Η παραγωγή ως απάντηση στην κρίση είναι μία αιρετική άποψη στη χώρα της απαξίωσης της παραγωγής και των παραγωγών και της θεοποίησης των υπηρεσιών και των «ξένων ειδών-εισβολέων», όπως μου εντυπώθηκε ένα βράδυ, ακούγοντας τον κ. Γιάννη Τσιρώνη, αναπληρωτή υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων, την Τρίτη 22 Μαΐου 2018.
Εκείνη τη γλυκιά (κλιματικά και ιδεολογικά) βραδιά ο Κτηνοτροφικός Σύλλογος Αττικής δεν πραγματοποίησε την τακτική συνεδρίασή του για να μπορέσουν τα μέλη του να πάνε να ακούσουν σκέψεις και απόψεις για το πώς αντιλαμβάνονται τα αστικά κόμματα την παραγωγή. Και άξιζε τον κόπο. Μετά από τόση τριβή με την πραγματικότητα (από το 2010 μέχρι σήμερα, 8 χρόνια πλέον) μερικά κόμματα άρχισαν να συνειδητοποιούν ότι χωρίς εγχώρια πραγματική παραγωγή δεν υπάρχει μέλλον και ότι πρέπει να ενσκήψουν στα προβλήματα των παραγωγών-αγροτών (γεωργών, κτηνοτρόφων, ψαράδων και δασοκόμων) αν θέλουν όλοι οι Έλληνες πολίτες να αντιμετωπίσουν λίγο καλύτερες συνθήκες επιβίωσης.
Τα παρακάτω είναι σκέψεις που μου δημιουργήθηκαν καθώς άκουγα τις «βατές» απόψεις του κ. Γιάννη Τσιρώνη χωρίς να είναι αυτούσιες οι απόψεις του.
Η χώρα μας πριν από λίγα χρόνια γνώρισε τη μεγαλύτερη οικονομική καταστροφή της ιστορίας της χάνοντας το 25% του παραγωγικού πλούτου της. Αυτή η καταστροφή δεν ήταν ατύχημα, αλλά ένα έγκλημα με ηθικούς και φυσικούς αυτουργούς. Με γενικές προσεγγίσεις δεν θα εξηγήσουμε γιατί η Πορτογαλία με την ίδια εχθρότητα και το ίδιο νοσηρό θεσμικό πλαίσιο σήμερα βρίσκεται σε καλύτερη θέση από την Ελλάδα.
Κοντά στους διεθνείς αυτουργούς έδρασε το εθνικό τρίγωνο του διαβόλου ανάμεσα στους τραπεζίτες, τους εργολάβους-μιντιάρχες και τους πολιτικούς. Γιατί, εάν οι γαλλογερμανικές τράπεζες κερδοσκόπησαν δανείζοντάς μας, ας μην ξεχνάμε ότι ήταν το ελληνικό κράτος που δανειζόταν. Και ήταν κάποιοι δήθεν επενδυτές, στους οποίους κατέληξαν αυτά τα δανεικά, χωρίς να συνεισφέρουν στο ελάχιστο στον παραγωγικό ιστό της χώρας. Τέλος, υπάρχει η ατομική ευθύνη του κάθε πολίτη.
Συζητήθηκε το ξεπέρασμα της κρίσης στο πλαίσιο του σημερινού παγκόσμιου οικονομικού συστήματος και η προοπτική της χώρας εντός της Ε.Ε. Το πρόβλημα της Ελλάδας είναι η κατάρρευση του παραγωγικού μοντέλου και όχι στενά η κρίση χρέους. Με απλά λόγια, η πραγματική αρρώστια ήταν το παραγωγικό αδιέξοδο. Ίσως η κρισιμότερη αιτία για τη χρεοκοπία της χώρας είναι η κατάρρευση του παραγωγικού ιστού της.
Και κατά την άποψή μας η πλήρης απαξίωση των παραγωγών και η θεοποίηση των συντεχνιών (κάπου εκεί στη δεκαετία του ’80) εκτός των παραγωγών πραγματικού πλούτου, τους οποίους διέλυσαν ή διαίρεσαν σε μικροομάδες κομματικά ελεγχόμενες (υπάρχει ακόμα και σήμερα μία λειτουργούσα ως αχτίδα πολιτικού κόμματος).
Η αποβιομηχάνιση του ’70
Ήδη από τη δεκαετία του ’70 έχουμε παρακμή του βιομηχανικού κορμού της χώρας: Ναυπηγεία Σκαραμαγκά, Πειραϊκή Πατραϊκή, Φιξ, Ιζόλα, Πίτσος και δεκάδες άλλες εταιρίες στον Βόλο, στο Λαύριο, στην Πάτρα και αλλού μένουν κουφάρια. Η Εθνική Τράπεζα της εποχής εκείνης είχε μετατραπεί σε εθνικό τοκογλύφο. Το κράτος παρενέβαινε με χυδαίο τρόπο στην επιχειρηματικότητα. Το Σχέδιο Μάρσαλ στην υπόλοιπη Ευρώπη χρησιμοποιήθηκε ως εναρκτήριο λάκτισμα για την επιχειρηματικότητα, ενώ στην Ελλάδα εδραίωσε ένα μοντέλο κρατικοδίαιτης επιχειρηματικότητας. Η δομή της ελληνικής επιχείρησης τη δεκαετία του ’70 παραμένει ασιατικού τύπου προσωποκεντρική με χαμηλό επίπεδο συνευθύνης όλων των υπόλοιπων παραγόντων, από τους τεχνοκράτες έως τον τελευταίο εργάτη. Η χρυσή δεκαετία του ’60 μέχρι την πετρελαϊκή κρίση (1973) ακολουθήθηκε από οπισθοδρόμηση.
Η ερήμωση της υπαίθρου
Την ίδια εποχή η ερήμωση της χώρας εντείνεται. Από την εποχή της πρωτογενούς μετανάστευσης, που οφείλεται σε οικονομικούς και πολιτικούς λόγους, περνάμε σε μία εποχή δευτερογενούς μετανάστευσης: Οι οικογένειες μεταναστεύουν πλέον κυρίως για δύο λόγους: 1. επειδή κλείνουν σχολεία, δεν υπάρχουν δομές υγείας και τελικά η ζωή στην ύπαιθρο δυσκολεύει εκθετικά και 2. επειδή τα αγροτικά επαγγέλματα δέχονται μία ιδεολογική επίθεση και όσοι τα ασκούν θεωρούνται μειωμένης αντίληψης. Είναι μοναδικό φαινόμενο στην ιστορία η συνειδητή πολιτισμική απαξίωση που δέχθηκαν τα αγροτικά επαγγέλματα με αποτέλεσμα οι αγρότες γονείς να προτιμούν το παιδί τους να γίνει χαμηλόμισθος υπάλληλος παρά κτηνοτρόφος.
Φτάνουμε λοιπόν στο σημείο τα 2/3 της χώρας να προσφέρουν σήμερα λιγότερο από το 1% του ΑΕΠ (απευθείας, διότι μέσω του πολλαπλασιαστή αυτή η συμβολή φθάνει στο 20% περίπου του ΑΕΠ της Ελλάδας). Ας αναρωτηθούμε τι σημαίνει να συντηρούμε σχολεία, ηλεκτρικά δίκτυα και οδοποιία σε μέρη που δεν προσφέρουν στο ΑΕΠ. Αναρωτηθείτε πόσο κοστίζουν στην οικονομία οι δημόσιοι υπάλληλοι που υπηρετούν στις ορεινές μειονεκτικές περιοχές.
Ανεργία
Πώς μπορεί να αντιδράσει ένα συμβατικό κράτος στην έκρηξη της ανεργίας;
- Η νεοφιλελεύθερη προσέγγιση είναι να μειωθούν δραστικά οι φόροι και οι μισθοί ώστε η χώρα να γίνει ελκυστική σε επενδύσεις. Το μοντέλο αυτό αποδείχθηκε φιάσκο.
- Η σοσιαλδημοκρατική προσέγγιση θα ήταν οι δημόσιες επενδύσεις και η πρόσληψη των ανέργων στο δημόσιο. Αυτό όμως προϋποθέτει ένα πλούσιο κράτος.
- Ένα τρίτο οικονομικό μοντέλο στηρίζεται στην κοινωνική οικονομία ή κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία, όπως βαφτίστηκε στην ελληνική νομοθεσία, όπου οι άνεργοι δεν περιμένουν ούτε τους ξένους επενδυτές ούτε επενδύσεις εντάσεως κεφαλαίου. Οι εργαζόμενοι δημιουργούν επιχειρήσεις που τους προσλαμβάνουν με μοναδικό κεφάλαιο την ίδια την εργασία και τη γνώση τους. Υπάρχουν τομείς όπως η κυκλική οικονομία όπου με ελάχιστα κεφάλαια τα περιθώρια απασχόλησης είναι μεγάλα.
Ο κ. Γ. Τσιρώνης είπε: «Τεράστιες δυνατότητες υπάρχουν στον αγροτικό τομέα με σημαντικό ποσοστό γαιών να παραμένουν στα αζήτητα. Γιατί όμως οι άνεργοι δεν επιστρέφουν στη γη; Η απάντηση είναι απλή και αμείλικτη. Τα αγροτικά επαγγέλματα απαιτούν υψηλή τεχνογνωσία και εμπειρία με το περιθώριο κέρδους να παραμένει μικρό. Η μυθολογία ότι τσοπάνοι και αγρότες γίνονται τα παιδιά μειωμένων προσόντων είναι ψευδής. Σας βεβαιώνω ότι είναι πολύ πιο εύκολο να γίνει κανείς καθηγητής βιοχημείας παρά τσοπάνος. Όμως η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία μπορεί να σπάσει αυτό το εμπόδιο εάν οι άνεργοι στηριχθούν για να ενταχθούν σε ομάδες παραγωγών, όπου η μόρφωση κάποιων παιδιών της πόλης θα ενώσει τις δυνάμεις της με την εμπειρία των παιδιών της υπαίθρου».
Περιβαλλοντικό αποτύπωμα
Το κρισιμότερο ίσως ζήτημα που διαφοροποιεί το παραγωγικό μοντέλο από τα παραδοσιακά (αν παραδοσιακά είναι του προηγούμενου αιώνα και όχι των προηγούμενων αιώνων) είναι η εσωτερίκευση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος. Στα κόστη θα πρέπει να υπολογίσουμε τη χρήση φυσικών πόρων, όπως το νερό, το αποτύπωμα στην τοπική κοινωνία και το κόστος μεταφοράς ενέργειας. Μία ντομάτα από την περιοχή δεν είναι ίδια με μία ντομάτα από το Βέλγιο εδώ στην Ελλάδα. Η ντομάτα του Βελγίου έχει επάνω της πολλά τροφοχιλιόμετρα και πολλή ενέργεια που κατανάλωσε εκεί για να παραχθεί. Ακόμα και τα φυτοπροστατευτικά της εκεί είναι πολλά σε συνθήκες περιβάλλοντος όχι καταλληλότερες σε σχέση με εδώ. Και μιλάμε για ενδημικά φυτά, όχι για εξωτικά. Και βέβαια με κάθε εισαγωγή ντομάτας από το Βέλγιο κάποιος Βέλγος δουλεύει και κάποιος Έλληνας παραμένει χωρίς δουλειά. Για περίεργους λόγους και συντεχνίες ακόμα δεν λειτούργησαν οι αγορές παραγωγών και είμαστε όλοι, ακόμα και εν μέσω κρίσης, θύματα της παρασιτικής διατροφικής αλυσίδας, της οποίας το κόστος είναι 5 έως 8 φορές το κόστος παραγωγού.
Πολύ ευχάριστο βραδινό το βράδυ της Τρίτης 22/5/2018 με τον κ. Γ. Τσιρώνη, με ενδιαφέρουσες σκέψεις και συζητήσεις. Οι αστοί και τα αστικά κόμματα άρχισαν να προβληματίζονται από τη μακροχρόνια κρίση και να ψάχνονται. Ίσως είναι μία καλή ευκαιρία να συνδιαμορφωθεί ένα «νέο συμβόλαιο» παραγωγών και αστών, διότι η αγροτική παραγωγή στηρίζεται στο βιολογικό φαινόμενο της φωτοσύνθεσης, υπόκειται στον νόμο της μη ανάλογης απόδοσης, συνιστά εργοστάσιο χωρίς στέγη, επομένως είναι παραγωγική δραστηριότητα υψηλού βαθμού αβεβαιότητας και με τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής και της λειψυδρίας εκτιμάται ότι θα καταστεί υψηλού κινδύνου. Ο πολυδιάστατος ρόλος της γεωργίας, κυρίως ο διατροφικός και ο οικολογικός, τεκμηριώνει την υποχρέωση της Πολιτείας για παρέμβαση ύψιστου «δημόσιου συμφέροντος».
Δημήτρης Μιχαηλίδης,
Δημοσιογράφος – «ΑγροΝέα»