Ήρθε και η ΔΕΘ και μας έφερε μια πρωθυπουργική ομιλία γεμάτη υποσχέσεις και όραμα με το κιλό. Ένα όραμα του πρωθυπουργού που φυσικά μόνο άσχημο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί, ειδικά σήμερα, στη δύσκολη καθημερινότητα που βιώνουμε.
Ο κ. Τσίπρας, βλέποντας προς τις εκλογές, επιδίωξε να δώσει ελπίδα, να δείξει ότι κάτι αλλάζει, ότι τα πράγματα πάνε καλύτερα και ότι οι Έλληνες μπορούν πλέον να μοιραστούν και αυτοί το όραμά του. Ένα όραμα που μένει να αποτυπωθεί επί χάρτου και να γίνει από λόγια πράξη, γιατί λόγια χορτάσαμε και ακούσαμε πολλά, ακόμα και αν ήταν δίκαια και δεν έγιναν πράξη… Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Η ομιλία έγινε στη σκιά των 8 χρόνων μνημονίων, της εξόδου από αυτά, αλλά προπάντων της τιμώμενης χώρας, που δεν ήταν άλλη από τις ΗΠΑ. Την Αστερόεσσα την εκπροσώπησε ο κ. Γουίλμπουρ Ρος, υπουργός Εμπορίου των ΗΠΑ, παρέα με αμερικανικές εταιρίες παγκόσμιας εμβέλειας. Οι τεμενάδες που ειπώθηκαν μας αφήνουν παγερά αδιάφορους και ίσως μας απασχολήσουν άλλη στιγμή. Αυτά που μας απασχόλησαν όμως είναι οι υποσχέσεις του πρωθυπουργού για τον κόσμο της εργασίας, το όραμα –αν θέλουμε να είμαστε τυπικοί– και όχι η παροχολογία. Τι είπε λοιπόν;
Όπως μάθαμε, η ανεργία από 27% το 2015 έφτασε στο 19,1% τον Ιούλιο του 2018. Μάθαμε ότι δημιουργήθηκαν πάνω από 300.000 νέες θέσεις εργασίας, από τις οποίες το 70% είναι θέσεις πλήρους απασχόλησης. Μάθαμε ότι ο πρωθυπουργός έχει ως σχέδιο να κάνει τη χώρα μας παγκόσμιο πρότυπο ανάπτυξης και ευημερίας με αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας και αξιοπρεπείς αμοιβές για όλους. Μάθαμε ακόμα ότι υπάρχει η θέληση για μείωση της ανεργίας στο 10% μέσα στην επόμενη πενταετία. Μάθαμε ότι επίκειται αύξηση του μισθού μέσα στο 2019, αφού προηγηθεί διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους, και συνολικότερη ρύθμιση της αγοράς εργασίας με σεβασμό στα δικαιώματα των εργαζομένων.
Μάθαμε ότι οι δυνάμεις της εργασίας θα βρεθούν στο επίκεντρο με την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων και της αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης και της επεκτασιμότητας. Μάθαμε ότι θα δοθούν κίνητρα σε νέους επιστήμονες για να επιστρέψουν στην Ελλάδα και να αντιστραφεί το brain drain. Μάθαμε ότι επίκειται η κατάργηση του υποκατώτατου μισθού. Βέβαια, όλα αυτά που μάθαμε πασπαλίστηκαν με αρκετή άχνη ανάπτυξης, γιατί πώς αλλιώς θα πάμε μπροστά και πώς θα προοδεύσουμε ως χώρα…
Τι δεν μάθαμε
Όλα καλά και όλα ωραία με όσα ειπώθηκαν από τον πρωθυπουργό και μακάρι να γίνουν πράξη όσο πιο γρήγορα γίνεται. Φυσικά, πρέπει να περιμένουμε και τους θεσμούς, που θα έρθουν για να μας πουν κι αυτοί τη γνώμη τους, και στη συνέχεια να προχωρήσουμε. Άλλωστε ό,τι έχει γίνει στη χώρα τα τελευταία χρόνια έγινε κάτω από τη δική τους έγκριση. Αυτά όμως που δεν μάθαμε και οπωσδήποτε δεν ακούσαμε είναι όσα συνέβησαν τα τελευταία χρόνια. Όσα εφαρμόστηκαν από τις κυβερνήσεις των τελευταίων ετών και συνεχίζουν να έχουν ισχύ.
Δεν μάθαμε τίποτα για το ξεχασμένο οχτάωρο. Για όσους δεν θυμούνται ή δεν ξέρουν, αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε ισχύ η διευθέτηση του χρόνου εργασίας με τον Νόμο 3968/2011. Το οποίο σημαίνει ότι η διευθέτηση του χρόνου εργασίας είναι δικαίωμα του εργοδότη, ο οποίος μπορεί να αυξάνει τον ημερήσιο χρόνο εργασίας (με την προϋπόθεση ότι δεν ξεπερνά τις 40 ώρες εβδομαδιαίως) και μάλιστα χωρίς να καταβάλλει την υπερωρία. Ο νόμος χαρακτηριστικά δηλώνει ότι οι επιπλέον ώρες εργασίας δεν πληρώνονται ως υπερωρία, αλλά η αμοιβή τους «είναι ίση με την αμοιβή για εργασία 40 ωρών εβδομαδιαίως». Ο νόμος μάλιστα δίνει στον εργοδότη τρεις διαφορετικές δυνατότητες διευθέτησης, μετατρέποντας πρακτικά το ωράριο του εργαζομένου σε «λάστιχο».
Δεν μάθαμε τίποτα για την υπερεργασία και την υπερωρία. Συνδυαστικά με τον παραπάνω νόμο, ένας εργαζόμενος μπορεί να φτάσει να δουλεύει μέχρι και τις 60 ώρες εβδομαδιαίως. Βεβαίως οι κρατούντες είχαν προνοήσει και για αυτό και φρόντισαν ώστε να μειώσουν τις αποζημιώσεις με αλλεπάλληλους νόμους που ψήφισαν. Έτσι λοιπόν η υπερεργασία αμείβεται με προσαύξηση 20% (παλιότερα ήταν στο 50%). Για πάνω από 120 υπερωρίες τον χρόνο η προσαύξηση είναι στο 60% (παλαιότερα ήταν στο 75%). Ακόμα όμως και στην περίπτωση της παράνομης υπερωρίας, ενώ ο νόμος παλαιότερα προέβλεπε προσαύξηση 250%, σήμερα μετά βίας αυτή ανέρχεται στο 80%.
Όλα αυτά βέβαια με την προϋπόθεση ότι οι ελεγκτικοί μηχανισμοί του κράτους κάνουν τη δουλειά τους και δεν έχουμε ανύπαρκτους ελέγχους, γιατί τότε αυτές οι προσαυξήσεις δεν είναι παρά ένα κενό γράμμα του νόμου, οι εργοδότες περνούν καλά κι οι εργαζόμενοι χειρότερα.
Δεν μάθαμε τίποτα για την κατάργηση της κυριακάτικης αργίας. Συγκεκριμένα με τον Νόμο 4427/2017 δόθηκε η δυνατότητα στους καταστηματάρχες να ανοίγουν τα μαγαζιά τους όλες τις Κυριακές από τον Μάη μέχρι τον Οκτώβρη στις «τουριστικές περιοχές» σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη κ.α.
Δεν μάθαμε τίποτα για την ευρωπαϊκή οδηγία 2003/88, που αφορά την οργάνωση του χρόνου εργασίας, σύμφωνα με την οποία ένας εργαζόμενος μπορεί να φτάσει να δουλεύει μέχρι και 12 μέρες συναπτά. Κι αν φαίνεται τραβηγμένο αυτό, δεν χρειάζεται να ψάξει κάποιος για να βρει πειστήρια. Μόλις πριν από έναν χρόνο το Δικαστήριο της Ε.Ε. έβγαλε απόφαση που επιτρέπει τη συνεχόμενη εργασία ακόμα και για 12 μέρες χωρίς ανάπαυση για τους εργαζομένους που δουλεύουν 6 μέρες την εβδομάδα ή για 10 μέρες χωρίς ανάπαυση για τους εργαζομένους που δουλεύουν 5 μέρες την εβδομάδα.
Όπως αποφάνθηκε το Δικαστήριο, «το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν επιβάλλει η ελάχιστη περίοδος ανάπαυσης να χορηγείται το αργότερο την ημέρα που έπεται περιόδου έξι συνεχόμενων ημερών εργασίας, αλλά εντός κάθε περιόδου επτά ημερών». Βέβαια στην ίδια οδηγία αναφέρεται ότι ο μοναδικός περιορισμός είναι οι καθημερινές ώρες εργασίας να μην ξεπερνούν τις 11 συνεχόμενες. Όμως ακόμα και σε αυτό τον περιορισμό αναφέρεται ότι υπάρχουν εξαιρέσεις για διάφορους κλάδους, όπως οι γιατροί, ο κλάδος της βιομηχανίας, της γεωργίας κ.ά.
Δεν ακούσαμε τίποτα για τη δυνατότητα που έχουν οι εργοδοτικές οργανώσεις να σταματήσουν την επέκταση των ΣΣΕ (συλλογικών συμβάσεων εργασίας). Με πρόσφατη σχετική εγκύκλιο οι εργοδοτικές οργανώσεις έχουν τη δυνατότητα να εμποδίσουν τη διαδικασία με το να μην καταθέσουν το μητρώο μελών τους για να διαπιστωθεί αν απασχολούν το 50%+1% των εργαζομένων του κλάδου.
Ακόμα και όσα γράφονται τις τελευταίες μέρες για αύξηση σε μισθούς εργαζομένων, που, αν μη τι άλλο, είναι σημαντικότατο, καθώς οι εργαζόμενοι θα καταφέρουν να πάρουν μια ανάσα, δεν αφορούν το σύνολο των εργαζομένων. Αφορούν μόνο ένα κομμάτι σε συγκεκριμένους κλάδους, αφήνοντας όμως όλους τους υπόλοιπους απέξω. Εργαζόμενοι που βρίσκονται υπό το καθεστώς της γνωστής μας πλέον ευελιξίας (ενοικιαζόμενοι, εργολαβικοί, εργαζόμενοι σε διάφορες θυγατρικές κ.ο.κ.) πετιούνται στον Καιάδα χωρίς να δικαιούνται τίποτα. Σημειωτέον, ο αριθμός των ευέλικτων εργαζομένων συνεχώς αυξάνεται, γιατί κοστίζουν λιγότερο και είναι πιο εύκολα διαχειρίσιμοι σε μια σειρά από ζητήματα.
Δεν μάθαμε τίποτα για τη μείωση του αφορολόγητου, ένα από τα κυριότερα προβλήματα που θα κληθούν να αντιμετωπίσουν δεκάδες χιλιάδες χαμηλόμισθοι εργαζόμενοι. Ακόμα και όσοι αμείβονται με 600 ευρώ θα κληθούν από την εφορία να αφήσουν τον οβολό τους, γιατί τα 600 ευρώ σήμερα είναι πολλά και περισσεύουν… Εύλογα λοιπόν θα αναρωτιέται ένας εργαζόμενος αν αξίζει να πάρει αύξηση ή να δεχτεί πρόσληψη με 600 ευρώ ή να παραμείνει στον κατώτατο ή και τον υποκατώτατο μισθό με σκοπό να μην του αρπάξουν και τα ελάχιστα που μπορεί να εξασφαλίζει σήμερα.
Δεν μάθαμε επίσης τι εννοεί ο κ. Τσίπρας όταν λέει «ενίσχυση της διαπραγματευτικής δύναμης των εργαζομένων». Σε ποια διαπραγματευτική δύναμη αναφέρεται, αφού πλέον ο κατώτατος μισθός θα αποφασίζεται ερήμην τους. Από το 2012 με την περιβόητη πράξη υπουργικού συμβουλίου έχει αποφασιστεί ότι τον κατώτατο μισθό τον καθορίζει υπουργική απόφαση, η οποία διαμορφώνεται ύστερα από τους κοινωνικούς εταίρους και την κυβέρνηση με βάση την ανταγωνιστικότητα και την παραγωγικότητα.
Ας σημειωθεί ότι ο ΣΕΒ (Σύνδεσμος Επιχειρήσεων & Βιομηχάνων) έχει επανειλημμένα αντιταχθεί σε οποιαδήποτε αύξηση, χαρακτηρίζοντας μια τέτοια προοπτική αντιπαραγωγική και μια κίνηση που θα μας γυρίσει χρόνια πίσω και θα καταστρέψει όσα καταφέραμε τα τελευταία χρόνια σε επίπεδο οικονομίας και ανταγωνιστικότητας.
Όλα αυτά βέβαια για τα οποία δεν ακούστηκε τίποτα είναι όσα ψηφίστηκαν στη λογική η Ελλάδα να αποκτήσει ανταγωνιστικότητα και να γίνει μια χώρα-εργασιακό πρότυπο. Βέβαια κανέναν δεν έπεισε αυτό το αφήγημα, οπότε βρέθηκε καινούργιο στη ΔΕΘ και προχωράμε με αυτό μέχρι… να έρθει το επόμενο.
Το όραμα όμως του πρωθυπουργού δεν απευθυνόταν μόνο στους εργαζομένους, αλλά και στην αξιωματική αντιπολίτευση, πάντα στην προοπτική να φτιαχτεί ένα καινούργιο δίπολο, όχι Αριστερά-Δεξιά, όπως παλιότερα, αλλά δυνάμεις του (άκρατου) νεοφιλελευθερισμού από τη μία και δυνάμεις της προόδου και της δημοκρατίας από την άλλη. Το οξύμωρο όμως στην όλη υπόθεση είναι ότι για όσα δεν ακούσαμε ισχύουν νόμοι ψηφισμένοι από αυτές τις νεοφιλελεύθερες δυνάμεις (τη Ν.Δ. κατά κύριο λόγο), οι οποίοι εφαρμόστηκαν στο ακέραιο και δεν πρόκειται να παυτούν.
Εν κατακλείδι
Σύμφωνα με τον πρωθυπουργό και τα όσα μας είπε, φεύγει η εργασιακή ανασφάλεια, που τελικά… μένει. Η Ελλάδα της ευημερίας, της ισότητας και της ανάπτυξης θα καθυστερήσει ακόμη μια μέρα. Μπορεί να γίνουμε πρότυπο χώρας στα εργασιακά, αλλά για τους λάθος λόγους.
Οι εργαζόμενοι δεν πρέπει να ξεχνούν ότι όσα ακούστηκαν πριν από μία εβδομάδα ακριβώς ειπώθηκαν από τον ίδιο πολιτικό που μας υποσχέθηκε κατάργηση του ΕΝΦΙΑ, σκίσιμο των μνημονίων, μονομερή διαγραφή του χρέους, αύξηση του μισθού στα 751 ευρώ και τόσα άλλα. Σύντομα θα δούμε αν «βήμα βήμα θα ξανακερδίσουμε την εργασία στη χώρα μας με όρους αξιοπρέπειας», κάτι που προπαγάνδιζαν τα κυβερνητικά στελέχη όλες τις προηγούμενες ημέρες, ή αν πρόκειται ακόμα μία φορά για κάλπικες προσδοκίες.
Απόστολος Ζαβιτσάνος,
Δημοσιογράφος-«Στέντορας»