To Ινστιτούτο Εργασίας της Γ.Σ.Ε.Ε. (ΙΝ.Ε. Γ.Σ.Ε.Ε.) και το Ινστιτούτο Μικρών Επιχειρήσεων της Γ.Σ.Ε.Β.Ε.Ε. (Ι.Μ.Ε. Γ.Σ.Ε.Β.Ε.Ε.) συνεργάστηκαν στον σχεδιασμό και στην υλοποίηση πανελλαδικής έρευνας αναφορικά με τα κίνητρα και τα εμπόδια συμμετοχής των ενηλίκων στη διά βίου μάθηση. Ο σχεδιασμός της έρευνας ξεκίνησε το 2008 και έως σήμερα έχουν ολοκληρωθεί τρεις φάσεις για την αποτύπωση των ποσοστών συμμετοχής, αλλά και των κινήτρων και των εμποδίων που προωθούν ή δυσχεραίνουν αυτή τη συμμετοχή. Η πρώτη φάση της έρευνας υλοποιήθηκε μέσω του επιχειρησιακού προγράμματος «Εκπαίδευση και Διά Βίου Μάθηση» με τη συγχρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο) και εθνικών πόρων, ενώ οι δύο επόμενες φάσεις ολοκληρώθηκαν με τη χρηματοδότηση των δύο ινστιτούτων με στόχο η έρευνα αυτή να αποτελέσει ένα αξιόπιστο βαρόμετρο της συμμετοχής στη διά βίου μάθηση, διευκολύνοντας τη λήψη κατάλληλων αποφάσεων και την υιοθέτηση αποτελεσματικών πολιτικών.
Επιστημονικός υπεύθυνος της έρευνας είναι ο Θανάσης Καραλής, καθηγητής Διά Βίου Μάθησης και Εκπαίδευσης Ενηλίκων του Πανεπιστημίου Πατρών. Τον σχεδιασμό της δειγματοληψίας, τη συλλογή και την ανάλυση των ποσοτικών δεδομένων ανέλαβε η εταιρία ερευνών κοινής γνώμης MARC A.E. Στις τρεις φάσεις της έρευνας διερευνήθηκε η συμμετοχή των ενηλίκων στη διά βίου μάθηση κατά τα έτη 2011, 2013, 2015 και 2016.
Ταυτότητα της έρευνας
Τα βασικά στοιχεία των επιμέρους φάσεων της έρευνας έχουν ως ακολούθως:
Εξεταζόμενος πληθυσμός: Αντιπροσωπευτικό δείγμα μισθωτών του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, αυτοαπασχολούμενων και εργοδοτών, καθώς και ανέργων.
Μέγεθος δείγματος: 1.200 άτομα (2011), 1.210 άτομα (2013), 800 άτομα (2015 και 2016).
Χρονικά διαστήματα συλλογής στοιχείων: 18/1/2012 έως 2/2/2012, 6/3/2014 έως 3/4/2014,10/1/2017 έως 18/1/2017.
Περιοχές διεξαγωγής: Μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας (λεκανοπέδιο Αττικής, Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Ηράκλειο, Λάρισα).
Μέθοδος δειγματοληψίας: Πολυσταδιακή τυχαία δειγματοληψία με χρήση quota με βάση τη θέση στην απασχόληση, το φύλο και τη γεωγραφική κατανομή.
Μέθοδος συλλογής στοιχείων: Τηλεφωνικές συνεντεύξεις βάσει ερωτηματολογίου.
Σημειώνουμε ότι κατά την πρώτη φάση της έρευνας δεν συμπεριελήφθησαν στο δείγμα οι μισθωτοί του δημόσιου τομέα, ενώ στις επόμενες φάσεις της έρευνας το δείγμα της έρευνας διευρύνθηκε και ουσιαστικά περιλαμβάνει τον οικονομικά ενεργό πληθυσμό. Για τον λόγο αυτό έγινε περαιτέρω επεξεργασία των δεδομένων της πρώτης φάσης ώστε να είναι εφικτή η διεξαγωγή συγκρίσεων μεταξύ των διαφόρων φάσεων της έρευνας.
Βασικά ευρήματα της έρευνας
- Η συμμετοχή στη διά βίου εκπαίδευση
Όπως προέκυψε από τα δεδομένα της έρευνας, ποσοστό 61,3% δηλώνει ότι έχει συμμετάσχει έστω μία φορά κατά το παρελθόν σε τέτοιου τύπου εκπαιδευτική δραστηριότητα. Αναλύοντας τα στοιχεία για τη συμμετοχή ως προς την επαγγελματική ιδιότητα, παρατηρούμε ότι οι εντός της αγοράς εργασίας πολίτες συμμετέχουν σε μεγαλύτερο βαθμό σε προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης.
Αναφορικά με τα ποσοστά σχετικά με τη συμμετοχή κατά τη διάρκεια των ετών 2015 και 2016 ποσοστό 27,9% δηλώνει ότι έχει συμμετάσχει έστω σε ένα σεμινάριο/εκπαιδευτικό πρόγραμμα/εκπαιδευτική δραστηριότητα που αφορούσε στο επάγγελμα κατά τη διάρκεια του 2015, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για το έτος 2016 είναι 22,7%. Σημειώνουμε ότι το ποσοστό συμμετοχής κατά το έτος 2013 ήταν 24,0% και για το 2011 υπολογίζεται προσεγγιστικά σε 18,3% μετά την αναγωγή των ποσοστών προκειμένου να συμπεριληφθούν στις συγκρίσεις και οι μισθωτοί του δημόσιου τομέα. Η εξέλιξη της συμμετοχής σε προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης κατά την περίοδο 2011-2016 παρουσιάζεται στο διάγραμμα 2.
Όσον αφορά στη συμμετοχή στη γενική εκπαίδευση ενηλίκων ποσοστό 11,6% δηλώνει ότι συμμετείχε κατά τη διάρκεια του 2015 σε σεμινάριο/εκπαιδευτικό πρόγραμμα/εκπαιδευτική δραστηριότητα γενικής μόρφωσης/παιδείας, ενώ κατά τη διάρκεια του 2016 το αντίστοιχο ποσοστό είναι 9,8%. Για τα έτη 2013 και 2011 τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 11,6% και 9,7%.
Περαιτέρω ανάλυση των δεδομένων έδειξε ότι το ποσοστό των συμμετεχόντων και στους δύο τύπους προγραμμάτων (συνεχιζόμενης επαγγελματικής κατάρτισης και γενικής εκπαίδευσης ενηλίκων) ανέρχεται σε 4,9% για το 2015 και 3,7 για το 2016. Επομένως, αν αναφερθούμε σε συμμετέχοντες και όχι σε συμμετοχές, το ποσοστό του δείγματος που συμμετείχε σε δραστηριότητες διά βίου εκπαίδευσης ανέρχεται σε 34,6% για το έτος 2015 και 28,8% για το έτος 2016 (σημειώνουμε ότι για τα έτη 2013 και 2011 τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 31,4% και 26,5%).
Στο διάγραμμα 3 παρουσιάζεται η διαχρονική εξέλιξη των ποσοστών συμμετοχής. Με βάση τα ευρήματα των διαδοχικών φάσεων της έρευνας προκύπτει ότι υπάρχει μία σαφής αυξητική τάση της συμμετοχής μεταξύ των ετών 2011 και 2013, η οποία συνεχίζεται και το 2015. Συγκεκριμένα μεταξύ των ετών 2011 και 2013 η αύξηση είναι της τάξης των πέντε ποσοστιαίων μονάδων, ενώ μεταξύ των ετών 2013 και 2015 η αύξηση είναι περίπου 3 ποσοστιαίες μονάδες. Συνολικά την περίοδο 2011-2015 η συμμετοχή αυξάνεται κατά 8,1%. Ωστόσο το έτος 2016 σημειώνεται μία εξαιρετικά σημαντική μείωση των ποσοστών συμμετοχής, που αγγίζει περίπου τις 6 ποσοστιαίες μονάδες, με αποτέλεσμα τα ποσοστά συμμετοχής να επανέρχονται στα επίπεδα του 2011.
Σε διαχρονική βάση το ποσοστό συμμετοχής προσομοιάζει με εκκρεμές το οποίο φαίνεται να κινείται στην περιοχή μεταξύ των 30 και 35 ποσοστιαίων μονάδων όταν σημειώνεται αύξηση του αριθμού των προγραμμάτων από ευρωπαϊκούς πόρους και επανέρχεται στην περιοχή μεταξύ των 20 και 25 ποσοστιαίων μονάδων όταν ο όγκος των επιδοτούμενων προγραμμάτων είναι σε ύφεση. Όπως προκύπτει από τα δεδομένα των τριών φάσεων της έρευνας, ως «κατώφλιο συμμετοχής» κατά την περίοδο αυτή μπορεί να θεωρηθεί ένα ποσοστό που κινείται στην περιοχή του 25%. Είναι χαρακτηριστικό ότι, όταν αναλύσουμε τη συμμετοχή ως προς τα προγράμματα που σχετίζονται με το επάγγελμα και τα προγράμματα που αφορούν στη γενική παιδεία, παρατηρείται σχεδόν ο ίδιος βαθμός αυξομείωσης (για παράδειγμα, το έτος 2016 η μείωση και στους δύο τύπους προγραμμάτων είναι περίπου 15%), η συμμετοχή δηλαδή στους δύο τύπους προγραμμάτων παρουσιάζει παρόμοιες τάσεις μέσα στην εξεταζόμενη περίοδο. Συνοπτικά μπορούμε να διατυπώσουμε το συμπέρασμα ότι σε ετήσια βάση ένας στους τέσσερις πολίτες συμμετέχει τουλάχιστον σε ένα πρόγραμμα διά βίου εκπαίδευσης, ενώ έξι στους δέκα πολίτες έχουν συμμετάσχει τουλάχιστον μία φορά στη ζωή τους σε πρόγραμμα.
- Αυξημένο ενδιαφέρον συμμετοχής
Στην ερώτηση που αφορούσε στην επιθυμία συμμετοχής κατά το επόμενο έτος σε πρόγραμμα σχετικό με το επάγγελμα ποσοστό 75,7% τοποθετείται θετικά έναντι 72,2% για το έτος 2013 και 68,1% για το έτος 2011. Είναι αξιοσημείωτο ότι, όπως και στις προηγούμενες δύο φάσεις της έρευνας, η απόσταση μεταξύ της επιθυμίας συμμετοχής σε εκπαιδευτικό πρόγραμμα που αφορά στο επάγγελμα (75,7%) και της συμμετοχής που καταγράφεται για τα έτη 2015 και 2016 (27,9% και 22,7%, αντίστοιχα) εξακολουθεί να παραμένει πολύ μεγάλη, κάτι που καθιστά την αποτύπωση των κινήτρων, και κυρίως των εμποδίων στη συμμετοχή, ζήτημα κομβικής σημασίας για τη διερεύνηση των τρόπων διεύρυνσης της πρόσβασης των πολιτών σε εκπαιδευτικά προγράμματα.
- Κίνητρα συμμετοχής
Στην έρευνα καταγράφεται μία πλειάδα κινήτρων συμμετοχής σε σεμινάρια σχετικά με την επαγγελματική δραστηριότητα, τα οποία συνδυάζονται και συνθέτουν ποικιλοτρόπως τους λόγους συμμετοχής. Τα κίνητρα αυτά σχετίζονται τόσο με τις γενικότερες αντιλήψεις και στάσεις για τη συνεχιζόμενη εκπαίδευση (π.χ. «γιατί η εκπαίδευση πρέπει να διαρκεί σε όλη μας τη ζωή»), όσο και για την κάλυψη συγκεκριμένων αναγκών και προσωπικών επιδιώξεων (π.χ. «για να αυξήσω τα τυπικά προσόντα μου»). Η επιλογή των παραγόντων που διερευνήθηκαν βασίζεται στη σχετική διεθνή βιβλιογραφία (τυπολογία Houle, κλίμακα EPS, Educational Participation Scale κατά Boshier, κατηγορίες κινήτρων κατά Morstain-Smart).
Οι λόγοι που αναφέρθηκαν με υψηλή συχνότητα ως σοβαρά κίνητρα συμμετοχής είναι οι εξής: «Γιατί μου αρέσει να μαθαίνω καινούργια πράγματα», «για να είμαι περισσότερο αποδοτικός στην εργασία μου», «γιατί η εκπαίδευση πρέπει να διαρκεί σε όλη τη ζωή μας», «για να αυξήσω τα τυπικά προσόντα μου», «για να αυξήσω τις οικονομικές απολαβές μου», «για να διατηρήσω τη θέση εργασίας μου» ή «για να βρω εργασία/καλύτερη εργασία». Ως λιγότερο ισχυρά κίνητρα συμμετοχής εμφανίζονται να είναι η αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου γενικά και η φυγή από τα προσωπικά/οικογενειακά προβλήματα.
- Εμπόδια συμμετοχής
Όπως και στην περίπτωση της διερεύνησης των κινήτρων, στην έρευνα καταγράφεται μία πλειάδα εμποδίων συμμετοχής σε σεμινάρια σχετικά με την επαγγελματική δραστηριότητα, που βασίζονται σε τυπολογίες της διεθνούς βιβλιογραφίας (τυπολογίες Cross και Rubenson-Desjardins). Αναμφισβήτητα το κόστος συμμετοχής προκύπτει πως είναι το κυρίαρχο εμπόδιο. Εκτός από το κόστος, στην ομάδα των συνηθέστερων και σημαντικότερων εμποδίων καταγράφονται η έλλειψη πληροφόρησης/ελλιπής ενημέρωση, η έλλειψη χρόνου λόγω επαγγελματικών ή άλλων υποχρεώσεων, αλλά και λόγοι που σχετίζονται με την οργάνωση των σεμιναρίων, όπως οι ημέρες και ώρες υλοποίησης, η ποιότητα των σεμιναρίων, ο τόπος διεξαγωγής, καθώς και η μεγάλη διάρκειά τους.
- Οι ανισότητες κατά τη συμμετοχή
Ένα βασικό πεδίο έρευνας στις πολιτικές διά βίου μάθησης είναι εκείνο της εσωτερικής διάρθρωσης της συμμετοχής και της αποτύπωσης των χαρακτηριστικών των συμμετεχόντων. Με άλλους όρους το βασικό ερώτημα αυτής της περιοχής έρευνας είναι κατά πόσον η διά βίου μάθηση αφορά σε όλους τους πολίτες ή επιλεκτικά σε ορισμένες κοινωνικές ομάδες, καθώς επίσης και ο βαθμός στον οποίο οι πολιτικές διά βίου μάθησης επιτυγχάνουν να αμβλύνουν τις ανισότητες που εισάγονται με βάση τη συμμετοχή στην τυπική εκπαίδευση ή άλλα χαρακτηριστικά, όπως το εισόδημα ή η εργασιακή κατάσταση. Προκειμένου να αποτυπώσουμε ενδεχόμενες ανισοτικές σχέσεις επιλέξαμε τη διερεύνηση ως προς τα εξής χαρακτηριστικά: α. φύλο β. εισόδημα γ. θέση/κατάσταση στην απασχόληση και δ. επίπεδο τυπικής εκπαίδευσης. Συγκεκριμένα, υπολογίσαμε αντίστοιχα τις αναλογίες, (άνδρες/γυναίκες), (επαρκές/ανεπαρκές εισόδημα), (δημόσιοι υπάλληλοι/μισθωτοί ιδιωτικού τομέα), (δημόσιοι υπάλληλοι/άνεργοι), (μισθωτοί ιδιωτικού τομέα/αυτοαπασχολούμενοι), (μισθωτοί ιδιωτικού τομέα/άνεργοι), (αυτοαπασχολούμενοι/ άνεργοι), (τριτοβάθμια/πρωτοβάθμια) και (τριτοβάθμια/δευτεροβάθμια) με βάση τα ποσοστά συμμετοχής σε προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης.
Όπως προκύπτει με βάση τα διαχρονικά ευρήματα της έρευνας, η διά βίου εκπαίδευση λειτουργεί ως ενισχυτής των υφιστάμενων ανισοτήτων κυρίως ως προς τις παραμέτρους του διαθέσιμου εισοδήματος, του εκπαιδευτικού επιπέδου και της θέσης στην απασχόληση. Ζητούμενο εξακολουθεί να παραμένει η καλύτερη στόχευση των εφαρμοζόμενων πολιτικών προκειμένου να καλυφθούν εκείνες οι κοινωνικές ομάδες για τις οποίες με βάση τα δεδομένα της έρευνας διαπιστώνεται υστέρηση κατά τη συμμετοχή (διαθέσιμο εισόδημα, χαμηλά εκπαιδευτικά επίπεδα, άνεργοι). Ειδικά στις τρέχουσες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες θεωρούμε αναγκαίο να υπογραμμίσουμε ότι με βάση τα δεδομένα της έρευνας φαίνεται να διαμορφώνεται μία σταθερή εικόνα, όπου οι εκτός της αγοράς εργασίας (outsiders) έχουν σημαντικά λιγότερες ευκαιρίες συμμετοχής στη διά βίου εκπαίδευση σε σχέση με όσους εργάζονται (insiders). Αυτό θεωρούμε ότι έχει ως αποτέλεσμα να είναι ακόμη πιο δυσβάστακτες οι συνέπειες της ανεργίας, καθώς η αποστέρηση του δικαιώματος στην εργασία συνοδεύεται από την αποστέρηση του δικαιώματος στην εκπαίδευση και στην αναβάθμιση των προσόντων.
Πηγή: ΙΝ.Ε. Γ.Σ.Ε.Ε. & Ι.Μ.Ε. Γ.Σ.Ε.Β.Ε.Ε.