diagramma_ekt.jpg

Δημοσιοποιήθηκε πρόσφατα η ετήσια έκθεση της Ε.Κ.Τ. (Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα) με τις εκτιμήσεις του 2017. Ένα κείμενο το οποίο σε κάθε περίπτωση θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένας ύμνος στις ευέλικτες μορφές εργασίας τόσο από τη μεριά της Ε.Κ.Τ., όσο και από τη μεριά των κορυφαίων επιχειρήσεων. Η Ε.Κ.Τ. μέσω της έκθεσης δείχνει τον δρόμο που «οφείλουν» να ακολουθήσουν οι κυβερνήσεις τα επόμενα χρόνια. Εν ολίγοις συνέχιση των μεταρρυθμίσεων για την αγορά εργασίας και επέκταση των ευέλικτων μορφών εργασίας τα επόμενα χρόνια είναι μόνο δύο από τις κατευθύνσεις που θα πρέπει να έχουν στην ατζέντα τους οι κυβερνήσεις των κρατών-μελών της Ε.Ε.

«Οι αγορές εργασίας της ζώνης του ευρώ επηρεάστηκαν ευνοϊκά από τη διεύρυνση της ανάκαμψης της οικονομικής δραστηριότητας. Επιπλέον τα στοιχεία υποδηλώνουν ότι τα μέτρα διαρθρωτικής πολιτικής συνέβαλαν στην αύξηση του βαθμού ανταπόκρισης της απασχόλησης στο Α.Ε.Π. στη διάρκεια της ανάκαμψης σε μερικές χώρες της ζώνης του ευρώ. Σε αυτές εφαρμόζονται μέτρα που αυξάνουν την ευελιξία της αγοράς εργασίας με τη χαλάρωση των υπερβολικά αυστηρών κανόνων προστασίας της απασχόλησης, π.χ. με τη μείωση του ποσού της αποζημίωσης σε περίπτωση απόλυσης ή με την καταβολή πιο ευμετάβλητων μισθών».

Τι αλλαγές επιθυμούν οι μεγαλύτεροι επιχειρηματικοί όμιλοι

Όπως σημειώνεται στην έκθεση: «Όσον αφορά στην προσεχή περίοδο, οι μεταρρυθμίσεις που βελτιώνουν περαιτέρω την ευελιξία και την ποιότητα εκπαίδευσης του εργατικού δυναμικού θεωρήθηκαν σημαντικές από τους συμμετέχοντες σε ειδική έρευνα της Ε.Κ.Τ. μεταξύ κορυφαίων επιχειρήσεων της ζώνης του ευρώ σχετικά με τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στη ζώνη του ευρώ (βλ. διάγραμμα ). Οι προσπάθειες για τη στήριξη πιο ευέλικτων διευθετήσεων του χρόνου εργασίας, η διευκόλυνση της χρήσης συμβάσεων προσωρινής απασχόλησης και η εφαρμογή λιγότερο αυστηρής νομοθεσίας για την προστασία της απασχόλησης αποτελούν τρεις από τις τέσσερις κορυφαίες μεταρρυθμιστικές προτεραιότητες για τουλάχιστον το 80% των συμμετεχόντων.

»Επιπλέον από τις απαντήσεις του 50% περίπου των συμμετεχόντων συνάγεται ότι οι μεταρρυθμίσεις που αποσκοπούν στην ενίσχυση της ευελιξίας του εργατικού δυναμικού είναι πιθανόν αυτές που έχουν τη μεγαλύτερη επίδραση στα αποτελέσματα των επιχειρήσεων λόγω της σημασίας τους για την ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας και διότι επιτρέπουν στις επιχειρήσεις να ανταποκρίνονται καλύτερα στην αύξηση της μεταβλητότητας της ζήτησης και στις μεταβολές των προτύπων της ζήτησης».

Το απόσπασμα είναι μόνο μία αναφορά από τις πολλές που γίνονται στην έκθεση και αναδεικνύουν τις προτεραιότητες των κορυφαίων επιχειρήσεων. Άρα λοιπόν αργά ή γρήγορα θα πρέπει να περιμένουμε μέτρα που θα ευθυγραμμίζονται με τις παραπάνω απαιτήσεις/εκτιμήσεις και οι οποίες θα αλλάξουν για ακόμα μια φορά τις συνθήκες εργασίας. Μεγαλύτερη «ευελιξία στην αγορά εργασίας», μεγαλύτερη διευκόλυνση της χρήσης συμβάσεων προσωρινής απασχόλησης και εφαρμογή λιγότερο αυστηρής νομοθεσίας για την προστασία της απασχόλησης είναι οι βασικές αλλαγές που επιδιώκουν να γίνουν μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι, καθώς εκτιμούν ότι αυτές αυξάνουν τα επίπεδα κέρδους και την ανταγωνιστικότητά τους.

Τα παραπάνω άλλωστε στηρίζονται σε θετικά στοιχεία της Ε.Κ.Τ. που προέρχονται από τις επιχειρήσεις και την οικονομία, αλλά σε καμία περίπτωση δεν παρουσιάζουν την πραγματική κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει οι εργαζόμενοι. Όπως λοιπόν αναφέρει η έκθεση: «Η ιδιωτική κατανάλωση στη ζώνη του ευρώ ενισχύθηκε περαιτέρω το 2017 με μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής γύρω στο 1,8%. Ο βασικός παράγοντας που οδήγησε στην αύξηση της κατανάλωσης ήταν η άνοδος του εισοδήματος από εργασία. Από αυτή την άποψη ο παράγοντας που συνέβαλε στην αύξηση του συνολικού ονομαστικού εισοδήματος από την εργασία ήταν κυρίως η αύξηση του αριθμού των απασχολουμένων παρά οι υψηλότεροι μισθοί. Παράλληλα ο ρυθμός αύξησης του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος ήταν κατά τι χαμηλότερος από ό,τι το προηγούμενο έτος».

Και συνεχίζει: «Σε γενικές γραμμές η εμπειρία από τις κρίσεις έχει δείξει ότι οι πιο ευέλικτες οικονομίες είναι περισσότερο ανθεκτικές σε κραδασμούς και τείνουν να ανακάμπτουν ταχύτερα και να επιτυγχάνουν υψηλότερη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη. Επιπλέον οι χώρες της ζώνης του ευρώ που εφάρμοσαν μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων ή/και εργασίας έχουν σημειώσει ικανοποιητικά αποτελέσματα (…). Η ιδιωτική κατανάλωση υποστηρίχθηκε από την αύξηση του πλούτου των νοικοκυριών και την άνοδο της απασχόλησης, η οποία επίσης τονώθηκε από τις προηγούμενες μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας».

Όλα τα δεδομένα λοιπόν παρουσιάζουν μία ωραιοποιημένη εικόνα που έχει ως στόχο την «ανάγκη για μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων και για περαιτέρω πρόοδο στην ενιαία αγορά», καθώς, όπως λένε, και οι δύο αυτές μεταρρυθμίσεις είναι απαραίτητες προκειμένου να αξιοποιηθούν πλήρως τα οφέλη των μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας.

Το οξύμωρο στην όλη υπόθεση είναι ότι τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα η μορφή και οι όροι της εργασίας έχουν αλλάξει όντως δραματικά. Οι μισθοί έχουν καταβαραθρωθεί. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας το ανά ώρα κόστος της εργασίας στην Ελλάδα για το 2017 ανήλθε στα 14,5 ευρώ τη στιγμή που στην Ευρωζώνη ήταν στα 30,3 ευρώ, μεγάλο ποσοστό νέων εργάζεται υπό το καθεστώς των λεγόμενων «mini jobs», ενώ η επίσημη ανεργία είναι περί το 20%. Οι θυσίες τις οποίες αναγκάστηκαν να κάνουν την περίοδο του μνημονίου οι εργαζόμενοι όχι μόνο δεν ήταν αρκετές, αλλά καλούνται σύντομα να σκύψουν ακόμα περισσότερο το κεφάλι προκειμένου τα στοιχεία και τα ποσοστά να είναι τα αρεστά στους Ευρωπαίους εταίρους μας.

 

Απόστολος Ζαβιτσάνος,
Δημοσιογράφος – «Στέντορας»

Share this post

Submit to DeliciousSubmit to DiggSubmit to FacebookSubmit to Google PlusSubmit to StumbleuponSubmit to TechnoratiSubmit to TwitterSubmit to LinkedIn