Η αυτογνωσία και η αυτοεκτίμηση αποτελούν δύο από τις ουσιαστικότερες παραμέτρους προκειμένου ένα άτομο να προβεί στις κατάλληλες για τον εαυτό του εκπαιδευτικές και επαγγελματικές επιλογές. Επιλογές που θα απαντούν στις δικές του βαθύτερες ανάγκες και θα εκφράζουν τα δικά του ατομικά ταλέντα και ικανότητες, ώστε να βιώνει προσωπική ικανοποίηση. Αντίθετα, όσο λιγότερο οι εκπαιδευτικές και επαγγελματικές αποφάσεις και επιλογές βασίζονται στην ανάπτυξη της αυτογνωσίας και αυτοεκτίμησης, τόσο περισσότερο αυξάνεται ο ρόλος της κοινωνικής επιβολής.
Από τα πανάρχαια χρόνια, οι εκάστοτε ελίτ (πολιτικές, θρησκευτικές, οικονομικές κ.λπ.) προκειμένου να ελέγξουν τον πληθυσμό μεταξύ άλλων κατέστρεφαν την αυτοεκτίμησή του. Και το πετύχαιναν κυρίως με το να τον πείθουν και να τον εκπαιδεύουν να υπακούει και να υποτάσσεται σε μια εξουσία έξω από τον εαυτό του, χρησιμοποιώντας τον φόβο, την τιμωρία, τον έλεγχο και την επιβολή δύναμης (π.χ. οι δούλοι τον αφέντη, οι αδύναμοι τον δυνατό, η γυναίκα τον άντρα, το παιδί τον γονιό). Οι άνθρωποι το δέχονταν αυτό καθώς πρώτον το μάθαιναν από πολύ νωρίς και δεύτερον ο έλεγχος τους έδινε μια μορφή προστασίας και ασφάλειας. Το τίμημα όμως ήταν η ελευθερία τους.
Ο υποταγμένος άνθρωπος έχει χαμηλή αυτοεκτίμηση γιατί, χωρίς να το συνειδητοποιεί, έχει παραχωρήσει τη δύναμή του στον φόβο και έχει τοποθετήσει την ασφάλεια και την αξία του έξω από τον εαυτό του. Η αυτογνωσία και η ανάπτυξη αυτοεκτίμησης υπαγορεύουν την εξερεύνηση του υποσυνειδήτου. Διαφορετικά, δεν θα μπορέσει κανείς να κατανοήσει πώς και γιατί οι άνθρωποι παραχωρούν ή ξεπουλούν την ελευθερία τους για να πάρουν «ασφάλεια», να νιώσουν ότι «αξίζουν» ή να αισθανθούν «επιτυχημένοι».
Αρχικά, μέσα στην οικογένεια, ένα παιδί μαθαίνει να ορίζει τον εαυτό του με βάση τη στάση των σημαντικών άλλων απέναντί του. Πέρα από την ανάγκη του για επιβίωση, ένα παιδί έχει πολλές ψυχοσυναισθηματικές ανάγκες: για ασφάλεια, αγάπη, αποδοχή, αναγνώριση, επικοινωνία, έκφραση κ.λπ., ανάγκες που ψάχνουν να τραφούν έξω από τον εαυτό του, αφού το ίδιο το παιδί είναι σωματικά και συναισθηματικά εξαρτημένο. Συχνά, στην προσπάθειά του να απαντήσει σ’ αυτές τις ανάγκες, μαθαίνει υποσυνείδητα να αρνείται τον αληθινό εαυτό του υιοθετώντας στάσεις και συμπεριφορές των γονιών.
Αργότερα, με την κοινωνικοποίησή του (σχολείο, παρέες συνομηλίκων κ.ά.), προκειμένου να «ταιριάξει» και να νιώσει ότι ανήκει, συνεχίζεται και εδραιώνεται μέσα του αυτή η διαδικασία άρνησης του εαυτού, καθώς το νεαρό άτομο υιοθετεί μια «περσόνα» την οποία αντιλαμβάνεται ως εαυτό του. Αυτή η περσόνα είναι βασισμένη στον φόβο (ότι δεν θα γίνει αποδεκτό, ότι θα απορριφθεί, θα γελοιοποιηθεί ή θα τιμωρηθεί αν θα είναι ο αληθινός του εαυτός) και λειτουργεί ως ασπίδα προστασίας προκειμένου το άτομο να επιβιώσει συναισθηματικά.
Ένας άνθρωπος που δεν έχει ασχοληθεί με την αυτογνωσία του γνωρίζει συνειδητά μόνο το 2%-5% του εαυτού του. Συνεπώς, οι επιλογές του καθορίζονται κατά 95%-98% από το υποσυνείδητό του. Ένα τέτοιο άτομο συχνά γίνεται εν μέρει η μαμά του, εν μέρει ο μπαμπάς του και εν μέρει αυτό που αναμένει η κοινωνία να γίνει. Με αυτόν τον τρόπο, η περσόνα γίνεται το σκέπαστρο της ψυχής και του αληθινού εαυτού.
Σε περιόδους κοινωνικών και οικονομικών κρίσεων, αυτή η διαδικασία άρνησης του εαυτού και υποταγής-συμμόρφωσης στις κοινωνικές και οικονομικές επιταγές γίνεται εντονότερη, καθώς μαζικά οι άνθρωποι φαίνεται να είναι πρόθυμοι να παραχωρήσουν υποσυνείδητα την ελευθερία τους για να επιβιώσουν σε φυσικό και ψυχοσυναισθηματικό επίπεδο. Σε τέτοιες περιόδους, είναι επιτακτική η ανάγκη να αρχίσουν όλοι, και κυρίως οι νέοι, να ασχολούνται με την αυτογνωσία τους, να γκρεμίσουν τα τείχη της περσόνας τους (πεποιθήσεις, μοτίβα και πρότυπα συμπεριφοράς, συναισθηματικά τραύματα κ.λπ.) και να εξετάσουν πού έχουν τοποθετήσει την αξία και την αυτοεκτίμησή τους, ώστε να καταφέρουν να βαδίσουν το δικό τους ατομικό μονοπάτι και να εκφράσουν τον δικό τους μοναδικό εαυτό.
Σ’ ένα σκόπιμα διαμορφωμένο αρνητικό περιβάλλον, όπου η διαφορετικότητα κατακρίνεται, όπου ο φόβος και ο θυμός καλλιεργούνται υποσυνείδητα ως οι κυρίαρχες ενέργειες, καλείται ο καθένας να δημιουργήσει τη δική του θετική πραγματικότητα. Οι εκπαιδευτικές και επαγγελματικές επιλογές είναι ένας καθρέφτης που αντανακλά κατά πόσο το άτομο βασίστηκε στην αυτογνωσία και στην αυτοεκτίμησή του ή αν αδιόρατα επέτρεψε να θυματοποιήσει τον εαυτό του, ανοίγοντας την πόρτα στην κοινωνική επιβολή.
Σ’ έναν κόσμο όπου κυριαρχεί η εξαπάτηση, οι άνθρωποι εκπαιδεύονται να εξαπατούν τον ίδιο τους τον εαυτό. Ο ίδιος ο εγκέφαλος είναι προγραμματισμένος στην εξαπάτηση. Δηλαδή, μπορεί κανείς σε συνειδητό επίπεδο να δηλώνει ότι επιθυμεί μια ζωή χαράς, αγάπης, αφθονίας, ελευθερίας και εσωτερικής γαλήνης και, με τις επιλογές του (π.χ. μια δουλειά που δεν χαίρεται, που την κάνει από ανάγκη), υποσυνείδητα να αρνείται αυτές τις ποιότητες. Για να μπορέσει κανείς να αντιστρέψει τέτοια φαινόμενα και να δημιουργήσει μια θετική πραγματικότητα στη ζωή του, που πραγματικά θα χαίρεται, απαιτούνται κάποιες προϋποθέσεις:
- Πρώτον, να μάθει να αναγνωρίζει τη δύναμή του, σε βαθύ συναισθηματικό επίπεδο, όχι μόνο με το διανοητικό μυαλό του. Θα χρειαστεί να καταλάβει πώς και γιατί έμαθε να παραχωρεί και να αρνείται τη δύναμή του και, σταδιακά, να εκπαιδευτεί να χρησιμοποιεί αυτή τη δύναμη στην υπηρεσία της ψυχής του (όχι στην υπηρεσία του προγραμματισμένου του εγκεφάλου). Μερικά ενδεικτικά παραδείγματα άρνησης και παραχώρησης της δύναμης είναι: όταν κανείς ορίζει τον εαυτό του με βάση τη στάση των άλλων απέναντί του, όταν τον νοιάζει πώς θα τον δουν οι άλλοι, όταν θέλει να αποδείξει την αξία του, όταν κάνει επιλογές για να ικανοποιήσει τις προσδοκίες των άλλων, όταν φοβάται ότι δεν θα τα καταφέρει και υποσυνείδητα πιστεύει ότι δεν είναι αρκετά καλός, όταν κατακρίνει τον εαυτό του, όταν αυτοτιμωρείται κ.ά. Ένα τέτοιο άτομο χαρακτηρίζεται από χαμηλή αυτοεκτίμηση και θα έχει την τάση να κάνει εκπαιδευτικές και επαγγελματικές επιλογές με βάση τις κοινωνικές επιταγές, ενώ θα έχει πείσει τον εαυτό του ότι είναι επιτυχημένος (αλλά όχι ευτυχισμένος).
- Δεύτερον, να έχει την προθυμία να μπει σε μια διαδικασία επανεκπαίδευσης του εαυτού του, μαθαίνοντας πώς να αλλάζει τα αρνητικά προγράμματα του υποσυνειδήτου και του εγκεφάλου του. Η αρνητικότητα του υποσυνειδήτου λειτουργεί ως αυτόματος πιλότος, επιτρέποντας στην αρνητικότητα του κοινωνικού περιβάλλοντος να έχει δύναμη στη ζωή του. Όταν όμως ο άνθρωπος αναλάβει την ευθύνη να αγαπά, να εκτιμά, να σέβεται τον εαυτό του και να είναι περήφανος για τη μοναδικότητα και διαφορετικότητά του, πολλές φορές κόντρα στις παροτρύνσεις των άλλων, όταν τολμά να ρισκάρει με σοφία, όταν μάθει να ακούει την εσωτερική του φωνή και διαίσθηση, τότε η ζωή του δεν θα υπόκεινται στην αρνητικότητα του εσωτερικού ή εξωτερικού περιβάλλοντος.
- Τρίτον, να μάθει να συνδέεται με την ψυχή του και το όραμά της. Με αυτόν τον τρόπο, το άτομο μαθαίνει να βλέπει τον εαυτό του ως δημιουργό (αντί για παθητικό θεατή) της ζωής του, με ταλέντα, ικανότητες, δύναμη και αξία. Γιατί η αγάπη του εαυτού είναι επιλογή. Και ως επιλογή απαιτεί εκπαίδευση με ευθύνη και δέσμευση, από το ίδιο το άτομο. Έτσι κανείς ενηλικιώνεται συναισθηματικά και εξελίσσεται ψυχικά, αφού μαθαίνει να βιώνει τη δύναμή του και να τοποθετεί την ασφάλεια μέσα του.
Η διεύρυνση της αυτογνωσίας και η ανάπτυξη της αυτοεκτίμησης είναι η απάντηση στην κοινωνική επιβολή, σχετικά με τις εκπαιδευτικές και επαγγελματικές επιλογές. Η κοινωνική επιβολή βασίζεται στην παθητικότητα και οδηγεί στην υποδούλωση. Η ανάπτυξη της αυτογνωσίας και της αυτοεκτίμησης βασίζεται στην υπευθυνότητα και οδηγεί στην ελευθερία. Ως ψυχοθεραπεύτρια-σύμβουλος αυτογνωσίας και επαγγελματικού προσανατολισμού, δουλεύοντας με τις παραπάνω προϋποθέσεις έχω δει τις ζωές πολλών ανθρώπων, όλων των ηλικιών, να μεταμορφώνονται, αφού αρχικά είδα αυτή τη μεταμόρφωση στη δική μου ζωή.
Ευαγγελία Παπαδοπούλου,
Σύμβουλος ψυχολογίας και επαγγελματικού προσανατολισμού - Ψυχοθεραπεύτρια
livingthehealing.gr