Φτάσαμε πλέον στην πολυπόθητη 21η Αυγούστου και, σύμφωνα πάντα με το κυβερνητικό αφήγημα, βγήκαμε από τα μνημόνια και μπορούμε να πανηγυρίζουμε. Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι η Ιθάκη ήταν το τέλος μιας περιόδου και παράλληλα η αρχή μιας νέας. Ο Αλέξης Τσίπρας στο διάγγελμά του απασφάλισε προς όλες τις κατευθύνσεις και δεν ξέχασε κανέναν, από τους πρώην συντρόφους του μέχρι και τους προηγούμενους πρωθυπουργούς, κούνησε το δάχτυλο και τους κατηγόρησε για όλα τα δεινά αυτού του τόπου, παρουσιάζοντας εαυτόν ως σωτήρα.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Ιθάκη είναι η αρχή για την επόμενη σκηνή του έργου που πρόκειται να δούμε. Η κυβέρνηση είναι δεδομένο ότι θα θελήσει να πάρει πρωτοβουλίες προκειμένου να ανακουφίσει τους πολίτες, αρχής γενομένης από τις εξαγγελίες της ΔΕΘ. Τα θέματα που θα τεθούν είναι η αύξηση του κατώτατου μισθού, η επαναφορά της επεκτασιμότητας των συμβάσεων, το καυτό θέμα της μείωσης ή όχι των συντάξεων το 2019 και το ενδεχόμενο ελάφρυνσης των εισφορών για μια κατηγορία ελευθέρων επαγγελματιών.
Τι σηματοδοτεί η νέα φάση
Ο ΣΥΡΙΖΑ, στην αγωνία του να μείνει στην ιστορία του τόπου ως η κυβέρνηση που μας έβγαλε από τα μνημόνια, προπαγάνδισε ασύστολα και χωρίς κανέναν ενδοιασμό. Σίγουρα δεν τελειώνουν τα μέτρα και δεν σταματά η λιτότητα, αφού η στενή εποπτεία θα συνεχιστεί και η οικονομία της χώρας θα παρακολουθείται. Η κυβέρνηση έχει ήδη συμφωνήσει σε συγκεκριμένα πλεονάσματα, τα οποία για ακόμα μια φορά θα προέλθουν από τα μέτρα που θα παρθούν. Όμως αυτό τη φέρνει σε ιδιαίτερα δύσκολη θέση, καθώς πλέον καλείται να πάρει μέτρα υπέρ των εργαζομένων και να κινηθεί σε αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν που ήταν όλα τα προηγούμενα χρόνια.
Από την αρχή του 2018 έχουν ξεκινήσει οι δηλώσεις ανώτατων κυβερνητικών στελεχών για την αύξηση του κατώτατου μισθού με συνταγή Πορτογαλίας. Η υπουργός Εργασίας κα Αχτσιόγλου δήλωσε σε ραδιοφωνική συνέντευξή της την περασμένη Τετάρτη ότι «βασικό μέλημά μας είναι η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των εργαζομένων (…). Αυτό προχωρά με δύο τρόπους από το υπουργείο Εργασίας: Ο πρώτος τρόπος είναι οι συλλογικές συμβάσεις, που επιτρέπουν να αυξάνονται οι μισθοί σε όλα τα μισθολογικά επίπεδα. Αυτό το έχουμε ήδη νομοθετήσει και εξετάζουμε πια την επέκταση κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Ο δεύτερος τρόπος είναι η αύξηση του κατώτατου μισθού για να αυξηθεί άμεσα το εισόδημα όσων αμείβονται με τον κατώτατο».
Στην ίδια κατεύθυνση και η δήλωση του υφυπουργού Μεταναστευτικής Πολιτικής κ. Μπαλάφα: «Η κυβέρνηση, εν όψει της ΔΕΘ και του προϋπολογισμού του επόμενου έτους, έχει προαναγγείλει την αύξηση του κατώτατου μισθού και την επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων. Επιπλέον έχει στον ένα ή τον άλλο βαθμό προδιαγράψει την εφαρμογή φορολογικών ελαφρύνσεων και ελαφρύνσεων στις εισφορές των μεσαίων στρωμάτων, όπως επίσης τη στοχευμένη ενίσχυση κοινωνικών παροχών. Ακόμα έχει τονιστεί ότι θα εξαντληθούν όλα τα περιθώρια για τη μη προώθηση της διάταξης για την περικοπή των συντάξεων από 1/1/2019». Μια κίνηση που φυσικά έχει υψηλή πολιτική σημασία, καθώς αναμένεται να συσφίξει έστω και λίγο τις σχέσεις της κυβέρνησης με τους μισθωτούς, το οποίο θεωρείται απαραίτητο μετά τις δημοσκοπικές βουτιές του ΣΥΡΙΖΑ.
Φυσικά, όσο άμεσα και αν πραγματοποιηθούν μισθολογικές αλλαγές –πάντα με την προϋπόθεση ότι η κυβέρνηση θα προχωρήσει σε αυξήσεις και δεν θα πραγματοποιήσει ξανά μια από τις γνωστές της κωλοτούμπες–, η όποια αύξηση έρθει θα έχει ανταπόκριση από τις αρχές του 2019. Αυτό σημαίνει ότι οι διαβουλεύσεις πρέπει να ξεκινήσουν άμεσα έτσι ώστε να έχουν θεσμοθετηθεί οι σχετικές αλλαγές μέχρι τον Δεκέμβριο του 2018. Να υπενθυμίσουμε ότι το επίπεδο κατώτατου μισθού συρρικνώθηκε κατά 22% για όσους είναι άνω των 25 ετών και κατά 32% για τους όσους είναι κάτω των 25 ετών, γεγονός που προκάλεσε τη βίαιη φτωχοποίηση μεγάλου μέρους των εργαζομένων.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι εδώ και καιρό ο ΣΕΒ έχει αντιταχθεί στην εν λόγω κίνηση διότι θα πυρπολούσε τα όποια βήματα έχουν γίνει. Αντίστοιχες ανησυχίες έχουν εκφράσει και μια σειρά από εργοδοτικές οργανώσεις για το αποτέλεσμα που θα έχουν ενδεχόμενες αυξήσεις στους μισθούς στην ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεών τους. Οι Θεσμοί από την πλευρά τους έχουν υπογραμμίσει ότι η φιλοσοφία των μέτρων που λήφθηκαν στην ελληνική αγορά εργασίας αλλοιώνεται από την επικράτηση των συλλογικών έναντι των επιχειρησιακών συμβάσεων.
Όσον αφορά τις συλλογικές συμβάσεις, η επεκτασιμότητά τους αποτελεί νούμερο ένα προτεραιότητα για την κυβέρνηση. Αν υπάρξουν αλλαγές, αυτό θα έχει άμεσο αντίκτυπο σε εκατοντάδες χιλιάδες εργαζομένους, οι οποίοι θα δουν άμεση αύξηση του μισθού τους. Βέβαια η όποια κίνηση θα βρεθεί σε αντιδιαστολή με τα μνημόνια, καθώς αυτά απαγόρευαν την υποχρεωτική εφαρμογή των όρων της κλαδικής σύμβασης που είχε υπογραφεί σε όλες τις επιχειρήσεις του κλάδου. Επιπρόσθετα οι δανειστές έχουν θέσει ως όρο για μια τέτοια κίνηση την απόδειξη από μεριάς της κυβέρνησης ότι η εν λόγω κλαδική σύμβαση έχει υπογραφεί από επιχειρήσεις που απασχολούν πάνω από το 51% των εργαζομένων του κλάδου. Για να γίνει όμως κάτι τέτοιο, θα χρειαστεί οι επιχειρήσεις να υποβάλουν τα στοιχεία με το μητρώο των μελών τους. Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι είναι μια θολή διαδικασία με πάρα πολλά αγκάθια.
Όπως ανέφερε η κα Αχτσιόγλου σε συνέντευξή της στο ΑΠΕ-ΜΠΕ: «Η επαναφορά των βασικών αρχών των συλλογικών διαπραγματεύσεων, της επεκτασιμότητας και της αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης έχει ήδη νομοθετηθεί από την κυβέρνηση και τέθηκε σε ισχύ με το τέλος του μνημονίου. Οι εργαζόμενοι έχουν ξανά τη δυνατότητα και τα εργαλεία να διεκδικήσουν και να υπογράψουν συλλογικές συμβάσεις που θα βελτιώνουν τους μισθούς και τους όρους εργασίας τους.
»Από την πλευρά μας στο Υπουργείο Εργασίας εξετάζουμε ήδη τις ισχύουσες κλαδικές συλλογικές συμβάσεις προκειμένου με απόφασή μου να επεκταθούν, να κηρυχτούν δηλαδή γενικώς υποχρεωτικές. Φαίνεται ότι μέσα στις επόμενες δύο εβδομάδες θα είμαστε σε θέση να επεκτείνουμε κλαδικές συλλογικές συμβάσεις στον τουρισμό, στις τράπεζες και στη ναυτιλία, που καλύπτουν συνολικά περισσότερους από 77.000 εργαζομένους. Θα συνεχίσουμε με τις επόμενες ακολουθώντας τη θεσμοθετημένη διαδικασία.
»Μέσω των επεκτάσεων αυτών, αλλά και της αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης, που απαγορεύει σε μια ατομική ή μια επιχειρησιακή σύμβαση να καθορίζει χειρότερους μισθούς και όρους εργασίας από τη συλλογική σύμβαση του κλάδου, χιλιάδες εργαζόμενοι θα δουν άμεση βελτίωση του διαθέσιμου εισοδήματός τους. Η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των εργαζομένων αποτελεί κεντρική πολιτική στόχευση αυτής της κυβέρνησης. Τη στόχευση αυτή υπηρετούμε με δύο μέσα: αφενός με την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, που έχει ήδη τεθεί σε ισχύ, σύμφωνα με όσα προανέφερα, αφετέρου με την αύξηση του κατώτατου μισθού που θα βελτιώσει άμεσα το εισόδημα εκατοντάδων χιλιάδων εργαζομένων.
»Η διαδικασία για την αύξηση του κατώτατου μισθού θα ξεκινήσει άμεσα. Προβλέπει τη σύνταξη εκθέσεων από συγκεκριμένους επιστημονικούς φορείς ώστε να εκτιμηθεί η επίδραση της αύξησης στους βασικούς οικονομικούς δείκτες, ακολούθως τη διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους, τη σύνταξη πορίσματος από επιτροπή εμπειρογνωμόνων και, τέλος, την απόφαση του υπουργού Εργασίας για την αύξηση. Η όλη διαδικασία δεν θα διαρκέσει περισσότερους από τέσσερις μήνες. Το επίπεδο της αύξησης θα αποτελέσει ακριβώς το αντικείμενο των επεξεργασιών που θα γίνουν το διάστημα αυτό. Ως εκ τούτου δεν θα πρέπει να προκαταλάβουμε τη θεσμοθετημένη διαδικασία».
Το πορτογαλικό μοντέλο
Η υπουργός Εργασίας είχε πραγματοποιήσει ταξίδι στην Ιβηρική Χερσόνησο προκειμένου να λάβει τεχνογνωσία για τις κινήσεις που πραγματοποιήθηκαν εκεί μετά το μνημόνιο και να τις υιοθετήσει ως έναν βαθμό. Όσον αφορά το ύψος του κατώτατου μισθού, πρόθεση είναι να φτάσει πάλι στα 751 ευρώ, όχι άμεσα, αλλά τμηματικά.
Η πρόθεση είναι για το 2019 να υπάρξει μια αύξηση της τάξης των 50 ευρώ περίπου και ακολούθως κάθε χρόνο να γίνεται μια ισόποση αύξηση έτσι ώστε μέσα σε 3-4 χρόνια ο μισθός να προσεγγίσει πάλι τα 751 ευρώ. Η κυβέρνηση εξετάζει παράλληλα και κάποιου είδους παρέμβαση στο λεγόμενο υποκατώτατο μισθό για τους νέους εργαζομένους κάτω των 25 ετών γιατί, αν αυξηθεί μόνο ο βασικός μισθός των 586 ευρώ, θα μεγαλώσει η ψαλίδα και θα βρεθούν αντιμέτωποι με το φάσμα της ανεργίας οι μεγαλύτεροι εργαζόμενοι.
Η Πορτογαλία αντίστοιχα, όταν εξήλθε από το δικό της πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, προχώρησε σε αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 27 ευρώ (από 530 σε 557 ευρώ), ένα έτος μετά, το 2018, ο μισθός ανέβηκε στα 580 ευρώ και η χώρα στοχεύει το 2019 να αυξηθεί πάλι στα 600 ευρώ.
Η Ε.Ε. συζητά για τα δικαιώματα των εργαζομένων
Παράλληλα με τα παραπάνω σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης εξελίσσεται μια ενδιαφέρουσα συζήτηση για τα ελάχιστα δικαιώματα των εργαζομένων. Οι διαβουλεύσεις πραγματοποιούνται πάνω σε κείμενα για τη βελτίωση «της διαφάνειας και της προβλεψιμότητας των όρων εργασίας σε όλη την Ε.Ε.». Φυσικά σε όλη τη διαδικασία την τιμητική τους έχουν οι νέες ελαστικές μορφές απασχόλησης, που τα τελευταία χρόνια έχουν επεκταθεί επικίνδυνα. Η πρόταση φυσικά βρήκε υποστηρικτές, ένας εκ των οποίων η Business Europe (πανευρωπαϊκή ένωση εργοδοτών), η οποία χαιρέτισε τη συζήτηση μιλώντας για «βήματα στην κατεύθυνση μιας πιο ρεαλιστικής προσέγγισης της κοινωνικής Ευρώπης».
Οι ελαστικές εργασιακές σχέσεις μάλιστα δεν εξαντλούνται πλέον στις γνωστές μορφές της μερικής απασχόλησης και της προσωρινής εργασίας, αλλά αφορούν ένα ολόκληρο ψηφιδωτό από εργασιακά καθεστώτα. Η ενοικίαση εργαζομένων, οι συμβάσεις μηδενικών ωρών, οι mini jobs και οι flexi jobs, η εργασία on call, η εργασία με voucher, η εργασία μέσα από ψηφιακές πλατφόρμες (πληθεργασία) είναι μερικές χαρακτηριστικές ψηφίδες της συνολικής εικόνας της εργασίας-λάστιχο. Οι εργαζόμενοι που απασχολούνται κάτω από ανάλογες συνθήκες δεν στερούνται απλώς μια πλήρη και σταθερή εργασία, αλλά πολύ περισσότερο την ασφάλιση, τα επιδόματα ανεργίας όταν απολύονται, άδειες, σταθερό ωράριο, καθώς ανάλογα με τις ορέξεις και τις ανάγκες του εργοδότη ο εργαζόμενος δουλεύει είτε περισσότερο είτε λιγότερο, και μια σειρά ακόμα από δικαιώματα, που αποτελούν όνειρο θερινής νυκτός.
Τα νέα ελάχιστα δικαιώματα δεν πρόκειται να αλλάξουν όλα τα παραπάνω. Αντίθετα, όπως ειπώθηκε στη συζήτηση, το απαραίτητο είναι «να πλαισιωθεί κατάλληλα η ανάπτυξη νέων μορφών απασχόλησης». Η Ε.Ε. άλλωστε ουκ ολίγες φορές έχει πιει νερό στο όνομα της ευελιξίας και των καλών που έχει φέρει στην εργασιακή αγορά και την οικονομία, αφού αναγνωρίζεται ως ένας από τους κύριους παράγοντες ανάπτυξης και ανταγωνιστικότητας.
Απόστολος Ζαβιτσάνος,
Δημοσιογράφος-«Στέντορας»