stentoras-zoume-gia-na-douleuoume-h-douleuoume-gia-na-zoume.jpg

Ποιο είναι το πλαίσιο με βάση το οποίο ζούμε σήμερα; Ζούμε για να δουλεύουμε ή δουλεύουμε για να ζούμε; Ποιο είναι το πρώτιστο και τι προστάζει την εκάστοτε επιλογή;

Εν έτει 2018 και ενώ ανήκουμε –όπως τουλάχιστον πληροφορούμαστε από τους εκάστοτε κυβερνώντες– στον δυτικό ανεπτυγμένο κόσμο και όχι σε κάποια τριτοκοσμική χώρα, το λογικό και προφανές θα ήταν να δουλεύουμε για να ζούμε άνετα και χωρίς άγχος. Όμως η οικονομική δυσπραγία έχει οδηγήσει ή, καλύτερα, έχει αναγκάσει μια μεγάλη μερίδα του ενεργού πληθυσμού να πολυ-απασχολείται, αφού τα οικονομικά πολλών στο τέλος κάθε μήνα δεν επαρκούν για όσα χρειάζονται. Όχι γιατί η υπερκατανάλωση έχει τις διαστάσεις που είχε κάποτε ή γιατί μας διακατέχει μια μεγαλομανία, αλλά γιατί είναι αναγκαστική η δεύτερη και κάποιες φορές τρίτη δουλειά για να επιβιώσουμε και να διατηρήσουμε ένα μίνιμουμ επίπεδο διαβίωσης.    

Οι ώρες εργασίας, που ως επί το πλείστον ξεπερνούν το τυπικό 8ωρο, η διπλο-απασχόληση ή η πολυ-απασχόληση, οι αμοιβές και το συνολικό κόστος ζωής έχουν διαμορφώσει ένα πλαίσιο γύρω από το οποίο καθίσταται σχεδόν απίθανο οι εργαζόμενοι να έχουν την ευκαιρία να αξιοποιήσουν τον χρόνο εργασίας τους, να συμμετέχουν σε συλλογικές δραστηριότητες και να νιώσουν ότι δημιουργούν κάτι πέρα και έξω από τα στενά όρια της εργασίας.

Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής καταγράφεται ένα ποσοστό εργαζομένων της τάξης του 2,5% με δεύτερη εργασία, ενώ ακόμα ένα ποσοστό του 2,2% δηλώνει ότι αναζητά εργασία αν και εργάζεται.

Βέβαια η πραγματική εικόνα διαφέρει πολύ από αυτή που παρουσιάζεται στα εν λόγω στοιχεία. Η μαύρη και ανασφάλιστη εργασία έχει οργιάσει τα τελευταία χρόνια και ένα μεγάλο ποσοστό νέων δουλεύει σε παραπάνω από μία δουλειές και σε πολλές περιπτώσεις δεν ασφαλίζεται σε καμία από αυτές. Ενδεικτικά είναι τα στοιχεία του επιχειρησιακού σχεδίου «Άρτεμις», που παρουσίαζε τον τομέα του επισιτισμού ως τον πρωταθλητή της ανασφάλιστης εργασίας, καθώς σε ελέγχους που διενεργήθηκαν από τον Σεπτέμβρη του 2013 έως και τον Δεκέμβρη του 2017 εντοπίστηκαν 17.765 αδήλωτοι εργαζόμενοι.

Με αυτή την κατάσταση να θεωρείται δεδομένη για μια μεγάλη μερίδα του ανθρώπινου δυναμικού, de facto η ποιότητα ζωής περνά σε δεύτερη μοίρα, αφού ο έτσι κι αλλιώς περιορισμένος ελεύθερος χρόνος μειώνεται δραστικά.

Ο ελεύθερος χρόνος ως αναγκαιότητα

Εδώ και περισσότερο από έναν αιώνα μπήκαν τα θεμέλια της συζήτησης για την ανάγκη ύπαρξης δημιουργικού χρόνου των εργατών. Θεωρητικά ο χρόνος αυτός δεν θα ήταν απλώς για την αναπλήρωση δυνάμεων και την ξεκούραση των εργαζομένων, αλλά για την επαφή των εργατών με μια σειρά τεχνών, για την ενασχόληση με πολιτιστικές, αθλητικές δραστηριότητες, αλλά και δράσεις επιμόρφωσης. Η παρακολούθηση ενός θεατρικού έργου, η άσκηση ενός σπορ, η επίσκεψη σε ένα μουσείο εξασφαλίζουν σωματική και ψυχική υγεία, που φυσικά επιστρέφουν πίσω στην εταιρία, αφού οι εργαζόμενοι πηγαίνουν στις δουλειές τους με καλή διάθεση και όρεξη να εργαστούν.

Και ενώ κάτι τέτοιο θα έπρεπε να είναι αυτονόητο για τις προηγμένες κοινωνίες, σήμερα δεν γίνεται λόγος γι’ αυτό. Με το επίσημο ποσοστό της ανεργίας να είναι στο 19%, κανείς δεν μιλά για δημιουργικό ελεύθερο χρόνο, αφού οι στρατιές των ανέργων περιμένουν να αντικαταστήσουν οποιονδήποτε για να ζήσουν και έχουμε μεταφερθεί στην κατάσταση να ζούμε για να δουλεύουμε και όχι το αντίστροφο. Ακόμα όμως και αν υπήρχε ο ανάλογος χρόνος, με τις αμοιβές να βρίσκονται καθηλωμένες –σε αναλογία πάντα με το κόστος ζωής–, οι δυνατότητες που υπάρχουν είναι ελάχιστες.

Η οικονομική κρίση και οι πολιτικές που ακολουθήθηκαν δεν έφεραν μόνο μειωμένες αμοιβές και την εργασία σε πλήρη απορρύθμιση. Έφεραν και αύξηση των συντάξιμων ορίων, ωθώντας μας να δουλεύουμε στη χειρότερη περίπτωση μέχρι τα 67 έτη. Όμως δεν σταμάτησαν μόνο εκεί. Πριν από περίπου έναν χρόνο και με τα συνταξιοδοτικά συστήματα να αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα βιωσιμότητας, η Κομισιόν ζήτησε την «κατάλληλη σύνδεση μεταξύ της διάρκειας του επαγγελματικού βίου και του προσδόκιμου ζωής» και τη διάθεση κονδυλίων για την εκπαίδευση και την προώθηση της απασχολησιμότητας των ηλικιωμένων.

Πού σταματά η λογική και πού ξεκινά η τρέλα

Προσωπικά θεωρώ παράλογο να εργάζεται κάποιος 15 ώρες την ημέρα για 700 ευρώ και να μην έχει καμία ζωή. Ακόμα και για 2.000 ευρώ να δούλευε, πάλι παράλογο θα μου φαινόταν. Ακόμα και καλοπληρωμένος να είναι κάποιος, τι θα κάνεις όλα αυτά τα λεφτά αν δεν έχεις φίλους και οικογένεια για να τα χαρείς μαζί τους.

Κάποτε έλεγαν οι παλιότεροι για τους τσιγκούνηδες «στον τάφο θα τα πάρουν;». Φυσικά δεν κατακρίνω όσους αναγκάζονται να υποκύπτουν. Όταν έχεις οικογένεια, δόσεις, ΔΕΗ, φάρμακα, ενοίκιο και χίλια δύο ακόμα υποχρεώσεις, δεν έχεις άλλη επιλογή από το να ακολουθήσεις αυτό τον δρόμο. Από αυτή την κατάσταση όλοι σχεδόν έχουμε περάσει, αφού τα έξοδα τρέχουν και θα κάνουμε 2 και 3 δουλειές αν χρειαστεί.

Κάπως έτσι η δουλειά μας μετατρέπεται σε ό,τι πολυτιμότερο έχουμε και παραγκωνίζουμε αξίες που ανέκαθεν είχαμε ή θα έπρεπε να έχουμε. Φτάσαμε σε μια εποχή που αναρωτιόμαστε αν όσοι εργάζονται κανονικό 8ωρο είναι τεμπέληδες ή πλούσιοι και δουλεύουν από χόμπι. Φτάσαμε στην εποχή που κάποιος δουλεύει ασταμάτητα και μια μέρα ξυπνά άρρωστος και ανακαλύπτει ότι δεν του έχουν κολλήσει ένσημα και αντί να είναι ζήτημα που μας απασχολεί όλους να υπάρχει απάθεια και να λέμε «ε, συμβαίνουν αυτά». Φτάσαμε να θεωρούμε λογικό να γίνεται αυτό και να λέμε μεταξύ μας «έτσι είναι οι δουλειές, τι περίμενες;».

Και πραγματικά αναρωτιέμαι αν εγώ είμαι τρελός όταν σκέφτομαι ότι έπειτα από σερί επιπλέον ωρών δουλειάς μπορεί πλέον να είναι κάποιος παραγωγικός. Είναι κοινή λογική άλλωστε ότι όσο περισσότερο εργαζόμαστε, τόσο περισσότερη δουλειά θα δημιουργούμε και επομένως ο εργοδότης θα σκεφτεί «αφού βγαίνει η δουλειά, γιατί να μη βάλω κι άλλη;». Κάπου εκεί χάνεται η ισορροπία και η λογική. Το να απασχολείται ένας εργαζόμενος όλη μέρα με τη δουλειά μόνο καλό δεν κάνει στην ψυχική και σωματική υγεία του, στην προσωπική και την οικογενειακή ζωή του.

Μήπως ζούμε για να μας δουλεύουν;

Η εργοδοτική αυθαιρεσία κάνει παρέλαση τα τελευταία χρόνια μπροστά στα μάτια μας και εμείς σε μεγάλο βαθμό απλώς μένουμε παρατηρητές. Οι εργοδότες αναγνωρίζοντας την κατάσταση προχώρησαν ένα βήμα παραπέρα. Χαρακτηριστικό είναι το τελευταίο περιστατικό με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Στη Βέροια όχι μόνο οι εργοδότες φτιάχνουν μαύρες λίστες με ανεπιθύμητους εργαζομένους, αλλά ανταλλάσσουν και πληροφορίες εν όψει ελέγχων της Επιθεώρησης Εργασίας.

Από εκεί που είχαμε ακούσει για την απόλυση εργαζομένων για υπερβολική χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, φτάσαμε στο σημείο οι εργοδότες να φτιάχνουν καλές και κακές λίστες με τους υπάκουους και πρόθυμους εργαζομένους από τη μία και τους ανεπιθύμητους από την άλλη.

Όπως αποκάλυψε ο πρόεδρος του Εργατικού Κέντρου Βέροιας Δημήτρης Ταχματζίδης, εργοδότες της περιοχής του έφτιαξαν έναν κλειστό λογαριασμό σε social medium με τον τίτλο «Κυνηγημένοι», όπου αναφέρουν ονόματα εργαζομένων που τους έχουν κάνει καταγγελία προκειμένου να προειδοποιήσουν τους υπόλοιπους επιχειρηματίες να μην τους προσλάβουν και μάλιστα σε μια περιοχή όπου το ποσοστό της ανεργίας αγγίζει το 35%.

Ο τίτλος της κλειστής ομάδας τους προκαλεί αρκετά ερωτήματα και απορίες. Ποιος τους κυνηγά; Έρχονται οι εργαζόμενοι στα σπίτια τους με κατσαβίδια και γαλλικά κλειδιά και τους απειλούν; Τους κυνηγούν και δεν μπορούν να βγουν μια ήσυχη βόλτα μαζί με την οικογένειά τους; «Ποιος τη ζωή τους, ποιος την κυνηγά» και δεν μπορούν να είναι ήσυχοι; Βέβαια να τους αναγνωρίσουμε ότι αποτελεί ελληνική πρωτοτυπία η δημιουργία μιας τέτοιας ομάδας, κάτι που δείχνει ότι  το δαιμόνιο των Ελλήνων επιχειρηματιών είναι εδώ και δεν μας έχει εγκαταλείψει.

Σήμερα είναι επιτακτική ανάγκη να βρεθεί μια ισορροπία μεταξύ εργασιακού βίου και προσωπικής ζωής. Δεν νοείται ένας εργαζόμενος να δουλεύει ασταμάτητα και στο τέλος της ημέρας να λέει ευχαριστώ, όπως αντίστοιχα δεν νοείται και ένας εργαζόμενος –ιδιαίτερα αυτοί που είναι στα πιο παραγωγικά τους χρόνια– να πηγαίνει στη δουλειά και να έχει τη νοοτροπία του κακού δημόσιου υπαλλήλου.

Η δουλειά και ως εκ τούτου η αίσθηση της συνεισφοράς και της δημιουργίας είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για να αισθάνεται ένας άνθρωπος πλήρης. Αντίστοιχα όμως είναι και ο ελεύθερος χρόνος και η ενασχόληση με δραστηριότητες που γεμίζουν έναν εργαζόμενο. Προσωπική και εργασιακή ζωή πρέπει να αλληλοσυμπληρώνονται και όχι η μία να υπερτερεί της άλλης.

Απόστολος Ζαβιτσάνος,
Δημοσιογράφος-«Στέντορας»

Share this post

Submit to DeliciousSubmit to DiggSubmit to FacebookSubmit to Google PlusSubmit to StumbleuponSubmit to TechnoratiSubmit to TwitterSubmit to LinkedIn