Την εβδομάδα που μας πέρασε ο ΣΕΒ παρουσίασε τα αποτελέσματα της ετήσιας έρευνας γνώμης (έρευνα που πραγματοποιήθηκε την περίοδο Απρίλιος-Μάιος) του Παρατηρητηρίου Επιχειρηματικού Περιβάλλοντος του ΣΕΒ «Ο σφυγμός του επιχειρείν», που ολοκληρώθηκε με τη συνδρομή της MRB, η οποία έρευνα αποτιμά τον βαθμό ελκυστικότητας του επενδυτικού περιβάλλοντος στη χώρα. Σύμφωνα με αυτή, παρότι τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση και παρά τις όποιες βελτιώσεις, είμαστε αρκετά βήματα πίσω από τα επιθυμητά αποτελέσματα.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας, οι επιχειρηματίες είναι αποθαρρημένοι, αφού δεν υπάρχει μια σαφής και ισχυρή αναπτυξιακή και φιλοεπενδυτική πολιτική. Παρ’ όλα αυτά τόσο η καταναλωτική εμπιστοσύνη (στις -44,9 μονάδες από -47,8 τον προηγούμενο μήνα) όσο και ο όγκος των λιανικών πωλήσεων (+1,9% το διάστημα Ιανουάριος-Ιούλιος 2018) κατέγραψαν άνοδο, στοιχείο που δείχνει τη βελτίωση των χρηματοοικονομικών συνθηκών. Αξιοσημείωτο επίσης είναι ότι μία στις τέσσερις επιχειρήσεις (27,7%) αναμένει αύξηση του τζίρου την επόμενη χρονιά, μία στις πέντε (19,5%) προβλέπει βελτίωση του μεριδίου αγοράς, ενώ περισσότερες από μία στις δέκα (11,5%) εκτιμούν ότι θα αυξήσουν το προσωπικό τους.
Ο κ. Φέσσας, σχολιάζοντας τα αποτελέσματα της έρευνας, δήλωσε ότι «…ο κίνδυνος δεν έχει παρέλθει. Αν αυξηθεί το ΑΕΠ, δεν θα χρειαστούν μειώσεις στις συντάξεις. Για να υπάρξουν επενδύσεις, χρειαζόμαστε το τρίπτυχο “σταθερότητα, εμπιστοσύνη και κερδοφορία”» για να συνεχίσει και να αναφέρει ότι δεν γνωρίζει τι απαντήσεις θα προέκυπταν αν η ίδια έρευνα επαναλαμβανόταν τώρα, καθώς «το κλίμα έχει κάπως χαλάσει και η οικονομία βρίσκεται σε χαμηλή πτήση. (…) Η αισιοδοξία δεν σημαίνει ότι οι κίνδυνοι έχουν παρέλθει, όλα είναι ρόδινα και πάμε σε δυναμική οικονομική ανάπτυξη. (…)
»Το κλίμα έχει χαλάσει γιατί έχουμε μπει σε προεκλογική περίοδο και αντί να δίνεται έμφαση στις μεταρρυθμίσεις δίνεται στην παροχολογία ένθεν κακείθεν. Αυτό είναι πρόβλημα γιατί δεν υπάρχουν χρήματα να μοιραστούν, αλλά πρέπει να παραχθούν. Ρυθμός ανάπτυξης της τάξης του 2% δεν εγγυάται ότι η χώρα μπορεί να βγει από το τέλμα, δεν εμπνέει εμπιστοσύνη, με αποτέλεσμα την εικόνα στο χρηματιστήριο και στις τράπεζες, και δεν έχουμε σταθερότητα, κάτι που επιδεινώνεται όσο γίνονται προεκλογικές υποσχέσεις». Πρακτικά ο κ. Φέσσας έκανε έκλυση προς κυβέρνηση και αντιπολίτευση να σταματήσουν την παροχολογία στην οποία έχουν επιδοθεί ελέω προεκλογικής περιόδου και έκρουσε το καμπανάκι του κινδύνου.
Από τα επιμέρους στοιχεία της έρευνας προκύπτει βελτίωση σε σχέση με πέρυσι στη συντριπτική πλειονότητα των δεικτών. Αναλυτικά, στο επίπεδο των μακροοικονομικών εμποδίων ως σημαντικότερα αξιολογούνται η υψηλή φορολογία, η διαφθορά (είναι ο μοναδικός δείκτης που επιδεινώθηκε σε σχέση με πέρυσι), η αβεβαιότητα για την περίοδο μετά το μνημόνιο, οι επιπτώσεις της ύφεσης στην οικονομία, η αναποτελεσματική λειτουργία θεσμών όπως η Δικαιοσύνη και οι ανεξάρτητες αρχές.
Σε μικροοικονομικό επίπεδο διαπιστώνονται επίσης βελτιώσεις στο σύνολο των δεικτών και τα σημαντικότερα προβλήματα είναι το ασταθές φορολογικό πλαίσιο, η πολυνομία, η καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης, η αδυναμία πρόσβασης σε χρηματοδότηση και το έλλειμμα χρηματοδοτικών εργαλείων.
Οι κυριότεροι λόγοι για τη βελτίωση της εικόνας και των προσδοκιών είναι η αύξηση της ζήτησης λόγω τουρισμού και εξαγωγών, οι νέες στρατηγικές συνεργασίες και οι επενδύσεις σε έρευνα και ανάπτυξη. Συνολικά οι επιχειρήσεις είναι σημαντικά πιο αισιόδοξες από τον γενικό πληθυσμό, καθώς το 43,7% των επιχειρηματιών θεωρεί ότι θα βγούμε από την κρίση σε περισσότερα από τέσσερα χρόνια έναντι του 78% των πολιτών.
Αξίζει βέβαια να δώσουμε σημασία και στις απαντήσεις που έδωσαν οι εταιρίες που εστιάζουν στις εξαγωγές, καθώς αυτές είναι περισσότερο εκτεθειμένες και ευάλωτες στον διεθνή ανταγωνισμό. Σύμφωνα με την έρευνα, πέρα από την εξακρίβωση των βασικών προβλημάτων των υψηλών φορολογικών συντελεστών και της αβεβαιότητας ως προς το περιεχόμενο και τη στόχευση της αναπτυξιακής πολιτικής της επόμενης μέρας, ενδιαφέρον συγκεντρώνει ο τρόπος με τον οποίο βάζουν στο επίκεντρο το έλλειμμα καινοτομικής ικανότητας της ελληνικής οικονομίας και την επίπτωση των προβλημάτων που προέρχονται από τη λειτουργία των θεσμών και το επίπεδο διαφθοράς.
Ειδικότερα, οι επιχειρήσεις με έντονο εξαγωγικό προσανατολισμό (δηλαδή μερίδιο εξαγωγών άνω 30% του τζίρου) αναγνωρίζουν το έλλειμμα καινοτομικής ικανότητας της χώρας (δηλαδή την υστέρηση πολιτικών και υποδομών καινοτομίας, τις χαμηλές δημόσιες και ιδιωτικές δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη, την αναιμική κουλτούρα καινοτομίας των επιχειρήσεων κ.ά.) ως έναν από τους σημαντικότερους ανασχετικούς παράγοντες στην ικανότητά τους να εισέλθουν και να σταθούν ισότιμα στον διεθνή ανταγωνισμό. Γι’ αυτό και πρέπει να αποτελέσει στρατηγική επιλογή για τη χώρα η ανάπτυξη πολιτικών και υποδομών γνώσης και παραγωγής καινοτομίας υψηλού επιπέδου με έμφαση σε σύγχρονες δεξιότητες και στην αποτελεσματική εκπαίδευση.
Στον αντίποδα, στις εξαγωγικές επιχειρήσεις η διαφθορά ιεραρχείται χαμηλά σε σχέση τόσο με το σύνολο (σχεδόν 20 ποσοστιαίες μονάδες διαφορά), όσο και με όσες δεν είναι τόσο εξαγωγικές. Αυτό μπορεί να αιτιολογηθεί είτε από τον χαμηλό βαθμό έκθεσής τους στην ελληνική αγορά είτε από την ανάπτυξη εταιρικών πολιτικών πρόληψης της διαφθοράς, καθώς αυτό αποτελεί προαπαιτούμενο για τη δραστηριοποίηση σε ανταγωνιστικές ξένες αγορές. Σε κάθε περίπτωση, η αναποτελεσματική λειτουργία των θεσμών και η διαφθορά εντοπίζονται περισσότερο στις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται κυρίως ή σχεδόν αποκλειστικά στην εγχώρια αγορά και γι’ αυτό πρέπει να αναληφθούν ειδικές πρωτοβουλίες.
Χωρίς πραγματική ανταπόκριση οι μεταρρυθμίσεις
Ένας στους δύο επιχειρηματίες δηλώνει ότι δεν έχει επηρεαστεί καθόλου από τις μεταρρυθμίσεις που έγιναν τα τελευταία χρόνια. Αυτό οφείλεται στην προχειρότητα με την οποία σχεδιάστηκαν και στη μη συμμετοχή των άμεσα εμπλεκομένων.
Σημασία έχει να αναφέρουμε ότι, σύμφωνα με τον ΣΕΒ, οι μεταρρυθμίσεις είτε δεν υλοποιούνται στην πράξη ως έχουν σχεδιαστεί είτε υλοποιούνται μερικώς, δηλαδή δίχως τις συμπληρωματικές νομοθετικές παρεμβάσεις και την υποστήριξη της δημόσιας διοίκησης.
«Τα τελευταία χρόνια έγιναν πολλές προσπάθειες μεταρρυθμίσεων, αλλά είμαστε στο ένα τρίτο του δρόμου. Δεν έχουμε νιώσει ως επιχειρήσεις τον αντίκτυπο των αλλαγών παρά μόνο σε μικρό βαθμό και αυτό είτε γιατί οι μεταρρυθμίσεις έγιναν με μισή καρδιά είτε γιατί δεν εφαρμόζονται πλήρως», σχολίασε ο Αριστοτέλης Παντελιάδης, μέλος του Δ.Σ. του ΣΕΒ, και πρόσθεσε ότι «για την πλειονότητα των μεταρρυθμίσεων δεν αισθανθήκαμε ως πολιτεία ή κοινωνία ότι τις χρειαζόμαστε».
Απόστολος Ζαβιτσάνος,
Δημοσιογράφος-«Στέντορας»