Ένα από τα χειρότερα δυνατά σενάρια εξελίσσονται τις τελευταίες μέρες στις διεθνείς εμπορικές σχέσεις. Ο Τραμπ επιβάλλει δασμούς στις αμερικανικές εισαγωγές χάλυβα (25%) και στις εισαγωγές αλουμινίου (10%) και ο υπόλοιπος κόσμος αναμένει και ετοιμάζεται να απαντήσει με τα δικά του αντίμετρα. Η Ουάσιγκτον όμως δεν δείχνει διατεθειμένη να σταματήσει εκεί παρά τις σφοδρές αντιδράσεις που προκλήθηκαν, καθώς δείχνει διατεθειμένη να επιβάλει δασμούς συνολικής αξίας 60 δισ. δολαρίων σε εισαγωγές προϊόντων από την Κίνα, στοχεύοντας στον τομέα της τεχνολογίας και των τηλεπικοινωνιών. Από την επιβολή έχουν εξαιρεθεί προς το παρόν το Μεξικό, ο Καναδάς και η Αυστραλία, ενώ έχει μείνει ανοιχτή η πόρτα για περισσότερες εξαιρέσεις για άλλους «φίλους»και «εταίρους» έπειτα από την πίεση και τις δηλώσεις που έγιναν από τους συμμάχους των Η.Π.Α. Το γενικότερο κλίμα μυρίζει μπαρούτι, καθώς ο προβληματισμός και οι έντονες αντιπαραθέσεις έχουν ήδη ξεκινήσει στην παγκόσμια αρένα του εμπορίου.
Η κίνηση του Τραμπ είχε ως αποτέλεσμα να προκληθεί νευρικότητα στις διεθνείς αγορές, με Γερμανία και Κίνα να αποτελούν τις χώρες που πρόκειται να πληγούν περισσότερο. Oι πρώτες δηλώσεις κορυφαίων αξιωματούχων ήταν σε επιθετικό πνεύμα, δίνοντας μία πρώτη απάντηση στον Αμερικανό πρόεδρο. Εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης τοποθετήθηκε ο Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, πρόεδρος της Κομισιόν, δηλώνοντας ότι η Ε.Ε. ετοιμάζει αντίμετρα σε βάρος αμερικανικών προϊόντων και εταιριών, με το ουίσκι μπέρμπον, τη Harley Davidson και τη Levi's να αποτελούν τις πρώτες εταιρίες που πρόκειται να χτυπηθούν. Στο ίδιο μήκος κύματος ήταν και οι δηλώσεις του Γερμανού υπουργού εξωτερικών Ζ. Γκάμπριελ, ο οποίος κάλεσε την Ε.Ε. να αντιδράσει «με αυστηρότητα», εκτιμώντας ότι μία τέτοια εξέλιξη «θα κοστίσει πολλές θέσεις εργασίας» στην Ευρώπη.
Έπειτα όμως από δήλωση του Αμερικανού προέδρου ότι δύναται να εξαιρεθούν χώρες από την επιβολή δασμών η Ε.Ε., ελπίζοντας σε θετική ανταπόκριση, χαμήλωσε τους τόνους μπροστά στην έναρξη διαλόγου, δηλώνοντας βέβαια ότι είναι έτοιμη να προσφύγει στο Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου και στην ύστατη ανάγκη θα απαντήσει με αντίμετρα, τα οποία προς το παρόν παραμένουν αδιευκρίνιστα.
Για ποιο λόγο φθάσαμε σε αυτή την κατάσταση
Η συγκεκριμένη απόφαση της Ουάσιγκτον ήταν πολυεπίπεδη ακόμα και αν ο Αμερικανός πρόεδρος δικαιολόγησε την απόφασή του δηλώνοντας: «Σήμερα υπεραμύνομαι της εθνικής ασφάλειας της Αμερικής επιβάλλοντας δασμούς στις εισαγωγές χάλυβα και αλουμινίου. Θα έχουμε δασμούς 25% στον εισαγόμενο χάλυβα και 10% στο εισαγόμενο αλουμίνιο όταν τα προϊόντα διασχίζουν τα σύνορά μας».
Από τη μία ο στόχος του Τραμπ φαίνεται να είναι η Κίνα, καθώς η αύξηση της παραγωγής της σε χάλυβα συνέβαλε στο να αυξηθεί η παγκόσμια προσφορά στις διεθνείς αγορές και αυτομάτως να πραγματοποιήσουν μεγάλη βουτιά οι τιμές και ως εκ τούτου να μειωθεί η ζήτηση από τις αμερικανικές αλουμινοβιομηχανίες.
Από την άλλη, υπάρχει πολιτική σκοπιμότητα, αφού σύντομα θα πραγματοποιηθούν εκλογές σε μία σειρά πολιτείες, στους ψηφοφόρους των οποίων ο Τραμπ προεκλογικά είχε υποσχεθεί ότι θα ξανανοίξουν τα εργοστάσια και θα δημιουργηθούν θέσεις εργασίας. Άλλωστε αποτελεί και προεκλογική δέσμευση του Αμερικανού προέδρου ότι θα αποκαταστήσει την αμερικανική βιομηχανία και θα δημιουργηθούν θέσεις εργασίας και ειδικότερα χειρωνακτικές θέσεις, οι οποίες μειώθηκαν δραματικά τα τελευταία χρόνια εξαιτίας της ρομποτικής και της αυτοματοποίησης.
Φυσικά έξω από την εικόνα δεν θα μπορούσαν να λείπουν και τα ισχυρά επιχειρηματικά λόμπι της χώρας, τα οποία στήριξαν την προεκλογική εκστρατεία για την εκλογή του ως πλανητάρχη. Αποτελεί μία συμφωνία κυρίων, την οποία με τη σειρά του έρχεται να ξεπληρώσει ο Τραμπ.
Προεκτάσεις
Πλέον δημιουργείται έντονος προβληματισμός για την πορεία της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης. Όπως δήλωσε ο υπουργός Εμπορίου της Κίνας, η κήρυξη ενός εμπορικού πολέμου μεταξύ Η.Π.Α. και Κίνα θα οδηγούσε την παγκόσμια οικονομία στην καταστροφή, με όλους τους παίχτες στο παγκόσμιο τραπέζι να βγαίνουν χαμένοι. Η πιο σφοδρή απάντηση δόθηκε από την Ένωση Κινεζικών Βιομηχανιών, η οποία προέτρεψε την κυβέρνηση να βάλει στο στόχαστρο την αμερικανική βιομηχανία άνθρακα και λιγνίτη, έναν κλάδο που έχει κεντρικό ρόλο στην πολιτική βάση της Ουάσιγκτον.
Βέβαια οι δασμοί θα έχουν και άμεσο αντίκτυπο στις Η.Π.Α., καθώς αναπόφευκτα θα οδηγήσουν σε αύξηση τιμών, αφού η τοπική βιομηχανία δεν φαίνεται να είναι σε άμεση θέση να παραγάγει ποιοτικά και ποσοτικά τα προϊόντα που απαιτούνται για την κάλυψη της ζήτησης. Επιπρόσθετα και με βάση τα αντίμετρα που θα επακολουθήσουν, οι εισαγωγές θα καταρρεύσουν, οι τιμές των αγαθών θα αυξηθούν, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα θα αυξήσει τα επιτόκια, άρα και το κόστος δανεισμού, ως εκ τούτου το δολάριο θα αυξηθεί και κάπως έτσι θα οδηγηθούμε στην ύφεση.
Αντιδράσεις όμως προκλήθηκαν και στο εσωτερικό της χώρας, με τους τριγμούς να είναι εμφανείς. Ο πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων Πολ Ράιαν αποδοκίμασε την απόφαση δηλώνοντας «διαφωνώ με αυτή την απόφαση και φοβάμαι τις απρόβλεπτες συνέπειες», καλωσορίζοντας την απαλλαγή του Καναδά και του Μεξικού. Όπως τόνισε ο ίδιος, θα συνεχίσει να πιέζει τον Λευκό Οίκο να περιορίσει την επιβολή του εν λόγω μέτρου μόνο στις χώρες που παραβιάζουν το εμπορικό δίκαιο. Στην ίδια κατεύθυνση κινήθηκαν και 107 ρεπουμπλικάνοι βουλευτές, οι οποίοι σε κοινή τους επιστολή καλούν σε αναθεώρηση των δασμών, τονίζοντας τις αρνητικές επιπτώσεις που θα έχει στην οικονομία και στις θέσεις εργασίας.
Ιστορικά έχει ξαναγίνει παρόμοια ενέργεια από την κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους. Τότε τα αντίποινα των άλλων χωρών χτύπησαν στις αμερικανικές εξαγωγές υφασμάτων, φρούτων και άλλων προϊόντων, αναγκάζοντας τις Η.Π.Α. να αναδιπλωθούν και να αποσύρουν τους δασμούς έναν χρόνο μετά την επιβολή τους, καθώς αντιμετώπισαν απώλεια 200.000 θέσεων εργασίας. Άρα λοιπόν έχει ιδιαίτερη σημασία ότι σε ένα διεθνοποιημένο περιβάλλον οι μονομερείς ενέργειες δεν φέρνουν πάντοτε τα επιθυμητά αποτελέσματα, αφού το μοίρασμα της τράπουλας στο παγκόσμιο τραπέζι του εμπορίου δεν έχει σταθερές και συνεχώς μεταβάλλεται η δυναμική.
Η ουσία είναι ότι οι Η.Π.Α. προσπαθούν να ανακτήσουν χαμένο έδαφος στις διεθνείς αγορές, εξασφαλίζοντας μεγαλύτερο κόμματι πίτας στην προσπάθειά τους να ανακόψουν την αναδυόμενη οικονομία της Κίνας, η οποία απειλεί την πρωτοκαθεδρία τους. Άλλωστε τα τελευταία χρόνια οι Η.Π.Α. έχουν να αντιμετωπίσουν το μεγάλο εμπορικό έλλειμμα (το μεγαλύτερο της 10ετίας) με αρκετές χώρες, πρωτίστως την Κίνα και τη Γερμανία. Η Αμερική με αυτή της την κίνηση θέλει να ξανανοίξει ο διάλογος για την επαναδιαπραγμάτευση των όρων του διεθνούς εμπορίου. Πάνω σε αυτό το σκεπτικό θα επανεξεταστούν διακρατικές συμφωνίες κυρίως σε σχέση με τη Διατλαντική Συμμαχία (χώρες-μέλη της Ε.Ε.).
Απόστολος Ζαβιτσάνος
Δημοσιογράφος – «Στέντορας»