Εάν θέλουμε να βρούμε δισεκατομμύρια, μπορεί και τρισεκατομμύρια, δεν χρειάζεται παρά να κοιτάξουμε κάτω. Στο υπέδαφος η Ελλάδα διαθέτει σημαντικές ποσότητες κοιτασμάτων σε λιγνίτη, βωξίτη, νικέλιο, μαγνησίτη, σπάνιες γαίες, χρυσό, πετρέλαιο, και φυσικά ο κατάλογος δεν σταματά εκεί. Ο ορυκτός πλούτος της χώρας αποτελεί ένα πλεονέκτημα άμεσης εκμετάλλευσης, που θα αποφέρει σημαντικά οφέλη ειδικά στην περιφέρεια, ωθώντας στην αποκέντρωση και παράλληλα δίνοντας ευκαιρίες και κίνητρα ώστε να δημιουργηθούν νέα οικονομικά κέντρα.
Είναι αξιοπρόσεκτο ότι μεταξύ των κρατών μελών της Ε.Ε. η Ελλάδα κατατάσσεται πρώτη στο μερίδιο της αξίας εξαγωγών. Οι πωλήσεις της εξορυκτικής βιομηχανίας το 2013 ανήλθαν σε 2,1 δισ. ευρώ, ενώ απασχολούνταν πάνω από 15,5 χιλιάδες άνθρωποι. Στην κορυφή των εξαγωγών βρίσκεται το αλουμίνιο (300 εκατ. ευρώ το 2015), και ακολουθούν το νικέλιο (192 εκατ. ευρώ) και η αλουμίνα (110 εκατ. ευρώ), ενώ και σε πολλές περιπτώσεις άλλων ορυκτών πρώτων υλών έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια ο δυναμισμός των εξαγωγών, με ενδεικτικό παράδειγμα το μάρμαρο, τα βιομηχανικά ορυκτά και μέταλλα. Σημαντικό ρόλο σ’ αυτή τη διαδικασία σαφώς έπαιξε η εύκολη πρόσβαση που έχουν οι αντίστοιχες βιομηχανίες στον Πειραιά, ένα από τα μεγαλύτερα λιμάνια της Μεσογείου, με ιδιαίτερη στρατηγική θέση.
Σε όλα τα παραπάνω μπορούμε να προσθέσουμε ότι ο κλάδος, ακόμα και όταν ήρθε αντιμέτωπος με την κρίση, έδειξε μια συνολικότερη ανθεκτικότητα (οι μισθοί και ο αριθμός των απασχολουμένων μεταβλήθηκαν ελάχιστα έως καθόλου), στοιχείο που υποδηλώνει ότι υπάρχει η δυνατότητα να δώσει ώθηση και σε άλλους τομείς, όπως οι μεταποιητικές δραστηριότητες, ώστε να αναδειχτούν σε μεγάλους παίκτες τουλάχιστον περιφερειακά.
Δεν αξιοποιούμε πλήρως τα κοιτάσματά μας
Σύμφωνα με έρευνες, ένα από τα μεγαλύτερα κοιτάσματα πανευρωπαϊκά βρίσκεται στη βορειοανατολική Χαλκιδική, όπου υπολογίζεται ότι υπάρχουν «θαμμένοι» περίπου 160 τόνοι χρυσού, 2.000 τόνοι αργύρου, πάνω από 1 εκατ. τόνοι χαλκού και σχεδόν 1,5 εκατ. τόνοι μολύβδου και ψευδαργύρου.
Έκθεση της Ακαδημίας Αθηνών για το 2018 με τίτλο «Ενεργειακές προοπτικές της Ελλάδας» αναφέρει ότι, αν η χώρα μας αξιοποιήσει πλήρως τον πετρελαϊκό πλούτο που διαθέτει (βέβαια για αν γίνει κάτι τέτοιο είναι απαραίτητη η δημιουργία κρατικού φορέα για τη χρηματοδότηση και έρευνα, αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση), θα μπορέσει να καλύψει τις εσωτερικές ενεργειακές ανάγκες της για περίπου 139 χρόνια.
Φυσικά, δεν είναι μόνο ο χρυσός, το πετρέλαιο και οι υδρογονάνθρακες. Υπάρχει ανάγκη να πραγματοποιηθούν και έρευνες προκειμένου να εντοπιστούν κοιτάσματα σπάνιων γαιών σε περιοχές όπως η Χαλκιδική, η Θράκη και αλλού. Ο εντοπισμός και η κατάλληλη αξιοποίησή τους θα δώσει μια εντελώς διαφορετική διάσταση στην οικονομία της χώρας, στις εξαγωγές, στην απασχόληση και στους μισθούς.
Είναι αλήθεια ότι η πολιτεία δεν έχει σταθεί αρωγός στις προσπάθειες να δημιουργηθεί βαριά βιομηχανία και να αξιοποιήσει η πατρίδα μας τον ορυκτό της πλούτο. Ο τεράστιος αριθμός μικρών και μεσαίων βιομηχανιών και βιοτεχνιών που παράγουν προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας (π.χ. χαλυβουργία, κλωστοϋφαντουργία) μπορούν να δώσουν χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας, να περιορίσουν τις εισαγωγές, να ενισχύσουν τις εξαγωγές, να συνεισφέρουν στην οικονομία. Ενδεικτικά, τα χρόνια της κρίσης αυξάνεται με ταχύτατο ρυθμό η παραγωγή προϊόντων δεύτερης μεταποίησης αλουμινίου από ελληνικές μεταποιητικές μονάδες, όπως φύλλων και foils (τα πρώτα χρησιμοποιούνται ως καινοτόμα αντιολισθητικά πατώματα σε φορτηγά ψυγεία έως και σε ταχύπλοα της ακτοπλοΐας, ενώ τα δεύτερα έχουν εφαρμογές στη συσκευασία τροφίμων, φαρμάκων κ.ά.). Από το 2008 οι ετήσιες εξαγωγές έχουν σχεδόν διπλασιαστεί, αγγίζοντας τα 800 εκατ. ευρώ ετησίως. Τα κέρδη που προέρχονται από τέτοιες δραστηριότητες θα αποκτήσουν πολλαπλασιαστικά οφέλη που θα ισχυροποιήσουν ακόμα περισσότερο τη θέση της Ελλάδας στη σημερινή αβέβαιη εποχή. Στο πλαίσιο αυτό, οι πολιτικές αποφάσεις που απαιτούνται, όπως η δημιουργία ειδικού πλαισίου χωροταξικού σχεδιασμού, ο εκσυγχρονισμός του μεταλλευτικού κώδικα, η απλοποίηση και επιτάχυνση των αδειοδοτήσεων, πρέπει να επισπευσθούν.
Πέρυσι έγραφε ο ΣΕΒ σε special report αναφορικά με τις εξορυκτικές δραστηριότητες: «Με το κατάλληλο εθνικό σχέδιο, η εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου μπορεί να αποτελέσει αιχμή για σημαντικές νέες επενδύσεις. Μάλιστα, καθώς ο κλάδος είναι έντασης κεφαλαίου και παραδοσιακά έχει καταφέρει να προσελκύσει επενδύσεις από το εξωτερικό, αυτό σημαίνει ότι μπορεί να συνεισφέρει ουσιαστικά και εμβληματικά στην επενδυτική κινητοποίηση που έχει ανάγκη η χώρα. Οι επενδύσεις αυτές με τη σειρά τους μπορεί να οδηγήσουν τον κλάδο στην πρώτη γραμμή της βιώσιμης ανάπτυξης, επιταχύνοντας τη μετάβαση προς την κυκλική οικονομία και αξιοποιώντας τις σχετικές νέες τεχνολογίες ως ευκαιρίες ανάπτυξης».
Η πλήρης αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου, οι ευκαιρίες για επενδύσεις και ό,τι αυτό συνεπάγεται, εφόσον λειτουργήσουν προς όφελος της χώρας, με μισθούς που θα ανταποκρίνονται στις ανάγκες των εργαζομένων, δημιουργούν το ζητούμενο της εποχής, της Ελλάδας που παράγει. Τα πλεονεκτήματα που προκύπτουν όχι μόνο στον κλάδο της εξόρυξης, αλλά και σε όλους τους υπόλοιπους τομείς που θα υποστηρίξει, θα έχουν ακόμα μεγαλύτερη ένταση αν πλαισιωθούν από πολιτικές κατευθύνσεις που θα αντιστρέφουν το brain drain και θα εκμεταλλεύονται όσες δυνατότητες προσφέρει η ψηφιακή εποχή και η τέταρτη βιομηχανική επανάσταση. Και αν όλα αυτά συνδυαστούν με τα υπόλοιπα διεθνώς ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα της χώρας, όπως είναι ο τουρισμός, η ναυτιλία, η αγροτική παραγωγή κ.ά., τότε θα αναδυθεί εναργέστερη η δυνατότητα να οδηγηθούμε αθροιστικά στη συνολικότερη ανάκαμψη της χώρας.
Απόστολος Ζαβιτσάνος,
Δημοσιογράφος-«Στέντορας»