Αν και κατά καιρούς αμφισβητήθηκε με σφοδρότητα, η Elisabeth Kübler-Ross περιέγραψε από το 1969 στο βιβλίο της «On death and dying» τα πέντε στάδια του πένθους. Τα στάδια αναφέρονται σε όλα τα είδη προσωπικής απώλειας ή καταστροφής, όπως θανατηφόρες ή ανίατες ασθένειες, φυλάκιση ή άλλη στέρηση ελευθερίας, απώλεια εισοδήματος ή εργασίας, διαζύγιο ή βίαιος χωρισμός, θάνατος ή αποπροσωποποίηση αγαπημένου. Μπορούν ακόμα να εμφανιστούν και σε θετικές αλλαγές που έχουν παράπλευρες απώλειες αγαπημένης ρουτίνας.
Σύμφωνα με την Kübler-Ross, τα στάδια του πένθους δεν εμφανίζονται με την ίδια σειρά σε όλους ούτε βιώνονται αναγκαστικά στο σύνολό τους. Το λιγότερο δύο όμως από τα πέντε κάνουν την εμφάνισή τους με κάποιο τρόπο. Όσο περισσότερα, τόσο το καλύτερο, γιατί αποτελούν μηχανισμούς αντιμετώπισης της απώλειας σε βάθος χρόνου. Κάτι σαν αυτό που λέμε «ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός». Κάποτε βοηθούν και υποδίκους να αναγνωρίσουν την ενοχή τους και να διαχειριστούν καλύτερα την υπόθεσή τους.
Συνοπτικά, τα πέντε στάδια είναι της άρνησης, του θυμού, της διαπραγμάτευσης, της κατάθλιψης και της αποδοχής. Για να τα κατανοήσουμε όμως καλύτερα, ας δουλέψουμε πάνω σε ένα παράδειγμα. Κάτι γνώριμο και συνηθισμένο. Ας πούμε για έναν μικρό επιχειρηματία που αντιμετωπίζει την προοπτική λουκέτου στο κατάστημα ψιλικών-μίνι μάρκετ-ΕΒΓΑ της γειτονιάς, που άνοιξε πριν από κάποια χρόνια. Ελπίζω το οικείο του θέματος να μην επιτρέψει προβολές και συσχετισμούς με πρόσωπα και γεγονότα, που θα είναι προφανώς συμπτωματικοί.
Άρνηση: «Αποκλείεται. Κάτι δεν βλέπω καλά. Τόσος κόσμος, τόση γειτονιά, τέτοιες καλές σχέσεις με όλους. Κάτι δεν βλέπω σωστά στα νούμερα. Το μαγαζί είναι καλό. Τα προϊόντα βουνό. Κόσμος μπαινοβγαίνει. Πώς δεν βγαίνει ο τζίρος; Δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό σε μένα. Κάποιο λάθος κάνει ο λογιστής ή με κλέβουν οι προμηθευτές. Ίσως και οι πιτσιρικάδες από το σχολείο. Αποκλείεται να μπαίνω μέσα τόσο πολύ. Αποκλείεται να χρωστάω τόσα πολλά σε ρεύμα, εμπορεύματα, ασφάλιση και εφορία. Θεέ μου, δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό σε μένα…»
Θυμός: «Δεν πρόλαβα να μεγαλώσω τα παιδιά μου. Είναι άδικο. Ούτε στη σύνταξη θα βγω, θα πεθάνω στην ψάθα. Περίμενα να περάσει η κρίση να πάω κι ένα ταξιδάκι τη Φρόσω. Την έχω σκλαβώσει κι αυτή. Γιατί τώρα; Και να ζούσα και καλά, ας το πάθαινα. Αλλά δεν έχω τίποτα για μένα. Γιατί σε μένα; Δεν έκλεψα ποτέ κανέναν, Θεέ μου! Ούτε αυτοκίνητο της προκοπής ούτε λεφτά στην άκρη. Μόνο τα λαμόγια κάνουν προκοπή σε αυτό τον σκατότοπο. Όλοι θέλουν τα λεφτά τους. Κι εγώ πώς θα ζήσω; Τα παιδιά μου πώς θα τα μεγαλώσω; Κωλογειτονιά! Όλοι στα φτηνά τρέχουν. Κι αν θέλουν εξυπηρέτηση, με θυμούνται. Κωλόπαιδα! Λαμόγια! Καρχαρίες!»
Διαπραγμάτευση: «Τουλάχιστον να προλάβω να μεγαλώσω τα παιδιά μου. Αν ανέβαζα λιγάκι τις τιμές; Αν έλεγα στους γείτονες το πρόβλημά μου; Μπορώ να κόψω και το κάπνισμα. Να ζητήσω μεγαλύτερη πίστωση από τους προμηθευτές. Λες να άρχισαν οι τράπεζες να δίνουν δάνεια; Θα ακούω και τον λογιστή σε ό,τι μου λέει. Θα μαζέψω και τα βερεσέ και τέλος. Από σήμερα μετρητοίς όλα. Τι άλλο να κάνω για να σώσω το μαγαζί; Αν έκανα προσφορές, θα βοηθούσε; Το καλοκαίρι θα το γεμίσω με νερά να μη φαίνεται άδειο. Ποιος θα μου έδινε δανεικά; Μόνο για έξι μήνες μήπως το σώσω. Κάτι θα μπορεί να γίνει…»
Κατάθλιψη: «Άδικος κόπος. Τόσα χρόνια χαμένα σε μια τρύπα. Τους έδωσα νιάτα και χαμόγελο και δεν κράτησα τίποτα για να ζήσω. Με πρόδωσαν όλοι, ακόμα και οι φίλοι. Και σε όσους τους έκανα καλό, μου βγάλανε τα μάτια. Κι εγώ, ο ηλίθιος, πίστεψα στους ανθρώπους και στα ψεύτικα χαμόγελά τους. Πρόσεχα τις νύχτες τα παιδιά τους και έκλεινα το μαγαζί αργά για να γυρίσει και η τελευταία κοπελίτσα στο σπίτι της με ασφάλεια. Δεν πληρώνονται αυτά. Απελπίστηκα από υποσχέσεις, πολιτικούς, πελάτες και φίλους. Μια ακόμα προδοσία. Ίσως η τελευταία. Κανείς τους δεν αξίζει τίποτα. Θα κλείσω κι ας ρημάξει η γειτονιά. Ας ρημάξουν όλα».
Αποδοχή: «Όλα για τους ανθρώπους είναι. Δεν είμαι ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος. Γυρίζω σελίδα και πάω παρακάτω. Εντάξει. Ήταν να το ζήσω κι αυτό. Η φτώχεια μάς χτύπησε όλους, αλλά η ζωή περιμένει εκεί να συνεχίσω. Ας δούμε τι πρέπει να γίνει. Η επόμενη μέρα ξημερώνει και τα χαμόγελα των παιδιών μου με περιμένουν. Καμιά καταστροφή δεν είναι ανυπέρβλητη. Πολλά θα μου λείψουν, αλλά και πολλά καινούρια με περιμένουν να τα γνωρίσω. Έχασα πολλά, αλλά έχω ακόμη τα σημαντικά να με συντροφεύουν. Εντάξει. Όλα θα πάνε καλά».
Δημήτρης Φυντάνης