stentoras-exoun-oi-ergazomenoi-dikaiwma-sthn-apergia.jpg

Με αφορμή την απεργία που έγινε μέσα στην εβδομάδα από την Πανελλήνια Ναυτική Ομοσπονδία (ΠΝΟ) δημιουργήθηκε για πολλοστή φορά ένα κλίμα τρομολαγνείας. Καθείς από το πόστο του έσπευσε να προπαγανδίσει πόσο καταστροφική είναι η συγκεκριμένη απεργία, όπως ήταν και η προηγούμενη, όπως και η προ-προηγούμενη, όπως είναι όλες οι απεργίες. Εύλογα λοιπόν γεννάται το εξής ερώτημα: έχουν άραγε οι εργαζόμενοι δικαίωμα στην απεργία;

Ραδιόφωνα, τηλεόραση και εφημερίδες αναμάσησαν τη χιλιοειπωμένη καταστροφολογία για τους επιβάτες που ταλαιπωρούνται, την ανεπανόρθωτη βλάβη που δέχεται η εικόνα της χώρας μας ως τουριστικού παραδείσου και τις επιχειρήσεις που χάνουν δεκάδες χιλιάδες ευρώ και θα κλείσουν. Βέβαια η απεργία κράτησε μόλις μιάμιση μέρα και, όπως ήταν απολύτως φυσιολογικό, η απεργία έληξε, όλα συνεχίστηκαν στους συνηθισμένους ρυθμούς και η κανονικότητα επέστρεψε.

Όμως, όπως σε κάθε απεργία, αυτό που μάθαμε είναι ότι η χώρα παραλύει και βυθιζόμαστε στον βούρκο. Όταν απεργούν οι ναυτεργάτες, ο τουρισμός μας παθαίνει βλάβη, όταν κλείνουν οι αγρότες τις εθνικές οδούς, δεν μπορεί να μετακινηθεί ελεύθερα ο πληθυσμός όπου θέλει, όταν απεργούν οι γιατροί, θέτουν σε κίνδυνο τις ζωές των ασθενών, όταν απεργούν οι ιδιωτικοί υπάλληλοι, τα μαγαζιά δεν μπορούν να κάνουν τζίρο, όταν οι επιχειρηματίες κλείνουν τα μαγαζιά τους, δεν μπορεί ο κόσμος να αγοράσει τα προϊόντα που χρειάζεται, όταν απεργούν οι εργαζόμενοι στα μέσα μαζικής μεταφοράς, δεν μπορούν οι εργαζόμενοι να πάνε στη δουλειά τους. Φυσικά οι παραπάνω κλάδοι είναι απλώς ενδεικτικοί, γιατί, όποιος και να απεργήσει, η δημόσια ζωή μπαίνει σε κίνδυνο και η οικονομία μας δέχεται ισχυρό πλήγμα.

Φυσικά όλα τα παραπάνω ισχύουν και δεν βρίσκονται στη σφαίρα της φαντασίας, όμως είναι μόνο η μία όψη της πραγματικότητας. Στη σφαίρα της φαντασίας βρίσκεται η καταστροφή που δημιουργούν όλοι αυτοί που εχθρεύονται τέτοιες πρακτικές. Το περίεργο είναι ότι όσοι δημιουργούν αυτό το κλίμα δεν κάνουν τον κόπο να δουν την άλλη πλευρά, αυτή που επιμελώς αποφεύγουν ή, ακόμα χειρότερα, τη βλέπουν και δεν θέλουν να την παρουσιάσουν έστω για να δώσουν μια αντικειμενική οπτική της κατάστασης ακόμα και αν πάρουν θέση κατά αυτών των ενεργειών.

Δεν παρουσιάζουν την εικόνα σύμφωνα με την οποία όταν απεργούν οι ναυτεργάτες, το κάνουν γιατί καθημερινά εργάζονται κάτω από αντίξοες συνθήκες και με υψηλό κίνδυνο τραυματισμού, όταν κατεβαίνουν στον δρόμο οι αγρότες, το κάνουν γιατί τα προϊόντα τους σαπίζουν στα χωράφια τη στιγμή που τα εισαγόμενα είναι κατά πολύ χειρότερης ποιότητας, όταν απεργούν οι γιατροί, το κάνουν γιατί το προσωπικό δεν επαρκεί για να καλύψει τις ανάγκες των νοσοκομείων και αναγκάζονται να κάνουν διπλοβάρδιες και τριπλοβάρδιες, βάζοντας έτσι κι αλλιώς τη ζωή των ασθενών σε κίνδυνο, όταν απεργούν οι ιδιωτικοί υπάλληλοι, το κάνουν γιατί οι μισθοί έχουν κατακρεουργηθεί.

Το θέμα που ανοίγεται όμως και το οποίο σπανίως αναφέρεται στις δημόσιες συζητήσεις είναι αν τελικά οι εργαζόμενοι έχουν το δικαίωμα να απεργούν προκειμένου να διεκδικήσουν καλύτερες συνθήκες εργασίας. Αυτό είναι το ερώτημα που καίει και εκεί θα καταλήξει η συζήτηση με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται να ισχυριστούμε ότι κάθε απεργία είναι σωστή και δίκαιη. Αυτό κρίνεται διαρκώς. Οι εργαζόμενοι όμως έχουν κάθε δικαίωμα να απεργούν και να διεκδικούν καλύτερες συνθήκες εργασίας και καλύτερες αμοιβές.

Βεβαίως αυτό δεν σημαίνει ότι η απεργία είναι φάρμακο «διά πάσαν νόσον». Πρέπει να γίνεται οργανωμένα και με την απόφαση των οργανώσεων που εκπροσωπούν τον εκάστοτε εργασιακό χώρο και φυσικά χωρίς να γίνεται άσκοπη εκμετάλλευσή της, γιατί τότε καταντά ένα «πουκάμισο αδειανό» που δεν θα φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Η απεργία είναι δικαίωμα των εργαζομένων που έχουν κατακτήσει με αγώνες και, είτε το θέλουμε είτε όχι, είναι αναφαίρετο δικαίωμά τους να την επιλέγουν όποτε θέλουν.

Εξίσου φυσιολογικό είναι ότι η κάθε απεργία θα δημιουργεί προβλήματα σε άλλες κοινωνικές ομάδες. Και δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά, αφού ζούμε σε μια κοινωνία όπου ο βαθμός διασύνδεσης και αλληλεξάρτησης (οικονομικής και μη) έχει βαθύνει σε μεγάλο βαθμό. Μπορεί να μην είναι ευχάριστο γι’ αυτούς που υπόκεινται στην ταλαιπωρία, είναι όμως δεδομένο με μαθηματική ακρίβεια ότι θα έρθει η σειρά όλων των κλάδων να απεργήσουν και να παλέψουν για κάτι και τότε οι «θύτες» θα γίνουν «θύματα». 

Πρέπει οι εργαζόμενοι να έχουν το δικαίωμα να διεκδικούν με οποιονδήποτε τρόπο;

Αν δεχτούμε ότι οι απεργίες καταστρέφουν τον παραγωγικό ιστό της χώρας και ισοπεδώνουν την ομαλότητα της δημόσιας ζωής, γεννάται ένα ακόμα ερώτημα: τι θα έπρεπε να κάνει ένας εργαζόμενος που είναι απλήρωτος για μεγάλο χρονικό διάστημα; Πώς θα έπρεπε να αντιδράσει ένας εργαζόμενος όταν είναι ανασφάλιστος και χωρίς καμία κάλυψη σε περίπτωση ατυχήματος; Ποια θα έπρεπε να είναι η αντίδρασή του όταν ο εργοδότης εντατικοποιεί την εργασία γιατί έτσι θέλει; Δεν θα έπρεπε αυτοί οι εργαζόμενοι να διασφαλίσουν με κάποιο τρόπο τα οικονομικά, εργασιακά και ασφαλιστικά συμφέροντά τους;

Αν και το συνδικαλίζεσθαι είναι συνταγματικό δικαίωμα, σήμερα σε πολλούς χώρους εργασίας υπάρχουν απειλές, άλλες φορές φανερές και άλλες φορές έμμεσες, σε όποιον επιλέξει τον δρόμο του αγώνα. Πριν από μερικά χρόνια και ενώ οι μισθοί και οι συνθήκες εργασίας χειροτέρευαν, οι απεργίες συνολικά κρίθηκαν παράνομες και καταχρηστικές. Το οξύμωρο όμως είναι ότι το δικαίωμα της απεργίας δεν είναι τίποτα άλλο από το δικαίωμα στην εργασία με ανθρώπινους όρους.

Με την κρίση να σαρώνει τα πάντα στο πέρασμά της, ήρθε στο προσκήνιο η γενικευμένη εμφάνιση εργαζομένων μερικής απασχόλησης και η καταστρατήγηση των συλλογικών συμβάσεων. Έγινε ευρέως διαδεδομένη η λογική της πρόσληψης χαμηλόμισθων εργατών, οι οποίοι δεν έχουν τη δυνατότητα για διάφορους λόγους να οργανωθούν ή και να απεργήσουν. Οι εταιρίες σε αυτή την πρακτική βρήκαν σύμμαχο την κυβέρνηση, που νομιμοποίησε τον υποκατώτατο μισθό και τις mini jobs. Το χειρότερο όμως είναι ότι αυτές οι πρακτικές νομιμοποιήθηκαν και στη συνείδηση του κόσμου, πάντα στη λογική να λέμε «ευχαριστώ» και ας μας πετούν ψίχουλα εν μέσω της κατάστασης που βιώνουμε.

Οι απεργίες μέσα από τα ΜΜΕ

Καθώς η μεγάλη πλειονότητα των μέσων ενημέρωσης ανήκει σε επιχειρηματίες που έχουν σχέσεις είτε με πολιτικά πρόσωπα και συγκεκριμένα κόμματα είτε με επιχειρήσεις, προωθήθηκε έντονα η κάθε είδους απαξίωση των εργατικών κινητοποιήσεων. Οι απεργοί ονομάστηκαν «ταραχοποιοί», «τεμπέληδες που βαριούνται να δουλέψουν». Άλλωστε ποιος μπορεί  να ξεχάσει τις δηλώσεις του Παπανδρέου για «εργαζομένους-ρετιρέ».

Παράλληλα με την απαξίωση έγινε συστηματική προσπάθεια να έρθουν αντιμέτωποι οι εργαζόμενοι με την υπόλοιπη κοινωνία με το επιχείρημα ότι όσοι απεργούν απολαμβάνουν υψηλά προνόμια και παχυλούς μισθούς και θέτουν σε καθεστώς ομηρείας όλη την υπόλοιπη κοινωνία.   Αποκρύφθηκαν τα περιστατικά της εργοδοτικής αυθαιρεσίας και προωθήθηκαν στην επιφάνεια οι περιπτώσεις διαφθοράς.

Πόσοι θυμούνται τις καταγγελίες της προέδρου του σωματείου εργαζομένων στα Lidl για ομαδικές απολύσεις και αυθαιρεσίες του εργοδότη, που υποχρέωνε εργαζομένους να δουλεύουν απλήρωτοι επιπλέον ώρες τη στιγμή που ήταν δηλωμένοι ως 4ωροι. Πόσοι θυμούνται παρόμοιες καταγγελίες για πολυεθνικές, όπως η εταιρία ένδυσης  H&M και τα πολυκαταστήματα Media Markt, όπου εργαζόμενοι έβγαλαν στην επιφάνεια τις τροποποιήσεις ατομικών συμβάσεων ώστε να απολύονται χωρίς αποζημίωση. Πόσοι θυμούνται σήμερα τις διαμαρτυρίες των εργαζομένων στα Public, που προχώρησαν σε κινητοποιήσεις προκειμένου να πληρωθούν τις υπερωρίες που έκαναν (σε κάποιες περιπτώσεις οι απλήρωτες υπερωρίες άγγιζαν τον 1 χρόνο), τους οποίους υποχρέωναν να εργάζονται 12ωρα και 6ημερο, ενώ υπέγραφαν για πενθήμερο με 8 ώρες εργασίας την ημέρα. Πόσοι θυμούνται τις περιπτώσεις των εργοδοτών σε Ηράκλειο, Ναύπλιο και αλλού οι οποίοι έδιναν το δώρο Χριστουγέννων ως όφειλαν γιατί διαφορετικά θα πήγαιναν αυτόφωρο και στη συνέχεια ζητούσαν από τους υπαλλήλους τους να τους το επιστρέψουν. Μάλιστα κάποιοι εργαζόμενοι που δεν το δέχτηκαν είδαν την πόρτα της εξόδου και μέσω κινητοποιήσεων (αυτές οι κινητοποιήσεις που στρέφονται ενάντια στην εργασία…) κατάφεραν να επαναπροσληφθούν.

Οι εκβιασμοί της εργοδοσίας, η παρεμπόδιση με κάθε δυνατό τρόπο της συνδικαλιστικής δράσης, οι απολύσεις για συνδικαλιστικούς λόγους, ανεξάρτητα από το πώς η εργοδοσία τις χαρακτηρίζει κάθε φορά (απολύσεις για οικονομοτεχνικούς λόγους, για μη συμμόρφωση σε εντολή εργοδότη, για μη εκτέλεση συμβατικών καθηκόντων κ.ο.κ.), είναι στην ημερήσια διάταξη της εργοδοσίας σε όλους τους χώρους δουλειάς. Κι όλα αυτά καλύπτονται κάτω από τον μανδύα του «διευθυντικού δικαιώματος», που αποτελεί θεμελιώδη αρχή του εργατικού δικαίου και του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος στην ιδιοκτησία και την επιχειρηματική δραστηριότητα.

Τελικά ποια πρέπει να είναι η στάση των εργαζομένων;

Εδώ και χρόνια το εργατικό κίνημα συνολικότερα βρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο. Τα σωματεία, όπως και ο βαθμός οργάνωσης σε αυτά, είναι σε απελπιστική κατάσταση, την οποία βιώνουμε. Τα εργατικά δικαιώματα μπήκαν στον προκρούστη με ανάλογη κατάληξη. Με το ένα χέρι (κυβέρνηση και πολιτικά κόμματα) να τρίβει το άλλο (εργοδότες), οι μισθοί, τα εργατικά δικαιώματα και οι κινητοποιήσεις βρέθηκαν στο περιθώριο. Σε ποια κατεύθυνση πάμε είναι πλέον ξεκάθαρο, άλλωστε δεν το κρύβουν ούτε οι εργοδότες πλέον. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Σύλλογος Ελλήνων Βιομηχάνων (ΣΕΒ) στις αρχές του χρόνου ζητούσε ακόμα πιο σκληρή στάση απέναντι στο δικαίωμα της απεργίας, απαιτώντας να «επανεξεταστεί συνολικά ο συνδικαλιστικός νόμος», κάτι που, φυσικά, έγινε. Η ψήφιση των προαπαιτουμένων της Γ’ αξιολόγησης περιλαμβάνει και τον δραστικό περιορισμό στην άσκηση του απεργιακού δικαιώματος, ιδιαίτερα για τα πρωτοβάθμια σωματεία.

Με την ασυδοσία να επικρατεί σε πάρα πολλούς εργασιακούς χώρους, δεν μπορούμε να μένουμε αδιάφοροι σε ό,τι συμβαίνει γύρω μας. Η επιδίωξη των εργοδοτών είναι να σπάσουν το μέτωπο των εργαζομένων και να δημιουργήσουν εκείνες τις συνθήκες υπό τις οποίες αυτοί θα είναι απέναντι στον κάθε εργαζόμενο ξεχωριστά. Η σχέση σε αυτή την περίπτωση γίνεται κατάφωρα άνιση. Ο ισχυρός, δηλαδή ο εργοδότης, θα επιβάλλει την άποψή του στον ανίσχυρο, δηλαδή στον εργαζόμενο, ο οποίος δεν θα έχει προς υπεράσπισή του το συνδικάτο και συνεπώς η διαπραγματευτική δύναμή του θα είναι περιορισμένη. Θα κυριαρχήσει η λογική «ο σώζων εαυτόν σωθήτω». Ό,τι, με άλλα λόγια, επιθυμούν οι εργοδότες.

Με την ανεργία να αποτελεί βραχνά, τη μερική απασχόληση να επεκτείνεται, την ανασφάλιστη εργασία να κάνει πάρτι και την απλήρωτη εργασία να θεωρείται δεδομένη, οι εργαζόμενοι είναι αναγκασμένοι να απαντήσουν. Σαφώς και θα βγάλουν ανακοινώσεις και θα περάσουν σε καταγγελίες, σαφώς και θα κάνουν κινητοποιήσεις και θα προχωρήσουν σε διάλογο, αλλά κάποιες φορές δεν αρκούν μόνο αυτά. Το δικαίωμα της απεργίας δεν έρχεται σε αντιπαράθεση με το δικαίωμα στην εργασία. Αντιθέτως, αυτά τα δύο συνυπάρχουν και αλληλοσυμπληρώνονται. 

 

Απόστολος Ζαβιτσάνος,
Δημοσιογράφος-«Στέντορας»

Share this post

Submit to DeliciousSubmit to DiggSubmit to FacebookSubmit to Google PlusSubmit to StumbleuponSubmit to TechnoratiSubmit to TwitterSubmit to LinkedIn