Στην Ελλάδα του 2018 η λέξη «εργασία» τείνει να αντικατασταθεί με την «απασχόληση» και αυτό μόνο τυχαίο δεν είναι. Ως λέξη η «εργασία», καθώς και τα παραγόμενά της, έχουν ταυτιστεί με τη σταθερή, πλήρη, με δικαιώματα εργασία. Αντίθετα η «απασχόληση» παραπέμπει σε κάτι περισσότερο ευκαιριακό και επισφαλές, κάτι που ίσως υποκρύπτει «χόμπι». Είναι ενδιαφέρον όμως να δούμε τόσο τις πρακτικές που ακολουθήθηκαν για να τονωθεί η εργασία, όσο και αν τελικά η λογική της ευέλικτης εργασίας βοηθά σήμερα τους Έλληνες πολίτες και κατ’ επέκταση και την ίδια τη χώρα.
Από την έναρξη της κρίσης οι κυβερνήσεις διαχρονικά κήρυτταν τον πόλεμο στην ανεργία με σκοπό είτε να τη φρενάρουν είτε να τη μειώσουν σταδιακά. Το 2010, όταν ξεκίνησε η πολιτική των μνημονίων και ταυτόχρονα και η «πολιτική της σωτηρίας», οι επίσημα καταγεγραμμένοι άνεργοι έφθαναν τους 616.569, ενώ τον Δεκέμβριο του 2017 οι επίσημα καταγεγραμμένοι άνεργοι, σύμφωνα πάντα με το μητρώο του Ο.Α.Ε.Δ., ήταν 879.881. Πάντοτε όμως υπήρχαν αποκλίσεις από τα πραγματικά νούμερα. Ενδεικτικά να αναφέρουμε ότι τον Απρίλιο του ’17 σύμφωνα με την ΕΛ.ΣΤΑΤ. η ανεργία διαμορφωνόταν στο 21,7%, ενώ σύμφωνα με την Ε.Κ.Τ. το ποσοστό άγγιζε το 31,3%.
Όμως αυτά τα ποσοστά κατά πόσο αντικατοπτρίζουν την αλήθεια; Οι στατιστικές αρχές θεωρούν ως εργαζομένους ακόμα και τα άτομα που εργάζονται μία ώρα την εβδομάδα (υποαπασχολούμενοι). Βέβαια οι ευέλικτες μορφές εργασίας, με τις οποίες είναι δεσμευμένο ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού, δεν ήρθαν ούτε τυχαία ούτε ξαφνικά. Πάνω σε αυτές τις εργασιακές σχέσεις βασίστηκε η προσπάθεια των κυβερνήσεων να δημιουργήσουν πλεονάσματα, να καταπολεμήσουν την ανεργία και να μειώσουν τις εισοδηματικές ανισότητες. Όμως, παρά τους καταγραφόμενους ρυθμούς ανάπτυξης, ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας είτε είναι άνεργο είτε υποαπασχολούμενο. Τουτέστιν οι θέσεις και οι ώρες εργασίας που προσφέρονται σήμερα δεν είναι ικανές να καλύψουν την ανάγκη για δουλειά του ικανού προς εργασία πληθυσμού.
Πρόσφατα ο γενικός διευθυντής του Σ.Ε.Β. Άκης Σκέρτσος δήλωνε πως η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, καθώς επίσης και η αναπτυξιακή διαδικασία, εξαρτώνται από τη συνέχιση του παρόντος εργασιακού μοντέλου. Αντίστοιχες απόψεις εξέφρασαν ο κ. Κωνσταντίνος Μίχαλος, πρόεδρος του Ε.Β.Ε.Α., όσο και ο κ. Τάκης Αθανασόπουλος, πρόεδρος του Δ.Σ. Ι.Ο.Β.Ε., θεωρώντας ως απαραίτητη τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων στον εργασιακό τομέα.
Ιδιαίτερη μνεία οφείλουμε να κάνουμε και στο επιχειρησιακό σχέδιο «Άρτεμις», το οποίο δημοσιοποίησε τα στοιχεία που προήλθαν έπειτα από έρευνες σε πάνω από 100.000 επιχειρήσεις, σύμφωνα με τα οποία μεταξύ των χωρών-μελών της ΕΕ η Ελλάδα παρουσιάζει από τα υψηλότερα ποσοστά αδήλωτης εργασίας (οι κλάδοι που παρουσιάζουν τα υψηλότερα ποσοστά είναι ο επισιτιστικός τομέας, το λιανικό εμπόριο, το χονδρικό εμπόριο, η βιομηχανία τροφίμων κ.ά.) με επιπτώσεις στα δημόσια έσοδα, στα ασφαλιστικά ταμεία, στην άνθιση της παραοικονομίας, καθώς και στα δικαιώματα των εργαζομένων.
Εκ του αποτελέσματος η παραπάνω πρακτική κρίνεται ανεπαρκής, κυρίως στην αντιμετώπιση των ανισοτήτων. Σύμφωνα με τα στοιχεία που προέρχονται από την επεξεργασία αναλυτικών περιοδικών δηλώσεων στο Ι.Κ.Α. φανερώνεται ότι οι ηλικίες 20-14 αμείβονται κατά μέσο όρο με 381 € καθαρά, 25-29 κατά μέσο όρο με 507 € καθαρά και οι ηλικίες 30-34 με 648 € καθαρά. Οι τελευταίοι μάλιστα δεν θα εντάσσονται στο αφορολόγητο από το 2019 ή από το 2020, θα υποστούν περαιτέρω μείωση του καθαρού εισοδήματός τους. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι η Ελλάδα στον δείκτη δίκαιης ανάπτυξης του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, που δημοσιεύτηκε πρόσφατα, καταλαμβάνει την τελευταία θέση ανάμεσα στις 29 ανεπτυγμένες οικονομίες του κόσμου, παρουσιάζοντας τις χειρότερες επιδόσεις στους παρακάτω τομείς: εισοδηματική ανισότητα, ποσοστό φτώχειας, παραγωγικότητα/εργασία.
Το ουσιαστικό όμως πρόβλημα εξακολουθεί να κρύβεται κάτω από το χαλί και αυτό δεν είναι άλλο από το πραγματικό επίπεδο της ανεργίας. Ακόμα και αν το ισοζύγιο προσλήψεων/αποχωρήσεων του 2017 έκλεισε με θετικό πρόσημο (143.535 νέες θέσεις εργασίας) είναι ξεκάθαρο ότι η στρατηγική καταπολέμησης της ανεργίας που επιδιώχθηκε και συνεχίζει να επιδιώκεται διαμέσου κάθε μορφής ευελιξίας, είτε αφορά στην απασχόληση είτε στον χρόνο εργασίας κ.ά., δεν αποδίδει. Πλέον η ανεργία, η υποδηλωμένη και η μαύρη εργασία αποτελούν δομικό πρόβλημα της οικονομίας μας. Το πρωτεύον ερώτημα που πρέπει απαντηθεί είναι το εξής: η πλήρης απασχόληση με εργασιακά δικαιώματα είναι αντίθετη στην οικονομική ανάπτυξη;
Απόστολος Ζαβιτσάνος,
Δημοσιογράφος – Skywalker.gr