Και ενώ όλα κυλούσαν ομαλά και, όπως όλα έδειχναν, ο καλοκαιρινός λήθαργος είχε καλύψει πλήρως όποια εργασιακά ζητήματα άνοιξαν το προηγούμενο διάστημα, ήρθε η έκθεση του ΔΝΤ για να δημιουργήσει έναν ακόμα πονοκέφαλο στην κυβέρνηση, βάζοντας στοπ σε μια σειρά εργασιακών αλλαγών που βρίσκονταν στην κυβερνητική ατζέντα.
Σύμφωνα με την έκθεση, το ΔΝΤ ζητεί να μπει φρένο στην επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, καθώς η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής αγοράς θα επηρεαστεί αρνητικά. Επιπρόσθετα ζητεί να συνεχιστεί η προσπάθεια διεύρυνσης της ευελιξίας στην αγορά εργασίας, να ευθυγραμμιστεί το πλαίσιο για τις ομαδικές απολύσεις με βάση τις ευρωπαϊκές πρακτικές, να επιταχυνθεί το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, όπως οι μηχανικοί, οι δικηγόροι, οι συμβολαιογράφοι κ.ά., αλλά και να απαλειφθούν οι συνταγματικοί περιορισμοί για τη λειτουργία των καταστημάτων τις Κυριακές.
Να υπενθυμίσουμε ότι η κυβέρνηση όπου βρεθεί κι όπου σταθεί εξαγγέλλει ότι μετά τον Αύγουστο και με την έξοδο της χώρας από τη μνημονιακή περίοδο θα επανέλθουν σε ισχύ οι συλλογικές διαπραγματεύσεις με την υπογραφή των νέων συλλογικών συμβάσεων και παράλληλα θα ξεκινήσει η διαδικασία θεσμοθέτησης προς τα πάνω του κατώτατου μισθού. Αρωγός σε αυτή την προσπάθεια είχε σταθεί ο ΟΟΣΑ (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης), ο οποίος σε πρόσφατη έκθεσή του δήλωνε χαρακτηριστικά ότι «οι θεσμοί συλλογικής διαπραγμάτευσης διαδραματίζουν βασικό ρόλο στις επιδόσεις της αγοράς εργασίας», κάνοντας με αυτό τον τρόπο μνεία στην ιδιαίτερη σημασία τους και δίνοντας παράλληλα ένα ακόμα διαπραγματευτικό όπλο και στήριγμα στην κυβέρνηση.
Τα κυβερνητικά αφηγήματα προς κατάρρευση
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού αλλά και η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων είναι 2 από τα βασικά κυβερνητικά αφηγήματα με τα οποία θα πορευτεί ο ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές και τα οποία ήδη τα αξιοποιεί στην άτυπη προεκλογική περίοδο που διανύουμε. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δ. Τζανακόπουλος δήλωνε σε ενημέρωση των πολιτικών συντακτών στις 10 Ιουλίου: «Η πολιτική κατεύθυνση της κυβέρνησης είναι το αμέσως επόμενο διάστημα –και με τα μεγαλύτερα πεδία ελευθερίας που προσφέρει η έξοδος από το μνημόνιο– να εντείνει τις παρεμβάσεις για την επαναρρύθμιση της αγοράς εργασίας, αλλά και να προχωρήσει στις αναγκαίες πρωτοβουλίες για την αύξηση του κατώτατου μισθού για να μπει ένα τέλος στον κύκλο της απορρύθμισης και της εργασιακής ζούγκλας που επιβλήθηκε την περίοδο 2010-2014».
Η έκθεση του ΔΝΤ σαφώς προκαλεί προβλήματα. Η χρονική περίοδος στην οποία έρχονται οι συστάσεις του ΔΝΤ έχουν ιδιαίτερη σημασία, καθώς βρισκόμαστε κάτι λιγότερο από έναν μήνα από τις γιορτές και τα πανηγύρια που ετοιμάζει η κυβέρνηση μπροστά στη λεγόμενη «έξοδο από τα μνημόνια». Αφενός με την έκθεση προδίδει τη στάση που θα κρατήσει στη μεταμνημονιακή περίοδο, αφετέρου αποδεικνύεται ότι δεν θα υπάρχει τόσο μεγάλη ελευθερία κινήσεων και μονομερών ενεργειών από την ελληνική κυβέρνηση.
Μέσα σε όλα ήρθε και την εβδομάδα που μας πέρασε το αίτημα του ΣΒΒΕ (Σύνδεσμος Βιομηχάνων Βορείου Ελλάδος), μέσα από το οποίο ο πρόεδρός του ζήτησε να αυξηθεί μεν ο κατώτατος μισθός, αλλά να μειωθούν οι ασφαλιστικές εισφορές.
Φυσικά οποιαδήποτε κίνηση, είτε για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις είτε για την αύξηση του κατώτατου μισθού είτε για τις ασφαλιστικές εισφορές, θα ξεκινήσει μετά τον Αύγουστο. Γιατί το αναφέρουμε αυτό; Γιατί δεν πρέπει να βγάζουμε από το συνολικό κάδρο την κατάσταση της ανεργίας και πώς θα διαμορφώνεται εκείνη την περίοδο. Μπορεί λοιπόν με βάση το πληροφοριακό σύστημα «Εργάνη» το ισοζύγιο προσλήψεων-απολύσεων να έκλεισε για τον μήνα Ιούλιο με θετικό ισοζύγιο 33.620 θέσεις εργασίας, όπως επίσης και για το 6μηνο Ιανουάριος-Ιούλιος με θετικό ισοζύγιο 298.171 θέσεις εργασίας, αλλά οι περισσότερες δουλειές είναι θέσεις εργασίας στον τουρισμό και ως εκ τούτου εποχικές.
Τουτ’ έστιν από Σεπτέμβρη, όπου αναμένεται με βάση τις κυβερνητικές εξαγγελίες να ξεκινήσει η διαβούλευση για τα μισθολογικά, τα ποσοστά της ανεργίας θα πάρουν την ανιούσα, αφού πάρα πολλοί εργαζόμενοι θα σταματήσουν τη δουλειά σε ξενοδοχειακές μονάδες και χώρους εστίασης.
Αν συνυπολογίσουμε και τα επίσημα στοιχεία του ΕΦΚΑ, θα μπορέσουμε να έχουμε μια πλήρη εικόνα για εκείνη την περίοδο. Σύμφωνα με τις αναλυτικές περιοδικές δηλώσεις (ΑΠΔ) των επιχειρήσεων, τον περασμένο Φλεβάρη τρεις στους δέκα μισθωτούς εργάζονταν με μερική απασχόληση και ο μέσος μισθός τους ήταν μόλις 378,21 ευρώ μεικτά. Ο αριθμός των μισθωτών με μερική απασχόληση τον Φλεβάρη του 2018 εκτοξεύτηκε στις 623.119, περίπου στο 1/3 του συνόλου των μισθωτών. Αν μάλιστα συγκρίνουμε τον αντίστοιχο μήνα του 2017, θα δούμε ότι υπάρχει μεν αυξητική τάση, βασισμένη όμως στη μερική απασχόληση.
Άρα λοιπόν με τον υποκατώτατο μισθό να κυριαρχεί και να πηγαίνει χέρι χέρι με τη μερική απασχόληση και με τις απολύσεις να ξεκινούν από αρχές Σεπτέμβρη αναμένεται να ξεκινήσει η συζήτηση για την αύξηση του κατώτατου μισθού.
Οι διαθέσεις του ΔΝΤ ήταν γνωστές και αναμενόμενες. Σχεδόν πάντοτε έφερνε κωλύματα στην ελληνική κυβέρνηση. Αυτό ήταν άλλωστε το καθήκον του. Ως σύμβουλος πλέον του ελληνικού προγράμματος προειδοποιεί ότι μια ενδεχόμενη στροφή κατεύθυνσης της κυβέρνησης θα δημιουργήσει ρήγματα στις μέχρι τώρα προσπάθειες. Πράγματα τα οποία έχουν ειπωθεί και από Ευρωπαίους αξιωματούχους, οι οποίοι συχνά πυκνά εγκαλούν την κυβέρνηση και δηλώνουν μετά παρρησίας ότι όλος αυτός ο δρόμος που διανύθηκε δεν πρόκειται να πάει χαμένος. Η κυβέρνηση καλείται λοιπόν να αποφασίσει ποιο δρόμο θα διαλέξει. Αν κρίνουμε από το παρελθόν της, το μέλλον για τους εργαζομένους δεν θα είναι ευοίωνο. Το σίγουρο είναι ότι το επόμενο διάστημα οι εξελίξεις θα τρέξουν γρήγορα και το ερώτημα είναι αν θα τρέξουν με ή χωρίς τους εργαζομένους και τις ανάγκες τους.
Απόστολος Ζαβιτσάνος,
Δημοσιογράφος–«Στέντορας»