shy-girl.jpg

 

Στην αρκετά επίκαιρη συζήτηση για το πώς επιδρά η μακροχρόνια ανεργία ή και η φτώχεια στην ψυχική ζωή και υγεία του ατόμου παραλείπεται συχνά ένα –κατά τη γνώμη μου– πολύ σημαντικό, αλλά καθόλου δημοφιλές συναίσθημα, αυτό της ντροπής. Ένα άτομο που βιώνει το συναίσθημα αυτό πολύ έντονα, χωρίς να έχει αναπτύξει τις κατάλληλες δεξιότητες για να το αξιοποιήσει επικοινωνιακά, θα δυσκολευτεί πολύ τόσο στις διαπροσωπικές όσο και στις επαγγελματικές του σχέσεις. Η ντροπή εμφανίζεται ως μια φοβερή ένταση στις περιστάσεις εκείνες που το άτομο νιώθει ότι βρίσκεται υπό το βλέμμα κάποιου ή κάποιων, και συνήθως αντιμετωπίζεται είτε με αναστολή της συμπεριφοράς –το άτομο προσπαθεί να «μη συμπεριφέρεται, να μη φαίνεται»– είτε με έντονες εκρήξεις θυμού. Ο θυμός είναι μια δευτερογενής αντίδραση που σκοπό έχει να καμουφλάρει την ντροπή και μαζί όλη την ευαλωτότητα που αισθάνεται το άτομο στη συνθήκη αυτή. Εύλογα μπορεί να επηρεάσει τη συνολική κοινωνική παρουσία του ατόμου και να του στερήσει την αίσθηση της επίδρασης, δηλαδή την αίσθησή του ότι μπορεί να επηρεάσει ανθρώπους και καταστάσεις.  

Η ντροπή μάς προσκαλεί να ασχολούμαστε έντονα με τη διαχείριση της εικόνας μας, με το πώς θα αποκρύψουμε από τον έξω κόσμο τα ελαττώματα που φανταζόμαστε ότι έχουμε ή κάποιες πληροφορίες για τη ζωή μας που, αν αποκαλυφθούν, θα κινδυνεύσουμε με στιγματισμό. Αργά ή γρήγορα, και λόγω αυτής της έντονης ανάγκης για διαχείριση, οι κοινωνικές επαφές αρχίζουν να γίνονται κουραστικές, απωθητικές, ίσως και τρομακτικές. Σε συνθήκες λοιπόν που «χαλάει» η εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας, λόγω συγκεκριμένων περιστατικών ή συνθηκών ζωής όπως η ανεργία ή η φτώχεια, γινόμαστε ευάλωτοι στο συναίσθημα αυτό, με κίνδυνο να αρχίζουμε να αποφεύγουμε τις κοινωνικές συναναστροφές και να προτιμάμε την απομόνωση. Σπάνια, ωστόσο, η απομόνωση είναι καλός σύμβουλος. Έτσι, με τη συμβολή της ντροπής κινδυνεύουμε να μπούμε σ’ έναν φαύλο κύκλο, όπου μη νιώθοντας καλά με τον εαυτό μας απομακρυνόμαστε από τις κοινωνικές μας επαφές, χάνοντας έτσι μια πολύτιμη πηγή υποστήριξης και κίνητρα για να συνεχίσουμε τις προσπάθειές μας.

Δεν είναι το ίδιο ευάλωτα στην ντροπή όλα τα άτομα. Όπως ήδη αναφέρθηκε, η ντροπή σχετίζεται άμεσα με την αυτοεικόνα μας. Όσοι είχαν την τύχη να μεγαλώσουν σε περιβάλλον όπου οι τριγύρω ενήλικες έδιναν προτεραιότητα στην καθαρή, ανοιχτή επικοινωνία, στις ευθείες συζητήσεις και στον σεβασμό απέναντι στα παιδιά, μάλλον έχουν αρκετά εφόδια για να αντιμετωπίσουν την ντροπή ως ακόμα ένα εμπόδιο της ενήλικης ζωής. Όσοι όμως θυμούνται τα παιδικά τους χρόνια ως μια περίοδο της ζωής τους κατά την οποία δεν είχαν καμιά επίδραση στο περιβάλλον τους, χρησιμοποιούνταν ως «ενδιάμεσοι» σε συγκρούσεις και γίνονταν συνεχώς αποδέκτες αρνητικών συναισθημάτων και αρνητικής ή αντιφατικής εικόνας που είχαν οι «μεγάλοι» γι’ αυτούς, κινδυνεύουν να βιώσουν την ντροπή στην ενήλικη ζωή τους ως ανυπέρβλητο εμπόδιο.

Πιο ευάλωτοι στην ντροπή είναι εκείνοι που έχουν υποστεί βία, απόρριψη ή αποκλεισμό εντός ή και εκτός οικογένειας, σε βαθμό μάλιστα που πίστεψαν ότι το αξίζουν. Που έχουν να θυμούνται τον εαυτό τους με ένα ή περισσότερα «παρατσούκλια» που χρησιμοποιούνταν σαν «αθώο αστείο» από γονείς, συγγενείς και συμμαθητές. Που είχαν συνηθίσει να συζητιούνται μόνο οι επιτυχίες τους, ενώ οι αποτυχίες θεωρούνταν «κακό» που πρέπει να κρύβεται. Κάθε αποτυχία τους στην ενήλικη ζωή, όπως μια απόλυση από τη δουλειά ή οι απανωτές δυσκολίες στην εύρεση εργασίας, θα τους υπενθυμίζει εκείνη την πρωταρχική απόρριψη και θα τους βάζει στη θέση του αβοήθητου παιδιού που υπήρξαν κάποτε. Τα άτομα αυτά είναι πιθανό να βιώνουν την ντροπή παραλυτικά, και με κάθε μικρότερη ή μεγαλύτερη, πραγματική ή φανταστική αποτυχία να βυθίζονται όλο και περισσότερο σ’ αυτήν, χάνοντας σταδιακά την ικανότητά τους να οραματιστούν το μέλλον και να αναζητήσουν ενεργά μια θέση στον κόσμο.

Μορφές βίας αποτελούν επίσης η φτώχεια και η ανεργία. Γιατί στερούν από τα άτομα τις δυνατότητες επίδρασης. Με όσα έχουν αναφερθεί ως τώρα, φαίνεται εύλογο να βιώνουν ντροπή τα θύματα της φτώχειας. Ωστόσο, αυτό δεν θεωρείται αυτονόητο σε όλα τα περιβάλλοντα. Σε κάποια πλαίσια –και είναι αρκετά– που ορίζονται από τη νεοφιλελεύθερη ρητορική, ο φτωχός και ο άνεργος θεωρούνται υπεύθυνοι για την κατάστασή τους, αφού τα πάντα «είναι ζήτημα επιλογής». Λες και όλοι και όλες έχουν τις ίδιες αφετηρίες και τα ίδια εμπόδια στη ζωή. Η παραφιλολογία αυτή, πανταχού παρούσα στις μέρες μας, δυστυχώς το μόνο που καταφέρνει είναι να συμμαχεί με το μέρος εκείνο των ατόμων που εξαρχής θεωρεί εαυτόν υπεύθυνο για την ντροπή, που λέει «είμαι εξαρχής ελαττωματικός/ή και οι αποτυχίες μου είναι αναμενόμενες».

Αν οι προσπάθειές σου στον εργασιακό τομέα δεν αποδίδουν καρπούς, ίσως θα είχε νόημα να παρατηρήσεις ποια είναι τα συναισθήματά σου γύρω απ’ αυτό. Ίσως να έχεις πρόσφατα απολυθεί, ίσως να είσαι σε μια δουλειά που δεν σε αφορά και παρ’ όλα αυτά δεν διεκδικείς κάτι διαφορετικό, ίσως η σχέση που έχεις αναπτύξει με τον εαυτό σου να μη σε βοηθά ώστε να αξιοποιήσεις όλες σου τις δυνατότητες, π.χ. στη συνέντευξη για τη διεκδίκηση μιας θέσης εργασίας. Ίσως μέσα από κάποιες διαδικασίες και σχέσεις στη ζωή σου να πήρες το μήνυμα ότι δεν σου αξίζει κάποια καλύτερη εργασιακή συνθήκη. Ίσως διαπιστώνεις ότι, κάθε φορά που θέλεις να κάνεις μια συζήτηση με τους εργοδότες ή τους συναδέλφους σου, δεν καταφέρνεις να είσαι ακριβής, να λες τα πράγματα με τ’ όνομά τους και να σκέφτεσαι καθαρά. Αυτό θα μπορούσε να συμβαίνει λόγω του συναισθήματος της ντροπής.

Πιθανότατα το συναίσθημά σου είναι δικαιολογημένο, γιατί ίσως κάποτε προσπάθησες να κάνεις κάτι ανάλογο και αυτό που πήρες πίσω ήταν θυμός, υποτίμηση, ακόμα και βία. Η δυσκολία σου είναι πραγματική, έστω κι αν «βρίσκεται στο μυαλό σου». Ένα καλό πρώτο βήμα θα ήταν να εντοπίσεις το συναίσθημά σου και τις σωματικές του εκδηλώσεις. Πόσο συχνά σε επισκέπτεται αυτό το συναίσθημα; Σε ποιες καταστάσεις; Πότε πρωτοεμφανίστηκε στη ζωή σου; Τι σκέφτεσαι όταν σε επισκέπτεται;

Αυτές οι ερωτήσεις θα σε βοηθήσουν να εντοπίσεις και να ονομάσεις ό,τι σου συμβαίνει. Σε δεύτερο χρόνο, θα ήταν χρήσιμο να διαχωρίσεις το συναίσθημά σου απ’ αυτό που συμβαίνει στο εδώ και τώρα. Αν –κατά κάποιο τρόπο– έμαθες ότι έχεις ένα βασικό ελάττωμα και όλες σου οι αποτυχίες βασίζονται σ’ αυτό, ίσως ήρθε η ώρα να αμφισβητήσεις αυτή τη σκέψη. Συζήτησε τον προβληματισμό σου με τους ανθρώπους που εμπιστεύεσαι και άκου τι έχουν να πουν για τον τρόπο που σε βλέπουν. Σ’ αυτή τη φάση, ίσως αρχίσεις να παρατηρείς οτι γίνεται λίγο πιο εύκολο να εκφράσεις τις πραγματικές σου απόψεις, με τρόπο σαφή και σταθερό. Από το σημείο αυτό πιθανώς θα αρχίσεις να γίνεσαι όλο και πιο ικανός/ή να αφήσεις στην άκρη την ντροπή και να μην υπακούς στις προσκλήσεις της.

 

Γωγώ Καραγιάννη,

Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπεύτρια

Share this post

Submit to DeliciousSubmit to DiggSubmit to FacebookSubmit to Google PlusSubmit to StumbleuponSubmit to TechnoratiSubmit to TwitterSubmit to LinkedIn