Άμεση αύξηση των μισθών, νέο παραγωγικό μοντέλο και βελτίωση των συνθηκών εργασίας. Ο κ. Ιωάννης Πούπκος, γραμματέας Εργαζόμενης Νεολαίας στη ΓΣΕΕ, μιλά στον «Στέντορα» και καλεί τους νέους εργαζομένους να μπουν στα συνδικάτα και να διεκδικήσουν καλύτερες συνθήκες εργασίας.
Θα ήθελα να ξεκινήσουμε με τις εξελίξεις και με ένα σχόλιό σας για το πολυνομοσχέδιο, το οποίο κατατέθηκε και υπερψηφίστηκε στη Βουλή την εβδομάδα που μας πέρασε.
Το πολυνομοσχέδιο εντάσσεται στο ίδιο πλαίσιο και συνεχίζει την ίδια αδιέξοδη πολιτική, η οποία είναι η πολιτική της λιτότητας. Όσο συνεχίζεται αυτή η πολιτική, κανένα επιμέρους πρόγραμμα δεν θα βοηθήσει ουσιαστικά οποιαδήποτε προσπάθεια ανάταξης της απασχόλησης. Για να μπορέσει να υπάρξει αύξηση της απασχόλησης, πρέπει να υπάρξει ανάπτυξη, όμως με αυτά τα μέτρα ανάπτυξη δεν πρόκειται να υπάρξει. Σήμερα αποτελεί επιταγή να αλλάξει η ακολουθούμενη πολιτική. Μόνο τότε θα υπάρξει αποτέλεσμα στην απασχόληση. Το βασικό πρόβλημα στην αγορά εργασίας είναι ότι δεν δημιουργούνται νέες θέσεις εργασίας, υπάρχει δηλαδή έλλειψη επαρκούς ζήτησης από την πλευρά των επιχειρήσεων. Αυτό είναι το ουσιώδες και όχι η έλλειψη δεξιοτήτων από τους νέους ανθρώπους της χώρας μας. Άρα πρέπει να ανακάμψει η οικονομία, να υπάρξει ανάπτυξη, να δημιουργηθούν νέες βιώσιμες θέσεις απασχόλησης για να μπορέσουν οι νέοι άνθρωποι, αλλά και οι μεγαλύτεροι σε ηλικία άνεργοι να βρουν εργασία.
Βλέπουμε όμως από τη μεριά της κυβέρνησης να γίνονται ενέργειες τόσο στα ζητήματα των συλλογικών συμβάσεων, όσο και στη διαιτησία, ενώ παράλληλα υπάρχει η υπόσχεση για αύξηση του κατώτατου μισθού, αν και όποτε γίνει. Όλα αυτά θεωρείτε ότι είναι επικοινωνιακά τρικ ή όντως υπάρχει διάθεση από την πλευρά της κυβέρνησης να πραγματοποιηθούν;
Το σημαντικό σήμερα είναι να υπάρξει αύξηση των εισοδημάτων. Η αύξηση αυτή γίνεται με δύο τρόπους, είτε με την αύξηση των επενδύσεων είτε με την αύξηση των αμοιβών. Σήμερα, όπως βλέπουμε, βρισκόμαστε σε μία φάση απο-επένδυσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι συγκριτικά με το 2008 οι επενδύσεις έχουν σταθεροποιηθεί σε ένα επίπεδο σχεδόν 60% χαμηλότερο. Παραγωγικές επενδύσεις δυστυχώς δεν υπάρχουν ούτε διαφαίνεται κάτι τέτοιο στο εγγύς μέλλον. Άρα αυτό που μένει είναι η άμεση αύξηση των αμοιβών, η οποία μπορεί να συμβεί με την αύξηση του κατώτατου μισθού και με την επαναφορά των κλαδικών συμβάσεων. Μέχρι στιγμής από την κυβέρνηση έχουμε ακούσει μόνο λόγια και δεν έχουμε δει καμία πράξη. Αν δεν γίνει αυτό –και, απ’ όσο είδα στο νομοσχέδιο, δεν υπάρχει καμία ουσιαστική δέσμευση–, θα συνεχίσουμε να βρισκόμαστε εγκλωβισμένοι στην παγίδα της λιτότητας.
Άρα πρέπει άμεσα να αυξηθεί ο κατώτατος μισθός και να υπάρξει επαναφορά των δύο βασικών αρχών για τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, που η ισχύς τους είχε ανασταλεί με τα μνημόνια. Η μία είναι η αρχή της εφαρμογής της ευνοϊκότερης για τον εργαζόμενο ρύθμισης, όταν στην περίπτωσή του έχουν εφαρμογή περισσότερες υποχρεωτικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας για τους όρους αμοιβής και τις συνθήκες εργασίας του (επιχειρησιακή, κλαδική, ομοιο-επαγγελματική). Η δεύτερη αρχή του εργατικού δικαίου, που υποτίθεται ότι επανέρχεται μετά τον Αύγουστο του 2018, είναι η αρχή της επεκτασιμότητας των συλλογικών συμβάσεων εργασίας για όλους τους εργαζομένους του κλάδου. Βέβαια ήδη με την τελευταία εγκύκλιο της κας Αχτσιόγλου η βασική αρχή της επεκτασιμότητας όχι μόνο δεν επανέρχεται από τον Αύγουστο του 2018, αλλά δέχεται θανάσιμο πλήγμα πριν καν δήθεν αναβιώσει.
Δηλώσατε ότι δεν παρατηρείτε δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Παρ’ όλα αυτά σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία η ανεργία μειώνεται. Η εικόνα αυτή είναι αντιπροσωπευτική της πραγματικότητας;
Υπάρχει μία βελτίωση της ανεργίας, η οποία όμως αποτυπώνεται αποκλειστικά στους αριθμούς. Εμάς όμως δεν μας ενδιαφέρει τι λένε οι αριθμοί, αλλά τι πραγματικά συμβαίνει. Ως ΓΣΕΕ έχουμε εφαρμόσει έναν εναλλακτικό δείκτη, όπου περιλαμβάνουμε τους αποθαρρημένους ανέργους, τους ακούσια υποαπασχολουμένους κ.λπ. και με βάση αυτόν παρατηρούμε ότι το πραγματικό ποσοστό ανεργίας π.χ. το τρίτο τρίμηνο του 2017 ήταν 27,52%, κατά 7% αυξημένο σε σύγκριση με το επίσημο ποσοστό ανεργίας.
Από τη μεριά της κυβέρνησης επιχειρείται ένας εξωραϊσμός της κατάστασης. Η πραγματικότητα όμως είναι εντελώς διαφορετική. Υπάρχει μία τεράστια έκρηξη της φτηνής, ανασφάλιστης και μερικής απασχόλησης, πάνω στην οποία στηρίζεται και η επίσημη μείωση της ανεργίας.
Με αυτούς του όρους εργασίας όμως κανένας εργαζόμενος δεν μπορεί να ζήσει, κανένας νέος άνθρωπος δεν μπορεί να κάνει οικογένεια και δεν μπορεί να προσπαθήσει για κάτι παραπάνω. Κάποτε θεωρούσαμε την Generation 700 χαμηλόμισθους και σήμερα θεωρούνται ελίτ! Επί της ουσίας υπάρχει μία ανακύκληση της ανεργίας και όχι ουσιαστική αντιμετώπισή της. Για μας ο στόχος είναι η πλήρης και σταθερή εργασία με αξιοπρεπείς αμοιβές και συνθήκες.
Το εφιαλτικό σκηνικό στην αγορά εργασίας που περιγράψατε σε συνδυασμό με τα οικονομικά μέτρα έχει οδηγήσει στο brain drain. Δυστυχώς απωλέσαμε το σημαντικότερο κεφάλαιο που είχαμε ως χώρα, τους ανθρώπους.
Υπάρχει ένα παράδοξο στην ελληνική αγορά. Οι επιχειρήσεις ζητούν αποφοίτους πανεπιστημίου, οι οποίοι υπάρχουν και μάλιστα με υψηλό επίπεδο εξειδίκευσης, ταυτόχρονα όμως προσφέρουν εργασία για αποφοίτους λυκείου και αμοιβές για αποφοίτους γυμνασίου. Αυτή ακριβώς η κατάσταση μας έχει οδηγήσει στο brain drain και περισσότεροι από 300.000 νέοι άνθρωποι με υψηλό επίπεδο μόρφωσης και εξειδίκευσης έχουν φύγει στο εξωτερικό.
Αυτό θα συνεχίζεται όσο εφαρμόζονται οι πολιτικές της λιτότητας και της εσωτερικής υποτίμησης. Η ευέλικτη εργασία με τα τετράωρα, τα τρίωρα και τις χαμηλές αμοιβές λειτουργεί ως ένας επιπλέον κρυφός μηχανισμός λιτότητας και ως εκ τούτου δεν αυξάνεται η κατανάλωση ούτε η ζήτηση, οπότε και οι επιχειρήσεις, που ήδη δυσκολεύονται να πουλήσουν το παραγόμενο προϊόν τους, δεν επενδύουν για να αυξήσουν την παραγωγή τους. Επί της ουσίας είναι ένας φαύλος κύκλος. Όσο συνεχίζονται οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν τα προηγούμενα χρόνια δεν είμαι αισιόδοξος ότι θα υπάρξει στροφή στην ανάπτυξη με πραγματική απασχόληση και αύξηση ποιοτικών και βιώσιμων θέσεων πλήρους και σταθερής εργασίας.
Αν και υπάρχει αυτή η κατάσταση, βλέπουμε ότι οι νέοι εργαζόμενοι όχι απλώς δεν συμμετέχουν στα συνδικαλιστικά όργανα, αλλά απαξιώνουν πλήρως οποιαδήποτε συλλογική δράση στους χώρους εργασίας. Τι ευθύνες βαραίνουν τη ΓΣΕΕ;
Η οικονομική κρίση που έπληξε τη χώρα μας είχε ως αποτέλεσμα να υπάρξει μία συνολική απαξίωση των θεσμών. Δεν είναι μόνο ζήτημα που αντιμετωπίζουν οι συνδικαλιστικοί φορείς. Υπάρχει συνολικά μία πολιτική, πολιτισμική, αλλά και ηθική κρίση. Σαφώς τα συνδικάτα έχουν τη δική τους ευθύνη γι’ αυτή την κατάσταση, αλλά αναλογικά μικρότερη με αυτήν που τους αποδίδεται. Οι συνδικαλιστικοί φορείς έχουν πολύ μικρότερο μερίδιο ευθύνης σε σχέση με τα πολιτικά κόμματα.
Βέβαια για τη μείωση της συμμετοχής στα συνδικάτα που παρατηρείται πρέπει να συνυπολογίσουμε και κάποια ποιοτικά χαρακτηριστικά που συναντούμε στην ελληνική αγορά εργασίας. Το 97% των επιχειρήσεων είναι ΜμΕ με λιγότερους από 11 υπαλλήλους και πολλές φορές είναι και οικογενειακές. Ο εργαζόμενος που εντάσσεται σε μία μικρή επιχείρηση προτιμά να βρει μία λύση άμεσα στο πρόβλημά του με τον εργοδότη του παρά να εγγραφεί στα συνδικάτα. Επίσης οι δίμηνες, τρίμηνες και τετράμηνες συμβάσεις που υπογράφουν οι εργαζόμενοι λειτουργούν αποτρεπτικά από το να ασχοληθεί ένας νέος άνθρωπος με τον συνδικαλισμό, καθώς οι περισσότεροι περιμένουν απλώς να περάσει ο χρόνος μέχρι τη σύντομη λήξη της σύμβασής τους. Επίσης πάντοτε υπάρχει και ο φόβος της ανεργίας, καθώς πολλές φορές οι εργοδότες τούς απειλούν ότι, αν συνδικαλιστούν, θα τους απολύσουν.
Την κατάσταση αυτή επιτείνει το νομοθετικό πλαίσιο των μνημονίων που πέρασε τα προηγούμενα χρόνια και το οποίο είναι βούτυρο στο ψωμί των εργοδοτών. Ας μην παραβλέπουμε ότι σε άλλες χώρες που εφαρμόστηκαν παρόμοιες πολιτικές λιτότητας ή ενεπλάκη το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο τα συνδικάτα διαλύθηκαν. Εμείς, με όλα τα προβλήματα και τις ελλείψεις που έχουμε, καταφέραμε και επιβιώσαμε. Τα προβλήματα αυτά βέβαια πρέπει να λυθούν.
Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να υπάρξουν σημαντικές αλλαγές στη νοοτροπία, στη δομή και στον τρόπο λειτουργίας των συνδικάτων, ριζική ανανέωση και μία δυναμική προσπάθεια διεύρυνσης και κάλυψης όλων των νέων μορφών εργασίας και όσων εργάζονται με αυτές για να μπορέσουμε να βελτιώσουμε το επίπεδο των συνθηκών εργασίας και τις εργασιακές σχέσεις.
Οι ΜμΕ στις οποίες αναφερθήκατε, που είναι ο κύριος αιμοδότης της ελληνικής οικονομίας και που στα χρόνια της κρίσης μαζί με τους εργαζομένους αναγκάστηκαν να σηκώσουν τα μεγαλύτερα βάρη της κρίσης, πώς μπορούν να προχωρήσουν σε αύξηση του μισθού όταν με το ζόρι τα βγάζουν πέρα;
Κατ’ αρχάς να ξεκινήσουμε από το βασικό, ότι σήμερα είναι αυτονόητο και αναγκαίο να υπάρξει αύξηση του κατώτατου μισθού και συνολικά του επιπέδου αμοιβών. Αυτό μπορεί να γίνει με συμφωνία εργοδοτών και εργαζομένων (οι οποίοι γνωρίζουν όσο κανένας άλλος την αγορά εργασίας) και θα οδηγήσει σε αύξηση της ζήτησης και στην αναθέρμανση της οικονομίας. Για να μπορέσουν να επιβιώσουν αυτές οι επιχειρήσεις, θα πρέπει να υπάρξει και κατανάλωση. Με την υφιστάμενη κατάσταση ένας εργαζόμενος δεν μπορεί κατά τη διάρκεια του μήνα να αυξήσει το επίπεδο κατανάλωσης. Το αντίθετο μάλιστα. Άρα πρέπει να αντιστρέψουμε τον φαύλο κύκλο της λιτότητας και να οδηγηθούμε στην ανάπτυξη και στην αναθέρμανση της οικονομίας μέσω της αύξησης των εισοδημάτων. Μόνο τότε θα υπάρξει κατανάλωση, δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και όλη η υπόλοιπη αλυσίδα στην οποία αναφέρθηκα παραπάνω.
Η κατεύθυνση από την Ευρώπη στο κομμάτι των αμοιβών είναι πρώτα και κύρια να υπάρχει διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους. Ο ΣΕΒ έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν εγκρίνει καμία a priori αύξηση, αλλά τη συνδέει με την παραγωγικότητα.
Όλοι οι κοινωνικοί εταίροι εκτός του ΣΕΒ συμφωνούν προς αυτή την κατεύθυνση. Παρ’ όλο που ο κατώτατος μισθός έφτασε όπου έφτασε (-22%), παρ’ όλο που για τους νέους υπάρχει η ντροπή του υπο-κατώτατου μισθού (-32%), είδαμε ότι ούτε η παραγωγικότητα αυξήθηκε ούτε ενισχύθηκε η ανταγωνιστικότητα της χώρας. Οπότε πρέπει να στρέψουμε αλλού τη ματιά μας. Δεν υπάρχει λογική να επιμένουμε στο ίδιο αποτυχημένο μοντέλο, το οποίο είναι άδικο και αναποτελεσματικό.
Ας μην ξεχνάμε ότι και διεθνείς έρευνες φέρνουν το κομμάτι των αμοιβών και το εργασιακό κόστος σε πάρα πολύ χαμηλή θέση όσον αφορά τους λόγους που δεν αυξάνεται η ανταγωνιστικότητα της χώρας μας. Ας εξετάσουμε λοιπόν όλους τους υπόλοιπους παράγοντες που προηγούνται και ας προχωρήσουμε σε διόρθωσή τους εάν θέλουμε πραγματικά ως χώρα να αυξήσουμε την ανταγωνιστικότητά μας.
Αν ένα πράγμα έγινε σαφές έπειτα από έξι χρόνια κρίσης είναι προφανώς ότι το παραγωγικό μοντέλο της Ελλάδας απέτυχε. Χρειαζόμαστε ένα καινούριο προκειμένου να βγούμε από την κρίση;
Είναι απαίτηση των καιρών να υπάρξει ένα καινούριο παραγωγικό μοντέλο. Πρέπει όμως πρώτα τα κόμματα και εν τέλει η κυβέρνηση (με τη συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων και φυσικά της νέας γενιάς) να ορίσουν το νέο μοντέλο και στη συνέχεια να προσανατολιστούν στην επίτευξή του η οικονομική και η εκπαιδευτική πολιτική της χώρας. Μέχρι στιγμής ως χώρα κάναμε το ανάποδο. Είδαμε τόσες πολλές εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις και αλλαγές να εφαρμόζονται χωρίς να γνωρίζουμε ξεκάθαρα στην επίτευξη ποιου στόχου συντελούν.
Πρέπει πρώτα να δούμε ποιες θέσεις εργασίας θέλουμε να δημιουργήσουμε και στη συνέχεια να προσανατολιστούν στον στόχο αυτό η τεχνική επαγγελματική εκπαίδευση και συνολικά οι ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης. Η χώρα πρέπει να καθορίσει ποιο είναι το παραγωγικό μοντέλο της, να κάνει ξεκάθαρο ποια είναι τα συγκριτικά πλεονεκτήματά της, να ξεκαθαρίσει τι θέσεις εργασίας θέλει να δημιουργηθούν, τι επιχειρήσεις θέλουμε να έχουμε για να βοηθήσουν την οικονομία και στη συνέχεια να ακολουθήσουν τα υπόλοιπα.
Μεγάλο πρόβλημα της χώρας μας είναι δυστυχώς ότι η διά βίου μάθηση και η επαγγελματική κατάρτιση είναι αρκετά υποβαθμισμένες, ενώ σε μία περίοδο κρίσης θα έπρεπε να συμβαίνει το εντελώς αντίθετο. Αν εξετάσουμε τι γίνεται στις χώρες που έχουν υψηλό επίπεδο επαγγελματικής εκπαίδευσης, θα παρατηρήσουμε ότι οι κοινωνικοί εταίροι και τα συνδικάτα έχουν ενεργή συμμετοχή στη δημιουργία, στον προγραμματισμό, στην υλοποίηση και στον έλεγχο των αντίστοιχων προγραμμάτων. Δυστυχώς στην Ελλάδα τα συνδικάτα δεν έχουν πραγματική ανάμειξη σε αυτό τον τομέα. Αυτό βέβαια γίνεται ηθελημένα γιατί, από τη στιγμή που οι κυβερνώντες δεν μπορούν να ελέγξουν τα συνδικάτα, δεν επιτρέπουν τη συμμετοχή τους στις αποφάσεις προκειμένου να έχουν αποκλειστικά αυτοί τη δυνατότητα να καθορίζουν την πολιτική σε αυτό τον τομέα.
Άρα λοιπόν οι νέοι εργαζόμενοι σε τι ενέργειες χρειάζεται να προχωρήσουν ώστε να καλυτερεύσουν οι συνθήκες εργασίας;
Θέλω να επαναλάβω αυτό που είχε πει κάποτε ο Μπρεχτ: «Αυτός που αγωνίζεται μπορεί και να χάσει, όμως αυτός που δεν αγωνίζεται έχει ήδη χάσει». Πέρα από την κριτική, που δικαίως ασκούν οι νέοι άνθρωποι, πρέπει να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους. Ατομικά μπορούν να φτάσουν μέχρι κάποιο σημείο, όμως μόνο μέσα από συλλογικές διαδικασίες θα καταφέρουν να βελτιώσουν ουσιαστικά και συνολικά την κατάσταση. Με το να κατηγορούν απλώς τα συνδικάτα δεν αλλάζει τίποτα, πρέπει να μπουν σε αυτά ενεργά, να αλλάξουν από μέσα τα κακώς κείμενα και να διεκδικήσουν καλύτερες συνθήκες εργασίας. Αυτή είναι η ευθύνη των νέων, να αλλάξουν τα πράγματα. Ακόμα και αν πολλές φορές βρουν εμπόδια, θα πρέπει να τα ξεπεράσουν. Πρέπει να σπάσουν τοίχους εάν επιθυμούν και επιδιώκουν το καλύτερο.
Έτσι κι αλλιώς βλέπουμε ότι οι συνθήκες στην εργασία θα αλλάξουν. Έρχεται η Τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση, ο δεύτερος ψηφιακός μετασχηματισμός. Πώς θα αντιμετωπίσουν αυτές τις εξελίξεις εκπρόσωποι των εργαζομένων που δεν μπορούν να παρακολουθήσουν με την επάρκεια που απαιτείται τις αλλαγές; Άρα οφείλουν οι νέοι άνθρωποι να μπουν στη μάχη, να δώσουν λύσεις και να προτείνουν νέες ιδέες για να βελτιωθούν οι συνθήκες στη νέα εποχή. Οι ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις τους δίνουν άλλωστε ένα συγκριτικό πλεονέκτημα.
Απόστολος Ζαβιτσάνος,
Δημοσιογράφος – «Στέντορας»