Στον διαδικτυακό χώρο «Ανιχνεύσεις», τον οποίο διαχειρίζεται ο κ. Παντελής Σαββίδης (www.anixneuseis.gr), εντοπίσαμε ένα ακόμα ενδιαφέρον άρθρο του κ. Δημήτρη Μακροδημόπουλου (694.77.71.412) με τίτλο «Ο κατακερματισμός της κοινωνίας και η ρήξη της κοινωνικής συνοχής». Το άρθρο περιγράφει (από άλλο αρθρογράφο) τις ίδιες απόψεις που πολλές φορές αναφέραμε και γι’ αυτό θα προσπαθήσουμε να τις μεταφέρουμε και εδώ, διότι αποτελούν τη βάση της τοπικής – κοινοτικής ανάπτυξης.
Ο κ. Δημήτρης Μακροδημόπουλος γράφει: «Μετά τον υπουργό Άμυνας, που είχε αναφερθεί στα δάνεια των ενστόλων και των αποστράτων, και ο τότε υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης κ. Παπαδημητρίου, απαντώντας σε σχετική ερώτηση βουλευτή, υποσχέθηκε ότι η ρύθμιση αυτή δεν θα περιορίζεται στη δυνατότητα εξαγοράς των κόκκινων δανείων των στελεχών του στρατού από τον συνεταιρισμό των στρατιωτικών, αλλά θα έχει γενικότερη ισχύ σε ταμεία και συνεταιρισμούς υπαλλήλων του στενού δημόσιου τομέα.
»Όμως μέσα στην κρίση που μαστίζει την ελληνική κοινωνία, ισοπεδώνοντας τον ιδιωτικό τομέα, όλα αυτά βαθαίνουν ακόμη περισσότερο το χάσμα ανάμεσα στους μισθοδοτούμενους από τον κρατικό κορβανά (τους δημόσιους υπαλλήλους, τα σώματα ασφαλείας, τους συνταξιούχους) και όλους τους άλλους. Όταν γνωρίζεις τις μηνιαίες αποδοχές σου πριν την κρίση, αλλά και μετά, και δεν μπορείς να προγραμματίσεις τη ζωή σου, τότε τι να πει ο ελεύθερος επαγγελματίας, ο μαγαζάτορας, ο άνεργος, ο απασχολούμενος σε ευέλικτες μορφές εργασίας, που έχουν και οικογενειακές υποχρεώσεις και οδηγούνται σε αδιέξοδα;»
Και ο κ. Δ. Μακροδημόπουλος συνεχίζει: Όμως αυτό το κοινωνικό χάσμα βαθαίνει περισσότερο όχι μόνο από τις εξαγγελίες για τα κόκκινα δάνεια, που αναδεικνύουν τη διαφορετική μεταχείριση των κοινωνικών ομάδων από την πολιτεία, αλλά κυρίως από τους θεσμούς, που το νομιμοποιούν. Παράδειγμα είναι οι δικαστικές αποφάσεις που ζητούν να αποκατασταθούν οι συντάξεις και οι μισθοί στα επίπεδα προ του 2012, οι οποίες δεν αφορούν μόνο τους δικαστές και τους ενστόλους, αλλά δικαιώνουν βαθμιαία ολόκληρο τον δημόσιο τομέα και δημιουργούν εύλογες απορίες – σκέψεις.
Οι μισθοί του δημοσίου και οι συντάξεις προ του 2012 είχαν διαμορφωθεί με τα δεδομένα προ της κρίσης. Αυξήθηκαν δηλαδή στα τότε επίπεδα με τον υπερδανεισμό της χώρας, που οδήγησε στην υπερχρέωση, ως αποτέλεσμα του ανταγωνισμού των κομμάτων για την εκλογική επικράτησή τους. Θα πρέπει λοιπόν να ξαναπάρει το κράτος δάνεια για να δικαιώσει το αδιέξοδο παρελθόν ως παρόν; Αλλά, αν οι αποφάσεις δικαιώνουν το παρελθόν, δεν θα πρέπει να αξιολογήσουν και τις συνθήκες μέσα στις οποίες δημιουργήθηκαν τα δικαιώματα που σήμερα αποκαθιστούν; Διότι η δικαιοσύνη δεν μπορεί να αγνοεί τις εκάστοτε συνθήκες, διαφορετικά οι νόμοι θα ήταν αιώνιοι.
Επειδή όμως η υπερχρέωση της χώρας καθιστά ανέφικτο τον δανεισμό της, είναι αυτονόητο ότι τα χρήματα για την υλοποίηση των δικαστικών αποφάσεων θα αφαιρεθούν μέσω του προϋπολογισμού από το σύνολο της κοινωνίας, θα αφαιρεθούν δηλαδή από τον προϋπολογισμό του 2018 και τους μεταγενέστερους. Με άλλα λόγια, ολόκληρη η ελληνική κοινωνία θα ζει ετεροχρονισμένα, αφού οι κοινωνικές ομάδες που δικαιώνονται δικαστικά θα ζουν σε συνθήκες προ του 2012, δηλαδή πολύ καλύτερες του σήμερα, και οι υπόλοιπες σε συνθήκες δυσμενέστερες του 2018, του σήμερα δηλαδή, αφού θα πρέπει να αφαιρεθούν πόροι του 2018 και μελλοντικά για την πληρωμή των αυξημένων πλέον μισθών και συντάξεων και των αναδρομικών. Αναπότρεπτα οι ανισότητες θα διευρυνθούν ακόμη περισσότερο.
Είναι όμως δυνατό να προστατεύεται το παρελθόν μερίδας του ελληνικού λαού όταν μαζικά χιλιάδες νέων εγκαταλείπουν τη χώρα για να εργαστούν στο εξωτερικό, όταν εκατοντάδες χιλιάδες παραμένουν στην ανεργία ή προσφεύγουν στην ευέλικτη εργασία των 250-300 ευρώ μηνιαία; Γιατί δεν επενδύονται αυτά τα χρήματα, που αθροιστικά δημιουργούν μία ισχυρή βάση ανάπτυξης, ώστε να στηρίξουν την εργασία και να δημιουργήσουν προοπτικές για το μέλλον της χώρας και ενισχύουν μη παραγωγικές κοινωνικές ομάδες σε περίοδο κρίσης που ήδη έχουν ένα σταθερό εισόδημα;
Και μόνο αν λάβουμε υπόψη μας ότι η «παραγωγή» ενός επιστήμονα στοιχίζει 340.000 ευρώ σε κράτος και οικογένειες και το συνολικό κόστος του brain drain μέχρι σήμερα υπολογίζεται στα 15,3 δισ. ευρώ («Η Καθημερινή» 11/2/2018), δεν είναι ολοφάνερο ότι αυτή η τεράστια επένδυση θα πρέπει να αξιοποιηθεί με τη δημιουργία συνθηκών ανάπτυξης της χώρας και όχι με την αναμόχλευση του παρελθόντος; Πιστεύει κανείς ότι οι εκατοντάδες χιλιάδες των νέων που μετανάστευσαν θα ξαναγυρίσουν στην πατρίδα που τους έδιωξε αν τους χρειαστεί;
Διότι, όπως μας λέει η κα Ελένη Γλύκατζη - Αρβελέρ: «πατρίδα είναι το κοινό μας ενδιαφέρον». Ποιο είναι το «κοινό ενδιαφέρον» εν προκειμένω όταν η αφρόκρεμα της χώρας ξενιτεύεται και ένα τεράστιο ποσοστό του ελληνικού λαού αντιμετωπίζει τα αδιέξοδα της ανεργίας, της υπερχρέωσης, ενώ άλλες κοινωνικές ομάδες (σ.σ. που βρίσκονται κοντά στον κρατικό κορβανά: δημόσιοι υπάλληλοι, ένστολοι, δικαστικοί, εκλεγμένοι κ.λπ.) που διαθέτουν τα αναγκαία σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό προστατεύονται; Έτσι δεν διαρρηγνύεται η κοινωνική συνοχή;
Για να μας πει πάλι η κα Ελένη Γλύκατζη - Αρβελέρ: «Εκείνο που κάνει μία αυτοκρατορία και έναν λαό να χάνονται είναι η ρήξη στην κοινωνική συνοχή. Όταν δεν υπάρχει το κοινό όνειρο, η ελπίδα για ένα κοινό μέλλον, γιατί να είμαστε μαζί;». Στις συνθήκες που διαμορφώνονται στο Αιγαίο και στην κυπριακή Α.Ο.Ζ. και απειλούν την εδαφική ακεραιότητα της χώρας είναι αυτονόητο ότι η κοινωνική συνοχή έπρεπε να αποτελεί το πρόταγμα κάθε κυβέρνησης και όχι ο κατακερματισμός της.
Σε ποιες συνθήκες λαμβάνονται αυτές οι αποφάσεις, που επιτείνουν την ανισότητα; Μήπως η ελληνική οικονομία είναι σε ανάκαμψη; Την απάντηση μας δίνει ο νομπελίστας οικονομολόγος Τζόζεφ Στίγκλιτζ σε πρόσφατη συνέντευξή του σε κυριακάτικη αθηναϊκή εφημερίδα: «Δεν βλέπω καμία πραγματική ανάκαμψη ακόμη, νομίζω απλώς πως η οικονομία έχει περιέλθει σε τέτοια ύφεση, που είναι σχεδόν αδιανόητο να πάει παρακάτω. Αλλά δεν βλέπω να υπάρχει λόγος να γιορτάσουμε τη συνέχεια της ύφεσης απλώς και μόνο επειδή δεν γίνεται χειρότερη». Ενώ αναφερόμενος στη φυγή της νεολαίας στο εξωτερικό, τη χαρακτήρισε ως μία «πολιτισμική γενοκτονία».
«Για να λειτουργήσει αποτελεσματικά το κράτος» γράφει ο Ντέιβιντ Χάρβει στην «Κατάσταση της Μετανεωτερικότητας» «πρέπει να οικοδομήσει ένα αίσθημα κοινότητας εναλλακτικό απέναντι σε εκείνο που βασίζεται στο χρήμα, καθώς και να θέσει τα δημόσια συμφέροντα πάνω από τα ταξικά και διασπαστικά συμφέροντα και αγώνες που περιέχονται εντός των συνόρων του. Με λίγα λόγια, θα πρέπει να νομιμοποιεί τον εαυτό του. Διαφορετικά, όσο θα λειτουργεί επιλεκτικά, άλλο τόσο θα απονομιμοποιείται ολοένα και περισσότερο στη συνείδηση ευρύτερων κοινωνικών ομάδων, που θα περιθωριοποιεί».
Υπάρχουν σκεπτόμενοι συμπολίτες και δεν αναφέρομαι στον κ. Παντελή Σαββίδη, που παρακολουθώ συνεχώς από το διαδίκτυο, αλλά και στον κ. Δημήτρη Μακροδημόπουλο και στον κ. Άλκη Καλιατζίδη και στον κ. Βασίλη Τακτικό και στον Δημήτρη Φυντάνη και σε πολλούς άλλους φίλους, γνωστούς και αγνώστους, που έχουν επισημάνει την ανάγκη για κάποιας μορφής εθνική ομοψυχία.
Οι μόνοι που δεν το επεσήμαναν επαρκώς και που μοιάζει να το μάχονται δυναμικά είναι πολλοί (θα έλεγα όλοι, αλλά δεν τους γνωρίζω όλους αρκετά) σημερινοί πολιτικοί (εκλεγμένοι από εμάς), οι οποίοι μοιάζει να κάνουν ό,τι μπορούν για να μας διχάσουν, να μας διασπάσουν, να μας στρέψουν τον έναν πολίτη εναντίον του άλλου συμπολίτη. Προσπαθούν οι σημερινοί εκλεγμένοι πολιτικοί μας να καταστρέψουν ό,τι πιθανόν θα μπορούσε να μας ενώσει, αντί, στηριζόμενοι σε κοινά παραδεδεγμένες βάσεις (ιστορία, παράδοση, βιώματα κ.λπ.), να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για ένα πιθανό κοινό μέλλον όλης της κοινωνίας, όλων των συμπολιτών, όχι μόνο συγκεκριμένων κατηγοριών και κυρίως όχι μόνο όσων μπόρεσαν να προσεγγίσουν κάποιας μορφής εξουσία, κρατική ή της αγοράς. Μήπως θα μπορούσε να δημιουργηθεί μία προσπάθεια κοινοτικής συνοχής;
Και μέχρι τότε ευχαριστώ τους φίλους στους κοινούς προβληματισμούς και ιδιαίτερα τον κ. Δ. Μακροδημόπουλο για τις σκέψεις που μοιράστηκε μαζί μας στις 28/2/2018. Ίσως η κοινωνία των πολιτών να είναι μία προοπτική αν αναλάβει να εκφράσει θέσεις για κάθε θέμα που μας απασχολεί.
Δημήτρης Μιχαηλίδης,
Δημοσιογράφος – «ΑγροΝέα»