει. Κι ύστερα ρίχνεις κι ένα δελτίο να ξεχάσεις τον πόνο σου.
Σκέφτεσαι πόσο άπονη είναι η ζωή, που σε άλλους τα δίνει όλα απλόχερα κι άλλους τους καταδικάζει στην ανέχεια. Που μια συγκυριακή δραστηριότητα γεννητικών αδένων σε έκανε φτωχό. Που άλλοι έχουν ευκαιρίες κι εσύ μόνο περιορισμούς. Σκέφτεσαι πόσο καθοριστική σημασία είχαν οι γονείς σου και η μικρή ή ανύπαρκτη περιουσία τους, που τη μοιράζουν άδικα. Γλυκοκοιτάς ακριβά αυτοκίνητα, σκάφη, σπιταρόνες και ψυχαγωγικούς προορισμούς κι αναστενάζεις. Είναι και η «άτιμη κοινωνία, που άλλους τους ανεβάζει κι άλλους τους ρίχνει στα ξένα χέρια».
Και τότε θυμάσαι τη δουλειά και τη μιζέρια σου. Το μεροκάματο του τρόμου ή του πόνου και το ανάλγητο αφεντικό που νομίζει ότι είναι μάγκας. Που τα θέλει όλα και τα θέλει τώρα. Που φέρεται σαν να γεννήθηκες για να τον υπηρετείς και να του κάνεις τεμενάδες. Θυμάσαι που σε στραβοκοιτά μόλις σε δει να κάθεσαι ή να ακουμπάς το κινητό σου. Νομίζει ότι είσαι ρομποτάκι χωρίς ψυχή και όρια αντοχής. Θέλει να σε στύψει για να κερδίσει δυο δεκάρες παραπάνω. Θυμάσαι και τον μισθό της πείνας, που εξαφανίζεται πριν τον πάρεις, αν τον πάρεις και όταν τον πάρεις.
Απορείς με την αναποτελεσματική εκπαίδευσή μας. Τα σχολεία που παρακμάζουν, τα παιδιά που λιμνάζουν και το προσωπικό που σηκώνει τους ώμους αδιάφορα ή ανήμπορα. Πόσο ανόητη επιμονή σε στείρα συστήματα, αποστήθιση, παπαγαλία, κακό χρονισμό με την εφηβεία, εξετάσεις του τρόμου. Πέρασες κι εσύ από κει και ξέρεις καλά πόσο λίγα θετικά βρήκες. Κι ακόμα δεν βελτιώθηκε τίποτα. Απορείς πώς αυτό το σύστημα βγάζει επιστήμονες της προκοπής, αλλά θυμάσαι την ανεργία και ισιώνεις. Από τη μια μεταρρύθμιση στην άλλη κι απ’ το κακό στο χειρότερο. Λίγες καλές αναμνήσεις από στιγμές, εκδρομές και φίλους από τα χρόνια της αθωότητας.
Και οι φίλοι δεν είναι πια αθώοι. Ζητάς άνθρωπο με το φανάρι του Διογένη. Και δεν βρίσκεις. Ένας άνθρωπος να σου σταθεί και να σε ακούει χωρίς να σε κρίνει. Ένας φίλος εχέμυθος, που δεν ηδονίζεται με τη δυστυχία σου και δεν νιώθει καλά με τα δεινά σου. Μια ψυχή να είναι εκεί και να συμπάσχει σιωπηρά. Χωρίς να πιστεύει ότι, αφού στάθηκε στη μιζέρια σου, έχει δικαιώματα και στην ευτυχία σου. Με ένα χαμόγελο όταν το χρειάζεσαι και μια αγκαλιά όταν σου λείπει. Με τη μαγική ικανότητα να εμφανίζεται στην ανάγκη σου και να κάνει τον φύλακα άγγελο. Αλλά μάλλον δεν υπάρχουν πια τέτοιοι φίλοι. Ούτε οικογένεια.
Όλα αυτά σε εξοργίζουν. Κι όταν ο παππούς σου έλεγε «κάνε με πρωθυπουργό για μια μέρα» οι άλλοι τον έλεγαν γραφικό. Θυμώνεις, αλλά δεν ξέρεις με ποιον. Η κοινωνία, η διαφθορά, η αδιαφορία, η παγκοσμιοποίηση, οι απατεώνες, οι τράπεζες, η παιδεία, οι ξένοι, οι φασίστες, τα αφεντικά, η δημοκρατία, οι Αμερικανοί, οι βομβαρδισμοί, η Ευρώπη, τα φακελάκια, οι Γερμανοί, τα λαμόγια, οι βολεμένοι, οι εισπρακτικές, οι καπιταλιστές, οι Τούρκοι, η πεθερά, η διαιτησία, η Ελλάδα, η τιμή του ούζου; Ίσως να φταίει η κακή σου η τύχη.
Ξέρεις κάτι, ρε φίλε; Νομίζω πως φταις εσύ. Το βλέπεις και δεν κάνεις τίποτα. Γιατί το επιτρέπεις;
Δημήτρης Φυντάνης