veltiositisapasxolisis.jpg

Το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ παρουσίασε την Πέμπτη 25/10 την Ενδιάμεση Έκθεση 2018 για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση. Η έκθεση αξιολογεί τα πεπραγμένα του πρώτου εξαμήνου του 2018, παρουσιάζει τα αντίστοιχα αποτελέσματα, εξάγει συμπεράσματα για την κατάσταση που επικρατεί και κάνει τις αντίστοιχες προβλέψεις για την πορεία της οικονομίας.

Προτού αναλύσουμε τα αποτελέσματα, έχει ιδιαίτερη σημασία να δούμε το περιβάλλον στο οποίο διαμορφώθηκε η παρούσα έκθεση. Η περίοδος που προηγήθηκε χαρακτηρίστηκε από μια αυξανόμενη πολιτική αβεβαιότητα (αν μάθαμε κάτι τα τελευταία χρόνια, είναι ότι η πολιτική κατάσταση της χώρας αλληλεπιδρά έντονα με τις υπόλοιπες πτυχές της οικονομικής και εργασιακής πραγματικότητας), η οικονομία, αν και φαίνεται να μπαίνει σε τροχιά –έστω και αναιμικής– ανάπτυξης, δεν έχει ξεπεράσει τον κίνδυνο, με την αποσταθεροποίηση να παραμονεύει, και η αγορά εργασίας βρίσκεται σε πλήρη απορρύθμιση, με τους μισθούς καθηλωμένους και την ανεργία σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία να μειώνεται, εξαιτίας όμως των ελαστικών σχέσεων εργασίας. 

Αργή αλλά σταθερή βελτίωση της αγοράς εργασίας

Σύμφωνα λοιπόν με την έκθεση, η συνολικότερη κατάσταση βελτιώνεται, αν και χρειάζεται ακόμη προσοχή στα επόμενα βήματα που θα γίνουν. Ο ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ συνοδεύεται από έναν επίσης θετικό ρυθμό μείωσης της ανεργίας (το επίσημο ποσοστό πλέον είναι 19%), με τα κυβερνητικά στελέχη να εκφράζουν αισιοδοξία ότι υπάρχει η δυνατότητα στα μέσα της επόμενης δεκαετίας το ποσοστό να έχει πέσει κάτω από το 10% αν και εφόσον γίνουν οι απαραίτητες πολιτικές κινήσεις. Αυτά είναι τα θετικά συμπεράσματα σύμφωνα με την έκθεση.

Τα αρνητικά είναι ότι, για να επιστρέψει το ΑΕΠ στα επίπεδα της προ κρίσης εποχής, δηλαδή στην περίοδο του 2007, θα χρειαστεί να περάσουν 14 χρόνια, τουτέστιν το σωτήριο έτος 2032, με την προϋπόθεση ότι θα σημειώνεται κάθε χρόνο η σταθερή αύξηση του ΑΕΠ που καταγράφεται τα τελευταία χρόνια. Αν δεν πάρει σάρκα και οστά το παραπάνω σενάριο –η λογική λέει ότι δεν θα συμβεί, καθώς καμία χώρα δεν έχει την αδιάκοπη δυνατότητα να πετυχαίνει για πάνω από μία δεκαπενταετία αύξηση του ΑΕΠ–, θα πάμε ακόμα πιο μακριά, αποτέλεσμα που φυσικά κανείς δεν μπορεί να το ξέρει.

Σύμφωνα με την κυβέρνηση, υπάρχει η πεποίθηση ότι η χώρα μπορεί να επιτυγχάνει ακόμα και μακροπρόθεσμα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα του 2,2% του ΑΕΠ. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα εγκλωβίσει τη χώρα σε μια κατάσταση συνεχόμενης δημοσιονομικής πειθαρχίας που, όπως είναι φυσικό, δεν θα γίνεται να τηρηθεί εφ’ όρου ζωής. Επίσης η αύξηση του ΑΕΠ από μόνη της δεν επιφέρει και παράλληλη βελτίωση της ποιότητας ζωής για όλους. Διότι, κοιτάζοντας μονάχα το ΑΕΠ ως έναν αριθμό και εστιάζοντας στην αύξηση ή τη μείωσή του και όχι στο πώς δημιουργείται, μπορούμε να πλανηθούμε.

Θα πρέπει λοιπόν να εξετάσει κανείς πιο προσεκτικά την ανάλυση του ΑΕΠ, δηλαδή από πού προέρχεται η ανάπτυξη σε μια χώρα και επιπλέον, στην περίπτωση της Ελλάδας, με ποιες θυσίες δημιουργείται αυτή η ανάπτυξη, αλλά και ποιος κάνει αυτές τις θυσίες.

Παρ’ όλα αυτά, ακόμα και αν συμμεριστούμε τις αισιόδοξες πεποιθήσεις της κυβέρνησης, οι ανεπάρκειες της ελληνικής οικονομίας αλλά και η κατάσταση του ιδιωτικού τομέα αποτελούν απόδειξη ότι η παραπάνω δέσμευση δεν έχει σταθερά θεμέλια.  Η εκτίμηση του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ είναι ότι η μετάβαση της οικονομίας σε βιώσιμη αναπτυξιακή τροχιά θα απαιτούσε διπλασιασμό του όγκου των επιχειρηματικών επενδύσεων τα επόμενα 2 έτη, ώστε αυτές να προσεγγίσουν το 11%-12% του ΑΕΠ, ή μέση ετήσια αύξηση των καθαρών εξαγωγών κατά 3 δισ. ευρώ την περίοδο 2019-2022. Ωστόσο ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν φαίνεται σήμερα ρεαλιστικό.

Όσον αφορά την εργασία, φαίνεται να κάνει αργά αλλά σταθερά βήματα βελτίωσης. Όπως αναφέρθηκε ήδη, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία η ανεργία έχει υποχωρήσει στο 19% με τάση για περαιτέρω μείωση. Αν συνεχιστεί αυτός ο ρυθμός σε ετήσια βάση, εκτιμάται ότι στα μέσα της δεκαετίας του 2020 θα βρίσκεται κάτω από το 10%. Μέχρι να γίνει αυτό όμως, η ανεργία θα συνεχίζει να πλήττει με διαφορετικό τρόπο διαφορετικές κατηγορίες πληθυσμού. Όπως αναφέρει η έκθεση, οι γυναίκες αντιμετωπίζουν σημαντικά υψηλότερο κίνδυνο ανεργίας από τους άνδρες, οι νέοι κάτω των 24 ετών αντιμετωπίζουν σοβαρά εμπόδια ένταξης στην αγορά εργασίας, ενώ οι γεωγραφικές περιφέρειες που πλήττονται περισσότερο από την ανεργία είναι αυτές της Βόρειας και της Δυτικής Ελλάδας.

Επίσης σημειώνεται ότι οι νέες θέσεις εργασίας δεν αφορούν στην πλειονότητά τους θέσεις πλήρους απασχόλησης, καθώς η μερική και η εκ περιτροπής απασχόληση κυριαρχούν στις νέες συμβάσεις εργασίας και, τέλος, ότι σημαντικό τμήμα των ανέργων εμφανίζεται αποθαρρυμένο από τις προοπτικές εισόδου στην αγορά εργασίας και οδηγείται είτε στην έξοδο από το εργατικό δυναμικό είτε στη μετανάστευση. Φυσικά, το γνωστό πλέον brain drain αποτέλεσε σημαντικότατη βαλβίδα εκτόνωσης της ανεργίας, αλλά την ίδια στιγμή δημιούργησε όρια και περιόρισε σημαντικά την οικονομική ανάκαμψη, αφού έφυγε το εξειδικευμένο εργατικό και επιστημονικό προσωπικό, ιδιαίτερα αυτό που βρισκόταν στις πιο παραγωγικές ηλικίες.  

Όσον αφορά τις μισθολογικές εξελίξεις, στην έκθεση του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ παρατηρείται ότι η μείωση των ονομαστικών ωριαίων μισθών και ημερομισθίων κατά την περίοδο 2010-2018 αγγίζει το 20%. Σχετικά με την κατανομή των μισθών, το 72,8% των εργαζομένων λαμβάνει καθαρές μηνιαίες αποδοχές κάτω από 1.000 ευρώ, ένα ποσοστό της τάξεως του 10% λαμβάνει μισθό μικρότερο από 450 ευρώ, ενώ μόλις το 10% πάνω από 1.300 ευρώ.

Σε κλαδικό επίπεδο, οι χαμηλότερες αποδοχές εμφανίζονται στον κλάδο της γεωργίας, όπου ο καθαρός μέσος μισθός ανέρχεται σε 607 ευρώ, ενώ ακολουθούν οι δραστηριότητες που σχετίζονται με τον τουρισμό (668 ευρώ) και οι διοικητικές και υποστηρικτικές δραστηριότητες (674 ευρώ). Αντίθετα, οι υψηλότερες μηνιαίες αποδοχές εμφανίζονται στον κλάδο της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (1.237 ευρώ), ενώ ακολουθούν οι τράπεζες και οι ασφάλειες (1.151 ευρώ), τα ορυχεία και τα λατομεία (1.140 ευρώ) και η δημόσια διοίκηση και η άμυνα (1.101 ευρώ).

Αναφορικά με την εξέλιξη του μέσου μισθού ανά ομάδα επαγγέλματος για την ίδια περίοδο, οι χαμηλότερες αποδοχές καταγράφονται στους ανειδίκευτους εργάτες με μέσο μισθό 633 ευρώ, ενώ ακολουθούν τα επαγγέλματα που σχετίζονται με τη γεωργία (683 ευρώ) και οι απασχολούμενοι στην παροχή υπηρεσιών και στο εμπόριο (726 ευρώ). Αντίθετα, οι υψηλότερες αποδοχές εμφανίζονται στα ανώτερα διευθυντικά και διοικητικά στελέχη (1.522 ευρώ) και ακολουθούν οι επαγγελματίες (1.098 ευρώ) και οι τεχνικοί (1.007 ευρώ).

Με αυτούς τους μισθούς είναι εντελώς φυσιολογικό τα νοικοκυριά να εμφανίζουν αρνητικές αποταμιεύσεις και να συνεχίζεται η αποεπένδυση. Αυτά τα δύο δεδομένα, σε συνδυασμό με την αδυναμία του επιχειρηματικού κόσμου να προσελκύσει εισροές κεφαλαίων αλλά και επενδύσεων, οδηγούν στην αποσταθεροποίηση της οικονομίας, επηρεάζοντας αρνητικά τις καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα και συνεπώς τη δυνατότητα ικανοποίησης δανειακών υποχρεώσεων. Ενδεικτική είναι άλλωστε η αύξηση των μη εξυπηρετούμενων επιχειρηματικών δανείων κατά 2,6% το α’ τρίμηνο του 2018 σε σχέση με το δ’ τρίμηνο του 2017.

Ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ Γιάννης Παναγόπουλος, σχολιάζοντας τα αποτελέσματα, δήλωσε ότι από την έκθεση προκύπτει ότι η οικονομία δεν έχει αναπτυξιακή δυναμική και ξεφεύγει πολύ δειλά από τα όρια της στασιμότητας και ότι δεν είναι καθόλου αισιόδοξος για την εξέλιξη αυτής, όπως και των κοινωνικών και των πολιτικών πραγμάτων στην Ελλάδα, ενώ σημείωσε ότι η όποια αύξηση του κατώτατου μισθού δεν θα φανεί επί της ουσίας στην τσέπη των εργαζομένων.

Απεργιακός Νοέμβριος

Η έκθεση έρχεται σε μια περίοδο που ξεκινά απεργιακός πυρετός σε όλη τη χώρα. Στο επίκεντρο των απεργιακών κινητοποιήσεων θα βρεθούν για ακόμα μία φορά οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας, οι μισθολογικές αυξήσεις και οι μη περικοπές των συντάξεων. Η αρχή έγινε την Πέμπτη που μας πέρασε με την πρώτη 24ωρη διακλαδική απεργία που διοργανώθηκε «από τα κάτω» με πρωτοβουλία 8 πρωτοβάθμιων σωματείων, με αιχμή τις μισθολογικές αυξήσεις και τις ΣΣΕ και με αίτημά τους τις ανάγκες των εργαζομένων και την προάσπιση των θέσεων εργασίας έναντι των απολύσεων και της εργοδοτικής τρομοκρατίας.

Στην 24ωρη απεργία συμμετείχαν οι Σύλλογοι Εργαζόμενων στα Φροντιστήρια Καθηγητών, Μεταφραστών, Επιμελητών, Διορθωτών, Υπαλλήλων Βιβλίου-Χάρτου-Ψηφιακών Ειδών Αττικής, τα σωματεία βάσης εργαζομένων στις ΜΚΟ και στην ψυχική υγεία, τα Σωματεία Σερβιτόρων Μαγείρων Αττικής και Κεντρικής Μακεδονίας και το επιχειρησιακό σωματείο των εργαζομένων στη Νokia Ελλάδας.

Το ενδιαφέρον είναι ότι τόσο στην απεργία που πραγματοποιήθηκε όσο και σε αυτήν που θα γίνει στις 14 του μηνός (καλεί το ΠΑΜΕ και η ΑΔΕΔΥ εκείνη τη μέρα) έχει γίνει προσπάθεια να υπερκεραστεί η διοίκηση της ΓΣΕΕ,  η οποία κρατά μια υπέρ το δέον παθητική στάση απέναντι στην κατάσταση που επικρατεί στους κόλπους των εργαζομένων. Χαρακτηριστικό είναι ότι η ηγεσία της ΓΣΕΕ κατηγορείται από τους πάντες γιατί δεν βλέπει λόγο προκήρυξης απεργίας αυτή την περίοδο και αρκείται στο να καλεί τους εργαζομένους να περιμένουν χωρίς να διευκρινίζει… τι να περιμένουν.

Το δεδομένο είναι ότι οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να μένουν σε όποιες υποσχέσεις κι αν έχει δώσει η κυβέρνηση για καλυτέρευση των συνθηκών διαβίωσης. Ακόμα και αν πέρασε τροπολογία για τον κατώτατο μισθό, η κυβέρνηση εφάρμοσε τον νόμο Βρούτση της συγκυβέρνησης Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ, τον νόμο-δολοφόνο των συλλογικών συμβάσεων, τον νόμο που θέσπισε τον καθορισμό του κατώτατου μισθού με υπουργική απόφαση στη βάση των αντοχών της οικονομίας και της ανταγωνιστικότητας/παραγωγικότητας των επιχειρήσεων (βλέπε κέρδη). Ας μην ξεχνούμε ότι με βάση αυτό τον νόμο ο βασικός μισθός είναι 586 ευρώ μεικτά. Είναι ο νόμος βάσει του οποίου οι νέοι κάτω τον 25 καλούνται να ζήσουν με 511 ευρώ μεικτά. Είναι ο νόμος που απαιτούσαν τόσα χρόνια οι επιχειρήσεις και  χαιρέτισε με πάθος ο ΣΕΒ.

Η κυβέρνηση δεν λέει τίποτα για όλα αυτά που χάθηκαν όλα τα προηγούμενα χρόνια, αλλά και για τα μέτρα που θα έρθουν το επόμενο διάστημα. Αν και εφόσον υπάρξει μια αύξηση, η οποία φυσικά δεν θα αλλάξει δραματικά το ύψος του κατώτατου μισθού, θα είναι σαν ασπιρίνη στον βαριά άρρωστο, καθώς η μείωση του αφορολόγητου θα αναγκάσει τη συντριπτική πλειονότητα των εργαζομένων να ξαναβάλει το χέρι στην τσέπη.

Η αλήθεια είναι ότι η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ., αν ήθελε να δώσει πραγματική αύξηση στους μισθούς, θα είχε αποδεχτεί την πρόταση των 530 συνδικαλιστικών οργανώσεων όλης της χώρας για άμεση επαναφορά του κατώτερου μισθού στα 751 ευρώ ως βάση για αυξήσεις και κατάργηση όλων των αντεργατικών μνημονιακών διατάξεων. Άλλωστε είναι εξόφθαλμο πλέον ότι η μείωση των μισθών δεν αυξάνει την περίφημη ανταγωνιστικότητα ούτε δημιουργεί δυναμική ανάπτυξης νέων θέσεων εργασίας. Η καταβαράθρωση των μισθών που επιβλήθηκε με τον πιο κυνικό τρόπο τα μνημονιακά χρόνια μόνο την περιβόητη ανταγωνιστικότητα δεν τόνωσε. Είναι χαρακτηριστικό άλλωστε ότι σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΦΚΑ το 1/3 σχεδόν των εργαζομένων καλείται να ζήσει με 310 ευρώ, τη στιγμή που το επίδομα ανεργίας είναι στα 360 ευρώ.

 

Απόστολος Ζαβιτσάνος,
Δημοσιογράφος-«Στέντορας»

Share this post

Submit to DeliciousSubmit to DiggSubmit to FacebookSubmit to Google PlusSubmit to StumbleuponSubmit to TechnoratiSubmit to TwitterSubmit to LinkedIn