«Την μπίρα μπορείς να την προσεγγίσεις με δύο τρόπους. Από τη μία ως ένα αλκοολούχο και από την άλλη ως ένα τρόφιμο υψηλής διατροφικής αξίας, και αυτό γιατί η φρέσκια, απαστερίωτη και αφιλτράριστη μπίρα είναι ένα τρόφιμο πλούσιο σε αντιοξειδωτικά και παράγοντες που βελτιώνουν το καρδιαγγειακό σύστημα. Ένα ποτήρι μπίρας έχει 4 φορές περισσότερα αντιοξειδωτικά από το πράσινο τσάι. Φυσικά αυτό δεν μας κάνει να ξεχνάμε τον παράγοντα γεύση» (Χ. Ντιγκιρλάκης, «Beer Brunch» Ιούνιος 2018).
Η ψαλίδα τιμών παραγωγού με τιμές καταναλωτή έχουν ένα άνοιγμα 5 έως 8 φορές, όπως λέει το ΥΠΑΑΤ, και, αν συνυπολογίσουμε και μεταποίηση, όπως λέει η ΠΑΣΕΓΕΣ, φθάνει τις 15 φορές. Εάν μπορούσαμε να προσεγγίσουμε τους παραγωγούς με τους καταναλωτές, τότε ο παραγωγός θα μπορούσε ίσως να τα διαθέσει 3 φορές περισσότερο, δηλαδή αύξηση τιμής κατά 200%! Αλλά βέβαια θα έπρεπε να κοστίζει στον παραγωγό η αποθήκευση και η διάθεση και θα έπρεπε να είναι σε συσκευασίες προσαρμοσμένες στις ανάγκες του καταναλωτή. Από την άλλη ο καταναλωτής θα έπρεπε να μετακινηθεί μέχρι τον παραγωγό με ξόδεμα χρόνου και κόστος μετακίνησης, ενώ ταυτόχρονα θα εισέπραττε χαμηλότερες τιμές (ίσως 5 φορές κάτω, αφού αντί για 8 φορές θα το αγοράσει στις 3 φορές μόνο) και αναψυχή.
Αλλά και ταυτοχρόνως αγνά, φυσικά τοπικά προϊόντα χωρίς συντηρητικά για μακροχρόνιες συντηρήσεις και χωρίς πρόσθετα, παραδοσιακά, όπως τα έκαναν οι πρόγονοί μας, χωρίς τις ασθένειες του λεγόμενου «σύγχρονου πολιτισμού» μας.
Η παραπάνω περιγραφή της μπίρας ισχύει για φρέσκια, απαστερίωτη και αφιλτράριστη, που όμως δεν αντέχει για πολύ χρόνο, πρέπει να καταναλωθεί γρήγορα ούτε πηγαίνει πολύ μακριά.
Στο Χαλάνδρι ο Φώτης Αναστασίου (Χαϊμαντά 25, 152 34 Αθήνα, 694 0864443, www.facebook.com/zythosanastasiou/) προσκάλεσε όσους ήθελαν να δουν το καινούριο εργαστήριο παραγωγής μπίρας και να δοκιμάσουν τις γεύσεις που παράγουν ακριβώς δίπλα. Την μπίρα που παράγουν ο Πέτρος και ο Γιάννης την καταναλώνουν στα δύο μαγαζιά-μπυραρίες που διαχειρίζεται ο Φώτης και την απολαμβάνουν οι φίλοι εκεί, διότι όλοι γίναμε μια παρέα, απολαμβάνοντας τις προσφερόμενες γεύσεις μπίρας.
Εκεί, στη Ζυθοποιία Αναστασίου, γνωρίσαμε και την κα Κέλλυ Τσίχλη της Ελληνικής Ένωσης Ζυθοποιών (www.ellinikienosizithopoion.gr), που έχει περίπου 12 μέλη (2 μεγάλους παραγωγούς και 10 μικροπαραγωγούς μπίρας) από τους 40 περίπου που δραστηριοποιούνται στην ελληνική παραγωγή ζύθων. Ακόμα και εκεί καταφέραμε στην Ελλάδα να έχουμε δύο (μέχρι σήμερα) ενώσεις ζυθοποιών.
Στο απόκεντρο σταυροδρόμι της Ζυθοποιίας Αναστασίου ήταν και η κα Ιωάννα Ανδριοπούλου (694 4444578, www.beercatalog.gr), η οποία με την πολύχρονη πείρα της εκδίδει τον «Beer Catalog» στην Ελλάδα. Εκεί με έκπληξη εντοπίσαμε, στην «Ανασκόπηση 1997-2017, είκοσι χρόνων στον… αφρό» ότι στην Ελλάδα βρίσκονται και μπορούν να καταναλωθούν σε καλές μπιραρίες 145 μάρκες μπίρας ale, 24 μπίρες porter και stout, 18 μπίρες trappiste, 23 μπίρες abbey, 49 μπίρες weise (white, wit, wheat), 100 μπίρες lager, 6 μπίρες bock, 26 μπίρες pils, 18 μπίρες χωρίς αλκοόλ και 4 μπίρες limbic. Τεράστια ποικιλία για να καλύψει κάθε γευστική επιθυμία.
Και ενώ απολαμβάναμε την μπίρα μας, πιάσαμε κουβέντα με τον κ. Νίκο Κοχύλη, παρασκευαστή οικιακής (;) μπίρας και εκπρόσωπο της επιχείρησης Ale Box-Brew Shop, ο οποίος μας εξήγησε πόσο εύκολα μπορεί ο κάθε ένας να παράγει τη δική του μπίρα με γεύσεις πέρα από τις 403 που ήδη κυκλοφορούν και τις είδαμε στον «Beer Catalog». Κυριολεκτικά τη δική του μπίρα με τις δικές του γεύσεις, τη δική του προσωπικότητα, τη δική του επιλογή. Ο εξοπλισμός είναι σχετικά μάλλον προσβάσιμος, κοστίζει μόλις 350 € για 20 lt. Βέβαια είναι και το αγροτικό προϊόν, δηλαδή η βύνη, η μαγιά κ.λπ., που όμως για 20 lt μπίρας κοστίζουν κάθε φορά περίπου 17 €, δηλαδή κάτι λιγότερο από 1 € ανά λίτρο. Φρέσκια, απαστερίωτη, αφιλτράριστη, υγιεινή και δική σου.
Στο Ale Box (www.alebox.gr) που είδα βρίσκεις ό,τι χρειάζεσαι για να φτιάξεις τη δική σου μπίρα στο σπίτι. Για να παραχθεί μπίρα χρειάζεσαι: νερό (το 95% της μπίρας), βύνη (φύτρα από κριθάρι, στάρι και άλλα δημητριακά), λυκίσκο (το άνθος δίνει γεύση και είναι συντηρητικό) και μαγιά (για τη ζύμωση). Η διαδικασία είναι: ζαχαροποίηση (θρυμματίζεται η βύνη και βυθίζεται σε ζεστό νερό και παράγεται το γλεύκος), βρασμός (απομακρύνεται η βύνη και μπαίνει ο λυκίσκος), ζύμωση (το γλεύκος ψύχεται και αφήνεται να ζυμωθεί με τη μαγιά) και, τέλος, ενανθράκωση και εμφιάλωση ή κατανάλωση.
Και τότε γιατί κοστίζει τόσο ακριβά η μπίρα στα σούπερ μάρκετ και ακόμα πολύ ακριβότερα στα εστιατόρια; Μια απλή απάντηση είναι λόγω των μονοπωλίων. Αν τα αγροτικά προϊόντα έφθαναν στον καταναλωτή τοπικά από τον παραγωγό, θα μπορούσαν ίσως να ήταν φθηνότερα και υγιεινότερα. Σήμερα είναι ακριβότερα κατά 700% έως 400%, δείχνει μια απλή στατιστική του ΥΠΑΑΤ.
Διαβάζουμε στο «Beer Brunch», στο editorial: «Όσο και αν το πας στην καθυστέρηση, έρχεται η στιγμή που το παιχνίδι τελειώνει». Ο κ. Γιάννης Πανάγος γράφει: «Στις φιλελεύθερες κοινωνίες και οικονομίες τα θέματα τα λύνει η αγορά. Στην περίπτωση της χώρας μας τα πράγματα δεν είναι και τόσο απλά. Συχνά εμφανίζεται μια “αόρατη χειρ” και με τον έναν ή άλλο τρόπο καθυστερεί τις εξελίξεις».
Και μάλλον εκεί βρίσκεται μεγάλο μέρος της κακοδαιμονίας της Ελλάδας στα αγροτικά και όχι μόνο. Οι γνωριμίες και οι προτιμήσεις αλλοιώνουν την αγορά και ειδικότερα τον πιο αδύναμο κρίκο, είτε γιατί είναι είτε διότι τον καθιστούν αδύναμο με παρεμβάσεις και συνειδητές επιλογές. Το μονοπώλιο της μπίρας κατοχυρώθηκε στον Φιξ (Fuchs) επί εποχής του Όθωνα και με διάφορες παρεμβάσεις εισόδου και άλλων μονοπωλίων διατηρείτο μέχρι πρόσφατα.
Και κάπου αλλού ο κ. Γ. Πανάγος γράφει: «Ένας νέος πολύχρωμος κόσμος, ικανός να προσφέρει πλήθος γευστικών διαδρομών και συγκινήσεων, είναι ήδη εδώ. Έχει ήδη βρει την επαφή του με τη νέα γενιά και αδιαφορεί για τα χορταριασμένα τείχη που προβάλλουν ως ανάχωμα στις οπτικές ίνες. Άλλωστε το ίδιο έργο παίχτηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και στον κλάδο του κρασιού».
Οι αγρότες ίσως θα μπορούσαν να παράγουν οι ίδιοι τοπικές, απαστερίωτες και αφιλτράριστες φρέσκιες μπύρες και να τις προσφέρουν στη λιανική τοπική κατανάλωση με δικές τους μικρές οικογενειακές μπιραρίες. Και αυτό θα ήταν αγροτουρισμός. Όχι τα σπίτια και τα εστιατόρια συνταξιούχων από χρυσοπληρωμένες ΔΕΚΟ, που δεν είναι αγροτουρισμός, αλλά τουρισμός υπαίθρου, και υφαρπάζουν τον γοητευτικό τίτλο από τους αγρότες.
Τις πρώτες ύλες, και μάλιστα ποιοτικές, τις παράγουν ή τις έχουν οι αγρότες: εξαιρετικό κριθάρι, εξαιρετικό στάρι, ήλιο και πολύ καλής ποιότητας λυκίσκο. Την κατανάλωση την έχουμε: 30 τόσα εκατομμύρια τουρίστες θα έλθουν φέτος και θα μας επιβαρύνουν με τη φιλοξενία τους σε υποδομές. Θέλει θέληση και νου. Αλλιώς πάντα κάποιος «σωτήρας», και μάλιστα κεντρικός, θα «κλέβει» νόμιμα (αλήθεια, τι είναι νόμιμο;) την εξαιρετική αγροτική παραγωγή μας, θα τη μεταποιεί κάπου κεντρικά και μακριά από τον τόπο παραγωγής, θα κερδίζει «αισχρά» και θα μας πουλά το τελικό προϊόν γεμάτο από συντηρητικά για να καλύψει αποστάσεις και μεγάλους χρόνους διανομής.
Η τοπική ανάπτυξη είναι μια διαδικασία όπου οι τοπικοί συμπολίτες καθορίζουν τις τύχες τους αφού εξασφαλίσουν με κάποιο τρόπο την αυτάρκειά τους. Το μυστικό του αυτοκαθορισμού είναι η αυτάρκεια, η βιωσιμότητα. Και τα νησιά μας, ακόμα και τα μικρά νησιά των Κυκλάδων, μπορούν να έχουν λόγο στην τοπική ανάπτυξη. Μπορούν να έχουν την τοπική παραγωγή. Έχουν τον πολύ γνωστό τοπικό πολιτισμό και τη φημισμένη τοπική γαστρονομία. Έχουν την κατανάλωση, έστω και περιοδική, τα καλοκαίρια. Μένει να οργανωθούν ώστε η παραγωγή να μεταποιείται τοπικά με τον τοπικό πολιτισμό επεξεργασίας και να καταναλώνεται τοπικά. Η Ομοσπονδία Συλλόγων Μικρών Κυκλαδονήσων (www.osymik.gr) θα μπορούσε να είναι καταλύτης σε μια τέτοια προοπτική και θα μπορούσε να επαναπατρίσει συναισθήματα, τεχνογνωσία, πόρους και κυρίως ευρεία δικτύωση για τοπική ανάπτυξη.
Να είναι καλά ο Φώτης Αναστασίου και οι πολύ καλές επιχειρηματικές επιλογές, το απόκεντρο στέκι του στον Χολαργό και κυρίως οι δικές του μπίρες, που μας «άνοιξαν τα μάτια».
Δημήτρης Μιχαηλίδης,
Δημοσιογράφος-«ΑγροΝέα»