Όταν οι περισσότεροι άνθρωποι σκέφτονται τα συναισθήματα, τα συνδέουν με οντότητες αφηρημένες, που έχουν μια σχεδόν μεταφυσική δύναμη. Χαρακτηρίζονται ως μη λογικά, δηλαδή διαχωρίζονται από τη λογική, και ως εκ τούτου στον «ορθολογικό» δυτικό πολιτισμό έχουν πάρει αρνητική χροιά.
Πολύ συχνά μιλάμε για τον διαχωρισμό επαγγελματικών-διαπροσωπικών σχέσεων, με ειδοποιό διαφορά τη συναισθηματική εκφραστικότητα: στις διαπροσωπικές σχέσεις κρίνεται επιτρεπτή και ενθαρρύνεται – μάλιστα καμιά φορά η σημασία της σχέσης θεωρείται ανάλογη της συναισθηματικής εκφραστικότητας (π.χ. η μεγάλη συναισθηματική εκφραστικότητα θεωρείται αποδεικτικό μεγάλου πάθους). Αντίθετα, στις επαγγελματικές σχέσεις η βίωση και έκφραση των συναισθημάτων θεωρείται πολλές φορές απαγορευμένη. Επίσης, είναι σύνηθες να χαρακτηρίζουμε κάποιον από τον τρόπο που σχετίζεται με τα συναισθήματά του: λέμε, για παράδειγμα, ότι είναι οξύθυμος, κι αυτό κατά μία έννοια το θεωρούμε απαράλλακτο στοιχείο του χαρακτήρα του, κάτι σαν «μοίρα».
Απεναντίας, στο άρθρο αυτό αναφερόμαστε στα συναισθήματα ως λειτουργία του οργανισμού μας και στη σχέση μας μ’ αυτά ως δεξιότητα που μαθαίνεται και εξελίσσεται. Πρόκειται για δεξιότητα πολύτιμη τόσο για τις διαπροσωπικές όσο και για τις επαγγελματικές μας σχέσεις, καθώς το να σχετιζόμαστε με τα συναισθήματά μας είναι τρόπος να πάρουμε πληροφορίες για τον οργανισμό μας, τις οποίες μπορούμε να αξιοποιήσουμε για τη βελτίωση των επικοινωνιών και της προσαρμοστικότητάς μας.
Πώς μας μιλούν, λοιπόν, τα συναισθήματα; Μας μιλούν με μια γλώσσα σωματική, σαν ένα ελαφρύ κάψιμο στο στομάχι, σαν μια ξαφνική ζέστη κι ένα κοκκίνισμα στο πρόσωπο, σαν ένας ηλεκτρισμός στο δέρμα που μας σηκώνει τις τρίχες, σαν ένα ελαφρύ τρέμουλο στο σαγόνι, σαν ένας κόμπος στον λαιμό.
Η γλώσσα μας διαθέτει πλούτο σωματικών μεταφορών για να περιγράφει συναισθήματα: «βουίζει το κεφάλι μου», «δέθηκε κόμπος το στομάχι μου», «μ’ έλουσε κρύος ιδρώτας». Όλες αυτές οι μεταφορές περιγράφουν συναισθήματα. Πώς αλλιώς θα τα περιγράφαμε; Είναι αλήθεια ότι τα συναισθήματα δεν μπορούν να περιγραφούν με λόγια. Η γλώσσα μόνο σε μικρό βαθμό μπορεί να ταυτιστεί με τη συνείδηση. Αυτά που αισθανόμαστε δεν μπορούν να επικοινωνηθούν με τα λόγια, μπορούν όμως να επικοινωνηθούν με τη συμπεριφορά μας. Γι’ αυτό υπάρχει το κλάμα, το γέλιο, το τρέμουλο, το κοκκίνισμα, οι αυξομειώσεις της θερμοκρασίας του σώματος, οι αλλαγές στην τονικότητα της φωνής και στην έκφραση του προσώπου.
Αν τα πράγματα είναι έτσι, θα ρωτήσει κανείς, με ποιους τρόπους μπορεί κάποιος να διαχειριστεί τα συναισθήματά του; Δυστυχώς ή ευτυχώς, τα ίδια τα συναισθήματα δεν μπορούν να γίνουν αντικείμενο διαχείρισης. Προκύπτουν από τον οργανισμό μας. Είναι σαν να λέμε «θέλω να διαχειριστώ τη δίψα μου». Αυτό δεν γίνεται. Αν διψάω, πρέπει να πιω νερό. Μπορώ όμως να διαχειριστώ το πώς υποδέχομαι τα συναισθήματά μου και πώς θα τα επικοινωνήσω στους άλλους.
Είναι γνωστό ότι συχνά και για πολλούς λόγους τείνουμε να αποστρεφόμαστε τα αρνητικά μας συναισθήματα. Συνεπώς, τους γυρίζουμε την πλάτη, δεν τους δίνουμε χώρο για να εκφραστούν, τα καταπιέζουμε. Συνήθη συναισθήματα που καταπιέζονται είναι ο θυμός, ο φθόνος, ο φόβος, η ντροπή, η θλίψη, καθώς μας φέρνουν σε επαφή με την ευαλωτότητά μας. Μερικές φορές πιστεύουμε ότι θα θωρακιστούμε απέναντι στα βασανιστικά μας συναισθήματα αν φτιάξουμε την εικόνα του ατρόμητου, του πάντα τέλειου και λαμπερού, του δυνατού.
Ωστόσο, μόνο αν υποδεχτώ φιλικά τα συναισθήματά μου μπορώ να πάρω πληροφορίες απ’ αυτά. Πληροφορίες για το τι χρειάζεται ο οργανισμός μου, τι δράσεις θα μπορούσα να αναλάβω ή να παραλείψω. Αν μπορέσω να μείνω με τον θυμό μου και καταφέρω να τον ακούσω, ίσως πάρω πληροφορίες για παραβιάσεις ορίων που έχουν γίνει από το περιβάλλον μου και ίσως δημιουργήσω ένα σχέδιο δράσης ώστε να αμυνθώ. Ο θυμός μού λέει να αμυνθώ, να προστατευτώ, και όχι απαραίτητα να επιτεθώ. Αν καταφέρω να υποδεχτώ φιλικά την ντροπή μου, ίσως ανακαλύψω ότι με προσκαλεί να ανοιχτώ περισσότερο και να ξεδιπλώσω δημιουργικές πλευρές που μέχρι τώρα κρατούσα κρυμμένες. Ίσως βρω το θάρρος να δοκιμάσω τον εαυτό μου σε εντελώς νέες συνθήκες που θα με οδηγήσουν σε νέες ευκαιρίες που δεν φανταζόμουν ποτέ. Αν καταφέρω να μείνω αρκετά με τον φόβο μου, ίσως ανακαλύψω ότι κάθε μέρα κάνω τις ίδιες διαδρομές και ίσως μπω στη διαδικασία να δοκιμάσω καινούριες. Αν καταφέρω να παρατηρήσω τη θλίψη μου, ίσως αντιληφθώ ότι έχω μείνει μόνος και κινητοποιηθώ προκειμένου να αναζητήσω περισσότερη συνεργασία.
Το ένα πράγμα, λοιπόν, είναι να ακούσουμε τι λένε τα συναισθήματά μας. Τι μήνυμα μας φέρνουν. Αν έχουμε αποκωδικοποιήσει αυτό το μήνυμα, το οποίο μάλλον αφορά ανάγκες του οργανισμού μας, έχουμε περισσότερες πιθανότητες να το αξιοποιήσουμε. Αν είμαστε κοντά στις ανάγκες που αναδύονται μέσω των συναισθημάτων μας, έχουμε περισσότερες πιθανότητες να τις καλύψουμε απ’ ό,τι αν έχουμε άγνοια των αναγκών μας.
Όταν έχω κατανοήσει τι ακριβώς λέει για μένα το συγκεκριμένο συναίσθημα, έχω κάνει ήδη το πρώτο βήμα για να το επικοινωνήσω στους άλλους με εποικοδομητικό τρόπο. Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, αν έχω κατανοήσει για ποια εισβολή με ειδοποιεί ο θυμός μου, έχω τη δυνατότητα να αμυνθώ, να λάβω τα μέτρα μου και να βάλω τα όριά μου, χωρίς να χρεώσω το συναίσθημά μου σε κάποιον άλλο. Αν δεν ασχοληθώ σοβαρά με τον θυμό μου, κινδυνεύω να αναμασώ τις ίδιες σκέψεις για το πώς με «χρησιμοποιούν» ή με παραβιάζουν οι άλλοι, μέχρι που έρχεται η στιγμή της έκρηξης. Μια τυφλή έκρηξη θυμού, όμως, δεν μου προσφέρει τίποτα: με αφήνει εκτεθειμένο/η, δίνοντας στους άλλους το δικαίωμα να σκέφτονται ότι είμαι άνθρωπος παρορμητικός και αναξιόπιστος.
Τα συναισθήματα δεν κρύβονται. Συνήθως, όσο προσπαθούμε να τα κρύψουμε, τόσο περισσότερο φαίνονται. Στις κοινωνικές μας σχέσεις, τόσο στις διαπροσωπικές όσο και στις επαγγελματικές, μας συμφέρει να γνωρίζουμε πώς φαινόμαστε όταν είμαστε θυμωμένοι ή απελπισμένοι. Μας συμφέρει να ρωτάμε πού και πού τον εαυτό μας, π.χ., «τι μήνυμα έδωσα στους άλλους όταν διέκοψα τη συζήτηση και άρχισα να γελάω νευρικά;». Ή «τι ακριβώς είδαν οι άλλοι όταν βγήκα από το γραφείο χτυπώντας την πόρτα πίσω μου;». Ή «τι σκέφτεται ο Χ όταν κομπιάζω καθώς του μιλάω;». Μας συμφέρει να γνωρίζουμε την οπτική των άλλων, την εξωτερική μας οπτική, γιατί οι άλλοι θα απαντήσουν με ανάλογο τρόπο σ’ εκείνο ακριβώς που βλέπουν.
Η αλήθεια είναι πως χρειάζεται αρκετό θάρρος ώστε να μπορέσει κανείς να υποδεχτεί με τέτοιο τρόπο τα επώδυνα συναισθήματα. Ωστόσο, όταν το καταφέρει, έχει κάνει ένα πρώτο βήμα προς την αυτονομία και την πληρότητα.
Γωγώ Καραγιάννη,
Ψυχολόγος-ψυχοθεραπεύτρια