Σε μια αθώα, φυσιολογική αντιπαράθεση αγοριών και κοριτσιών για τη συνέχεια του πάρτι κάποια συμμαθήτρια είπε: «Άσ’ τους να κάνουν ό,τι θέλουν. Αφού έτσι περνούν καλά». Η χειριστική ατάκα άφησε αδιάφορη την αγοροπαρέα, αλλά βασάνισε το εφηβικό μυαλό μου, που συμπέρανε: «θα ήθελα να μπορούν όλοι να περνούν καλά». Αργότερα το αναδιατύπωσα σε «πέρνα καλά, επιτρέποντας το ίδιο και στους γύρω σου» και το αξιοποίησα στη διαπαιδαγώγηση των παιδιών μου ως θεμέλιο της ελευθερίας.
Κοντεύουμε στα δέκα χρόνια κοινωνικοοικονομικών κρίσεων. Δέκα σπαταλημένα χρόνια από τη ζωή που θέλαμε να ζήσουμε. Χωμένοι ως τη μύτη στη βιοπάλη, στη μιζέρια, στις μη εξυπηρετούμενες υποχρεώσεις, στον αντίλαλο των αυτοκτονιών, στην αγωνία για την επόμενη ανοησία πολιτικού, στις ταξικές και διαταξικές προκλήσεις, στη νοσταλγία και στην αυτολύπηση. Ίσως ξεχάσαμε πώς να ζούμε όμορφα. Ίσως ζοριστήκαμε στο άγχος της εγκατάλειψης του τηλεκοντρόλ.
Κάποιοι βγήκαν οριστικά από το παιχνίδι από την έξοδο της ταράτσας, σαν να διόρθωναν έτσι κάτι. Μερικοί βρέθηκαν σε νοσηλευτικά ιδρύματα για μέση, καρδιά ή κάτι άλλο, προτιμώντας κάτι που να διαψεύδεται δύσκολα. Έτσι, για να αποφύγουν κρίσιμα ραντεβού με οργανισμούς που φέρουν εθνόσημο. Άλλοι πραγματικά δεν άντεξαν και άρχισαν να μοιράζονται τον χρόνο τους με περισσότερους εαυτούς και κόσμους.
Λίγο πριν είχαμε ξεχάσει να χαιρόμαστε με τα λίγα ή να ψυχαγωγούμαστε επικοινωνώντας. Η παρέα, η ελεύθερη κατασκήνωση, τα επιτραπέζια ή αυτοσχέδια παιγνίδια της συντροφιάς, οι βόλτες, το νυφοπάζαρο, η συναναστροφή με τα παιδιά, το εγχώριο φλερτ και η γειτονιά άρχισαν να μην βρίσκουν θέση στο νεοελληνικό αστικό όνειρο. Νεοαποκτηθέν παράγωγο του αγγλοσαξονικού μας εμβολιασμού, όπου οι νέες δραστηριότητες έπρεπε να κοστίζουν για να έχουν κύρος. Το τζάμπα κρέας έπαψε να το τρώει και ο σκύλος, αυτός ο ίδιος χορτάτος σκύλος που τον έσερναν κάποτε με λουκάνικα.
Τόσο στις φάμπρικες μεταφοράς επιχειρηματικής τεχνογνωσίας, όσο και σε τηλεπαιχνίδια, περιοδικά life style, σίριαλ και ταινίες, ανακαλύψαμε νέες ορολογίες και διεγερτικές ισορροπίες που θέλαμε να δοκιμάσουμε. Θυμάσαι εκείνη τη «σύνθεση μονογονεϊκών οικογενειών», που μας αιφνιδίασε, ανοίγοντας ορίζοντες στην καταπιεσμένη ελληνική οικογένεια και στους αλύτρωτους λόγω αφραγκίας; Χωρίς μάλλον να το καταλάβουμε, μετασχηματιστήκαμε από ευπαθής κοινωνία σε σαθρή αγορά.
Κι ύστερα φιλίες, οικογένειες και σχέσεις κατέρρευσαν υπό το βάρος της ανέχειας. Κάποιος έπρεπε να φταίει και κάποιος να την πληρώσει. Πολλές μικρές λανθάνουσες ή κυρίαρχες καταθλίψεις ενώθηκαν στη μεγάλη εθνική μας κατάθλιψη. Υποστήκαμε βίαιη απόσπαση από την τεχνητή ευδαιμονία που απολαμβάναμε μέσω κατανάλωσης. Ταλαιπωρηθήκαμε μπροστά στα ΑΤΜ και σε ουρές και συσσίτια. Και περιμένουμε μια νέα ευκαιρία να επιστρέψουμε στην ντόπα μας. Μια αντιστροφή του κλίματος να μας δώσει ελπίδα πως θα καταναλώσουμε και πάλι, σαν να μην υπάρχει αύριο.
Ήρθαν και οι πρόσφυγες πάνω στους μετανάστες να μας ξυπνήσουν σκοτεινές σκέψεις και ταπεινές ιδέες για την ασύμμετρη διαχείριση των αναγκών μας. Εμείς οι ίδιοι που παίξαμε με τα ασυνόδευτα παιδιά και σιτίσαμε τους πεινασμένους μετά την άφιξή τους δεν κάναμε μια βόλτα σε προσφυγικές, εργατικές ή ολυμπιακές κατοικίες πριν ή κατά την κρίση να δέσουμε τις κοινωνίες μας και να εργαστούμε ένα ανθρώπινο μέλλον. Πρώτοι σε ηρωισμό, αλλά πάτοι σε συνέπεια.
Τι θα γινόταν όμως αν δεν επιστρέφαμε στην προβληματική κατάσταση που μας οδήγησε εδώ; Θα ήταν ώρα να αναζητήσουμε πνευματικό περιεχόμενο στον σύγχρονο βίο μας. Να κατασκευάσουμε από ιδέες και σκουπίδια. Να παίξουμε με τα παιδιά μας. Να ξαναμαζευτούμε σε γειτονιές και σε κοινότητες. Να ξαναζωντανέψουμε τα επιτραπέζια και τον «δολοφόνο». Να αρχίσουμε να παράγουμε και να εξελίσσουμε μόνοι μας την κουλτούρα μας. Να αναδείξουμε μικρούς ηγέτες μιας συναρπαστικής καθημερινότητας.
Αντέχεις να περνάς καλά, αστέρι μου;
Δημήτρης Φυντανής