Η Ελλάδα σήμερα έχει όλες τις δυνατότητες να εξελιχθεί σ’ έναν από τους κρισιμότερους ενεργειακούς κόμβους στον κόσμο. Η γεωγραφική θέση και ο ρόλος της στα Βαλκάνια έχει εντοπιστεί από πολλούς διεθνείς επενδυτές, οι οποίοι δικαίως θεωρούν ότι η χώρα μας θα μπορούσε να αποτελέσει ενεργειακό σταυροδρόμι στη μεταφορά ενέργειας από την Ανατολή στη Δύση και τούμπαλιν. Όμως, και από μόνη της η Ελλάδα, σε εγχώριο επίπεδο, έχει την ικανότητα να παραγάγει και να αξιοποιήσει εναλλακτικές μορφές ενέργειας, δίνοντας βαρύτητα όχι μόνο στην ηλιακή και την αιολική, αλλά και στη λεγόμενη «μπλε» ενέργεια, η οποία αποτελεί το next big thing ως παγκόσμιος ενεργειακός στόχος.
Η αναγνώριση της ευκαιρίας παγκοσμίως
Η μεγάλη διαθεσιμότητα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (αιολικής, υδροηλεκτρικής, γεωθερμικής, ηλιακής, ηλιοθερμικής, καθώς και ενέργειας από βιομάζα), αλλά και τα εν εξελίξει μεγαλεπήβολα πρότζεκτ, όπως οι υποδομές για τους αγωγούς αερίων (ΤΑΡ-IGB-EastMEd, έρευνες πετρελαίου), δεν αποτελούν απλές ενδείξεις, αλλά αποδείξεις ότι η Ελλάδα μπορεί να αποτελέσει βασικό παίκτη στη διαμόρφωση του ενεργειακού χάρτη της Ε.Ε. Αυτό φυσικά δεν περνά απαρατήρητο, καθώς η ύπαρξη νέων αγωγών, πλατφορμών και υδρογονανθράκων αυτομάτως κάνει τη χώρα μας στόχο για την εξασφάλιση «έξυπνου χρήματος», προσφέροντας σημαντικές επενδυτικές ευκαιρίες σε όλους τους επιμέρους τομείς του κλάδου ενέργειας.
Κάνοντας ένα βήμα πίσω και παρατηρώντας πώς διαμορφώθηκε η ελληνική αγορά ενέργειας τα τελευταία χρόνια, μπορούμε να δούμε ότι πολλοί επενδυτές εγνωσμένου κύρους μπήκαν δυναμικά στην αρένα της ευρύτερης περιοχής. Με μια γρήγορη ματιά βλέπουμε τους εξής:
- Η αμερικανική Third Point Gas εισήλθε στο μετοχικό κεφάλαιο της ελληνικής εταιρίας παραγωγής και εξερεύνησης πετρελαίου και αερίου Energean Oil & Gas μέσω εισφοράς κεφαλαίου της τάξης των 60 εκατ. ευρώ.
- Η Qatar Petroleum International (QPI) και η ελληνική ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ υπέγραψαν συμφωνία για την απόκτηση συμμετοχής στο εργοστάσιο ηλεκτρικής ενέργειας ΗΡΩΝ ΙΙ, σηματοδοτώντας την πρώτη επένδυση της QPI στην Ελλάδα. Το ΗΡΩΝ ΙΙ αποτελεί σήμερα το πιο αποδοτικό εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα.
- Η κινεζική Shenhua προχώρησε σε συμφωνία συνεργασίας με την Copelouzos Group, με αντικείμενο την ανάπτυξη έργων ΑΠΕ και την αναβάθμιση λιγνιτικών μονάδων παραγωγής, σ’ ένα επενδυτικό πλάνο αξίας 3 δισ. ευρώ.
- H κινεζική China State Grid εξαγόρασε το 24% του ΑΔΜΗΕ με τίμημα 320 εκατ. ευρώ.
- Το καναδικό επενδυτικό ταμείο Fairfax Holdings έχει γίνει ο τρίτος μεγαλύτερος μέτοχος του ελληνικού ενεργειακού ομίλου Μυτιληναίος, αποκτώντας ποσοστό 5% στο μετοχικό κεφάλαιο, αξίας περίπου 30 εκατ. ευρώ.
- Η αμερικανική York Capital Management ανακοίνωσε επενδύσεις 100 εκατ. ευρώ, αποκτώντας συμμετοχή 10% στον ελληνικό ενεργειακό όμιλο ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ.
Πολύ σημαντικότερο απ’ όλα τα παραπάνω όμως είναι ότι η κινεζική κυβέρνηση και η Cosco επέλεξαν το λιμάνι του Πειραιά ως τον καταλληλότερο κόμβο προς την Ευρώπη. Δεν ξέρουμε αν αυτό έχουν κατά νου στην κυβέρνηση αλλά και στον Σ.Ε.Β. όταν κάνουν λόγο για βιώσιμες επενδύσεις, αλλά οπωσδήποτε πρόκειται για επενδύσεις που θα αναβαθμίσουν τον ρόλο της Ελλάδας όχι μόνο ενεργειακά, αλλά και ως προς τη θέση της στο παγκόσμιο status quo. Το βέβαιο είναι ότι η πορεία του κόσμου οδηγεί σε διαρκή αύξηση των αναγκών για εναλλακτικές μορφές ενέργειας, απαιτώντας πολλαπλές πηγές τροφοδοσίας και όσο γίνεται απευθείας συνδέσεις. Η Ελλάδα, ως κόμβος δομημένος, σε καίριο γεωγραφικό και γεωπολιτικό σταυροδρόμι, πληροί όλες τις προϋποθέσεις για να μετατραπεί στον κρίσιμο παράγοντα του αύριο.
Οι ανταγωνισμοί καθορίζουν το αύριο σε μια όχι τόσο ελεύθερη αγορά
Όλα τα παραπάνω αποτελούν πειστήρια ότι η χώρα μας –σύμφωνα με πολλούς– βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση και μπορεί να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην παγκόσμια σκακιέρα της ενέργειας. Είναι όμως έτσι; Οι κινήσεις που έγιναν πριν από αρκετά χρόνια με το ρωσικό φυσικό αέριο και τους αγωγούς συνέβαλαν στην ενίσχυση του ανταγωνισμού. Όμως η εξάρτηση που έχει η χώρα μας από Η.Π.Α. και Ε.Ε. σε μια σειρά θέματα δημιουργεί κωλύματα, αποδεικνύοντας ότι η ελεύθερη αγορά δεν είναι και τόσο ελεύθερη, όπως προπαγανδίζουν διάφοροι θιασώτες της. Οι σχετικά πρόσφατες κυρώσεις που επέβαλε το αμερικανικό Κογκρέσο κατά ευρωπαϊκών εταιριών που θα συμμετάσχουν σε ενεργειακά πρότζεκτ με ρωσικές εταιρίες είναι η απόδειξη. Επί της ουσίας μ’ αυτό το ψήφισμα οι Η.Π.Α. δεν επέβαλαν απλές κυρώσεις, αλλά αντίθετα έτριψαν στη μούρη όλων των ένθερμων οπαδών του νεοφιλελευθερισμού ότι περιφρονούν τους κανόνες του ελεύθερου ανταγωνισμού και μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν σε παγκόσμιο επίπεδο, χωρίς να λογοδοτούν σε κανέναν και για τίποτα. Η ύπαρξη μιας τέτοιας συμπεριφοράς από την αμερικανική πλευρά, η οποία θεωρεί τον εαυτό της μπροστάρη και εγγυήτρια δύναμη της φιλελεύθερης τάξης πραγμάτων, δίνει απαντήσεις σε όλους όσους θεωρούν ότι ο κόσμος μας λειτουργεί καλύτερα αποκλειστικά στο πλαίσιο του διεθνούς ανταγωνισμού και της ελεύθερης οικονομίας.
Στην Ελλάδα, ΠΑ.ΣΟ.Κ. και Ν.Δ. ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’90, όταν ξεκίνησε η υλοποίηση μιας ενιαίας αγοράς ενέργειας στην Ε.Ε., υποστήριζαν –και συνεχίζουν να υποστηρίζουν– ότι η απελευθέρωση και ο ανταγωνισμός των ιδιωτικών ομίλων θα ωφελούσαν τον απλό καταναλωτή, ρίχνοντας το κόστος του ηλεκτρικού ρεύματος και οδηγώντας δήθεν ταυτόχρονα σε χιλιάδες νέες θέσεις καλοπληρωμένης εργασίας. Ισχυρίζονταν πως η πράσινη ανάπτυξη, δηλαδή η στροφή στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, θα οδηγούσε στην προστασία του περιβάλλοντος και στην αναβάθμιση της ζωής μας. Η πείρα που υπάρχει σήμερα απέδειξε το εντελώς αντίθετο. Αρκεί να αναφέρουμε ότι την τελευταία δεκαετία έχει καταγραφεί σχεδόν 50% αύξηση στα τιμολόγια του ηλεκτρικού ρεύματος, ενώ παραβλέπουμε ποια είναι τα ημερομίσθια όσων εργάζονται για τον αγωγό TAP, καθώς και το εύρος των συμβάσεών τους.
Σίγουρα είναι προς το συμφέρον της Ελλάδας να καταστεί ενεργειακός κόμβος της Ε.Ε. Όμως αυτό δεν μπορεί να γίνει αν οι άνθρωποι που θα καρπώνονται αυτή την ενέργεια πρέπει να εξαθλιωθούν οικονομικά. Η εκμετάλλευση όλων των μορφών και πηγών ενέργειας πρέπει να αποφέρει όφελος για τον ελληνικό λαό, όχι μόνο με ποιοτικές και υψηλόμισθες θέσεις εργασίας, αλλά παράλληλα με την παροχή ποιοτικής και φθηνής ενέργειας για κατανάλωση, και φυσικά με οφέλη και για το περιβάλλον.
Απόστολος Ζαβιτσάνος,
Δημοσιογράφος-«Στέντορας»