Κάποτε η κόρη μου, μετά από εορτασμό εθνικής επετείου στο σχολείο, με ρώτησε γιατί η Ελλάδα είναι τόσο μικρή. Της εξήγησα ότι μου φαίνεται τεράστια. Πάνω από τις δυνατότητές μας. Και σταμάτησα. Συνεχίζω τώρα.
Αφού δεν μπορούμε να κάνουμε παράδεισο αυτή τη σπιθαμή, τι χρειαζόμαστε κι άλλο χώρο; Ξοδέψαμε αίμα, μπαρούτη και ηλιόλουστες μέρες σε ταμπούρια. Ήμασταν παρόντες σε κάθε έργο διχόνοιας και σπαραγμού στο θέατρο των Βαλκανίων. Κι όταν ήρθε η ώρα για τα έργα τα ειρηνικά, τι κάναμε; Μην τρως το δόλωμα της «μεγάλης ιδέας», αρκετή δυστυχία γέννησε. Έγινε βωμός χορτάτος, αλλά όχι αυτοθυσίας.
Ήταν κοντά στις έξι το πρωί και το ημερολόγιο έγραφε 27 Σεπτεμβρίου 1831 –σήμερα το βλέπουμε 9 Οκτωβρίου– που ο Ιωάννης Καποδίστριας άφησε αβοήθητα τα ορφανά, τις χήρες, τους ακτήμονες και τους αμόρφωτους ραγιάδες στα νύχια κοτζαμπάσηδων, πλοιοκτητών και πρώιμων αστών, που διαγκωνίζονταν για τον έλεγχο της αγέννητης νέας Ελλάδας. Η «Ελληνική Νομαρχία παρά Ανονίμου του Έλληνος» μας είχε ήδη κάπου παραπέσει.
Οι ξένοι, που κλαουρίζουμε ασταμάτητα πως μας χειραγωγούν και μας τελειώνουν, κάνουν τη δουλίτσα τους. Πριν βάλουν το χέρι στα κουσούρια μας, γνώρισαν τα δικά τους και τα δούλεψαν. Ο Μπάιρον, που μας πούλησε τα πρώτα δάνεια, δεν έβρισκε κάτι καλό να πει για μας. Όποιος μπορεί να συνεννοηθεί με τον «πολιτισμένο» κόσμο ή φεύγει έξω για μια καλύτερη ζωή δική του ή γίνεται ταγματασφαλίτης με προνόμια. Προτεκτοράτο.
Μας αγάπησαν για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό ή για τον τόπο μας. Ο Όθωνας, που ζήτησε και θάφτηκε με φουστανέλα, μας έκανε αντίγραφο του αντιγράφου, ιδιαίτερα εύπεπτο για τουρίστες και γιαλαντζί αριστοκράτες. Οι άλλοι αργότερα δεν χρειάζονταν προσχήματα. Έθαψαν εμάς ξεβράκωτους. Και η Ελλάδα, κορίτσι μου, έχει από τότε το μέγεθος που βολεύει τους υπόλοιπους. Αυτό όμως είναι το λιγότερο. Δυστυχώς είμαστε ό,τι μας επιτρέπουν.
Καλά μας κάνουν, γιατί αυτό εμείς το επιτρέπουμε. Είναι στο χέρι μας να κάνουμε τον τόπο μας παράδεισο. Ένα υπόδειγμα συμβίωσης και ευτυχίας που κάθε άνθρωπος θα θέλει να γνωρίσει. Όχι για τις ακρογιαλιές και τα φεγγάρια του, αλλά για τους ανθρώπους και τον πολιτισμό τους. Για την ημερότητα και τον σεβασμό μας. Όχι για τον μουσακά και το τζατζίκι, αλλά για την αγάπη και την προστασία όλων των αναγκών όλων των ειδών.
Μπορούμε να παράγουμε αγαθά ευλογημένα. Δεν χρειάζεται να κλέβουμε του διπλανού μας. Έχουμε πολιτισμό δικό μας να δουλέψουμε και να πιθηκίζουμε μόνο στα διαλείμματα. Τα δανεικά χρειάζονται στους φουκαράδες. Τα θαλασσοδάνεια στους τσάμπα μάγκες. Χρειαζόμαστε πολλή δουλειά χωρίς εσωστρέφεια και μισαλλοδοξία, αλλά και χωρίς επαιτεία. Είναι επίσης ευκαιρία να αναρωτηθούμε αν χρειαζόμαστε επενδύσεις και ανάπτυξη.
Γνωρίσαμε την ταξική τοξικότητα της αστικής δημοκρατίας, τη δειλία της κομμουνιστικής ασάφειας, την ηλιθιότητα των αναδιανεμητικών επαναστάσεων, την κενοδοξία του καπιταλισμού. Γνωρίσαμε τη διακυβέρνηση των επιρροών. Αφήσαμε τον Καραγκιόζη σε ανοιχτή διαβούλευση με τον Ρωσσοαγγλογάλλο. Κάναμε τα χατίρια κάθε πικραμένου που την είδε ανώτερο είδος ή πλανητάρχης. Δώσαμε στο φάσκελο διεθνή καριέρα.
Για το σημερινό χάλι μας κανείς δεν είναι ένοχος και κανείς δεν είναι αθώος. Είμαστε όλοι αδέλφια πλανεμένα, άνθρωποι βολεμένοι και υποταγμένοι, αποπροσανατολισμένοι από το αυτονόητο, που αναζητούμε λίγη ηδονή στην καταπίεση των άλλων. Δεν υπάρχουν όμως «άλλοι», αγάπη μου. Έχουμε όλοι μας την ίδια αλήθεια χωμένη κάπου στην ψυχή μας. Έχουμε κάτι που μπορεί σήμερα σε αυτό τον τόπο να ξυπνήσει και να δείξει τον δρόμο και στους γύρω μας. Έχουμε μια «μικρή ιδέα» για τη ζωή και την ευτυχία.
Έχουμε κάτι από Ελλάδα.
Δημήτρης Φυντάνης