agrotospita_4.9.jpg

Στις πλαγιές των Πιερίων, ανηφορίζοντας ο επισκέπτης για το όμορφο Ελατοχώρι, βλέπει μικρά σπιτοκάλυβα στις άκρες των χωραφιών. Διατηρούνται έως τις μέρες μας, εκφράζοντας την αυθόρμητη αρχιτεκτονική των χωρικών.

Στο Ελατοχώρι πηγαίνει κάποιος για να απολαύσει τη δροσιά του καλοκαιριού ή για μια χειμερινή απόδραση. Μέσω δύο διαδρομών μπορείς να βρεθείς στο γραφικό χωριό είτε από την πλευρά του Μοσχοποτάμου μέσω της επαρχιακής οδού είτε από τον λιγότερο γνωστό αγροτικό δρόμο που συνδέει το Ελατοχώρι με τη Λαγόραχη.

Αυτά τα μικρά αγροτικά κτίσματα –γιατί περί αγροτικών κτισμάτων πρόκειται– βρίσκονται πολλά και διάσπαρτα στα κτήματα της περιοχής του Ελατοχωρίου.  Είναι απόλυτα συνδεδεμένα με τη ζωή των κατοίκων και την ιστορία του χωριού. Αποτελούν μια τεκμηρίωση σχετικά με την ιστορία, την εξέλιξη και την προσαρμογή στο φυσικό περιβάλλον πρόχειρων καταλυμάτων των αγροτών. Εκπέμπουν μια ιδιαίτερη γοητεία, λες και κρατούν μέσα τους μυστικά και ιστορίες, σαν να είναι έτοιμα να διηγηθούν ένα παρελθόν μισοξεχασμένο.

Διαδραμάτισαν κεντρικό ρόλο στα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά της αγροτικής γης. Κατά τη διάρκεια του προηγούμενου αιώνα συνεισέφεραν στην ανάπτυξη των αγροτικών δραστηριοτήτων των ανθρώπων του Ελατοχωρίου.

Τα παραδοσιακά αυτά αγροτικά κτίσματα, «σπιτοκάλυβα», αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του χωραφιού (αγροκτήματος) και ήταν ο χώρος διαμονής της αγροτικής οικογένειας όταν ξεκινούσαν οι αγροτικές εργασίες στα χωράφια μέχρι το τέλος τους. Τότε η μετάβαση στο σπιτικό ήταν δύσκολη, αφού και οι αποστάσεις συνήθως ήταν μεγάλες και χρειάζονταν αρκετή ώρα ώσπου να φτάσουν εκεί. Κατάφεραν με λειτουργικό και αποτελεσματικό τρόπο να βρίσκονται κοντά στις καλλιέργειες ώστε να αποδίδουν, να αποθηκεύουν, να μεταποιούν και να επεξεργάζονται τα αγροτικά προϊόντα.

Παράλληλα τα σπιτοκάλυβα αποτελούν μέρος του αγροτικού τοπίου της περιοχής. Είναι ένα δομικό στοιχείο της τοπικής αγροτικής αρχιτεκτονικής και συνέβαλαν με έναν τρόπο μοναδικό στην ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας.

Μεγαλύτερη σημασία έχει η πάνω από 300 χρόνια παρουσία τους στα σημεία που τα βλέπουμε σήμερα, με την οποιαδήποτε δομική μορφή που έπαιρναν στον διάβα αυτών των αιώνων. Τα σπιτοκάλυβα μας παρέχουν σημαντικές ιστορικές ενδείξεις οικοδομικών και γεωργικών πρακτικών του παρελθόντος που συχνά παραμένουν σχετικά ανενόχλητες από τις σύγχρονες παρεμβάσεις.

Βλέποντάς τα από ψηλά, τοποθετημένα στο ανάγλυφο της περιοχής, με την παρουσία τους να ενισχύεται από το υπέροχο αγροτικό τοπίο που τα περιβάλλει, χωράφια σιτηρών, καπνών, κηπευτικών μικρών αμπελώνων και οπωροφόρων δένδρων. Όμως και τα ίδια συμβάλλουν σημαντικά στον ευρύτερο χαρακτήρα του τοπίου και στη γραφική ομορφιά της περιοχής.

Σήμερα (Ιούλιος 2019) μπορούμε να δούμε σκόρπια στα κτήματα της περιοχής περίπου 80 σπιτοκάλυβα των ακούραστων Ελατοχωρινών, τα οποία, έκτος από ορισμένα νέα από τη δεκαετία του ’60 και μετά που είναι κατασκευασμένα από τσιμεντόλιθους ή τούβλα, με στέγη κεραμωτή ή τσίγκινη ή από ελενίτ συνεχίζουν να έχουν χρηστική λειτουργία, καθώς έχουν επισκευαστεί και αντέχουν στον χρόνο. Τα περισσότερα δυστυχώς, ορισμένα πετρόκτιστα ή ελάχιστα ξύλινα, έχουν εγκαταλειφθεί και παρουσιάζουν πλέον ιστορικό, λαογραφικό και πολιτιστικό ενδιαφέρον, θυμίζοντας στους ιδιοκτήτες τους τα χρόνια που ήταν γεμάτα ζωή, όμως χρησιμοποιούνται αποθηκευτικά και ανάλογα με την καλλιέργεια που έχει η κάθε οικογένεια. Υπάρχουν και πολλά σημεία όπου έχουμε ερείπια ή ενδείξεις ύπαρξης σπιτοκάλυβου. Η ύπαρξη των σπιτοκάλυβων έχει αποτυπωθεί ακόμα και στους χάρτες της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού του 1982.

Η εξάπλωση των σπιτοκάλυβων έγινε στις περιοχές εκατέρωθεν στους δύο βασικούς οδικούς άξονες που ένωναν το χωριό με τον Μοσχοπόταμο (Δρυάνιστα) και τη Ρητίνη (Ρετίνης). Συγκεκριμένα, τα σπιτοκάλυβα βρίσκονταν ανατολικά του Ελατοχωρίου και από τις δύο πλευρές: από τη βόρεια πλευρά, όπου και διέρχεται η επαρχιακή οδός Κατερίνης-Μοσχοποτάμου Ελατοχωρίου, και εκατέρωθεν των εσωτερικών αγροτικών δρόμων στις τοποθεσίες από το χωριό και προς Κατερίνη, Γκούρα, Λιβάδια, Σταχτολίβαδο, Προσήλιο, Νερόγαυρα, Παναγία Αγρότισσα, Ραιντέτι, Πέτρες, Άγιο Νικόλαο, Λαγόραχη, Πλάτανο, Τσακρή στα σύνορα με Μοσχοπόταμο. Εκεί συναντάμε και τις βρύσες, όπου οι άνθρωποι προμηθεύονταν νερό: Άγιος, Νικόλαος, Τζαρκνιά, Οξιά, Τροχαλιές. Από τη νότια πλευρά, από τον δρόμο που συνδέει το Ελατοχώρι με τη Λαχόραχη, βρίσκονται στις περιοχές Παρεκκλήσι, Ντραμάλα, Αμπέλια, Αμπελάκια, Αγία Παρασκευή, Τζαρνόχωβα. Σε αυτή την πλευρά συναντάμε την πηγή νερού του Μουρνιώτη. Σπιτοκάλυβα επίσης  έχουμε και στην τοποθεσία Προσήλιο, εκεί συναντάμε τη βρύση του Καλαμάρου.

Η ζωή στα σπιτοκάλυβα του Ελατοχωρίου στις πλαγιές των Πιερίων Ορέων

Ο ρόλος του σπιτοκάλυβου στην αγροτική ζωή των ανθρώπων ήταν σημαντικός. Χώρος πολύτιμος και εργονομικός για την αγροτική διαβίωση. Χώρος οικογενειακής διαμονής σε εποχική βάση, αφού χρησιμοποιείτο για διανυκτέρευση όταν η μετάβαση στο σπιτικό ήταν δύσκολη και οι αποστάσεις συνήθως μεγάλες. Αυτοκίνητα δεν υπήρχαν και η μεταφορά ανθρώπων, εργαλείων και προϊόντων δεν ήταν εύκολη. Η κατασκευή τους ήταν εύκολη και το κόστος αρκετά χαμηλό, έτσι οι αγρότες του χωριού έχτιζαν τα μικρά σπιτοκάλύβα στα χωράφια τους. Επομένως η προσωρινή εποχική διαμονή στις καλύβες αποτελούσε επιτακτική ανάγκη για τους αγρότες.

Οι κάτοικοι του χωριού μετακινούνταν προς τα καλύβια όταν άρχιζαν οι αγροτικές εργασίες, μια διαδικασία πλέον συνηθισμένη. Η πρώτη μετακίνηση γινόταν μετά το Πάσχα για τις πρώτες εργασίες, αλλά ουσιαστικά σχεδόν όλοι οι κάτοικοι του Ελατοχωρίου μετακινούνταν μετά τις 15 Ιουνίου περίπου, στην ουσία όταν έκλειναν τα σχολεία. Ήταν χαρακτηριστική η ημέρα, γιατί φόρτωναν όλη την οικοσκευή (λουξ γκαζόλαμπα, μαυροτήγανα κ.ά.) στο κάρο με τα άλογα ή τα μουλάρια, έπαιρναν τις κότες, τα κατσίκα, τα γουρούνια και την αγελάδα, αν η οικογένεια είχε, και επέστρεφαν αρχές Σεπτεμβρίου, όταν ολοκλήρωναν τις αγροτικές καλοκαιρινές εργασίες.

Λόγω του ότι ήταν θρησκευόμενοι τα εξωκλήσια που υπήρχαν, όπως η Παναγιά Αγρότισσα, ο Άγιος Νικόλαος στην περιοχή Πέτρες, αλλά και η Αγία Παρασκευή στην περιοχή Παρεκκλήσι, τους έδιναν τη δυνατότητα να εκτελούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα χωρίς να χρειάζεται να ανεβαίνουν στο χωριό.

Μόνο τις δύο τελευταίες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα οι κάτοικοι έρχονταν στο χωριό μόνο το Σάββατο το βράδυ, και την Κυριακή το απόγευμα επέστρεφαν. Το απόγευμα του Σάββατου οι κάτοικοι σταματούσαν τις εργασίες και ανέβαιναν με τα ζώα, αλλά κυρίως με τα πόδια παρέες παρέες για το χωριό. Πάντα όμως έμενε κάποιος από την οικογένεια στην καλύβα, γιατί υπήρχαν τα ζώα, και ειδικά οι κότες, που έπρεπε να προσέχει για να μην έρθει γεράκι και τις φάει.

Ένας μικρός πέτρινος φούρνος και καμίνι στον εξωτερικό χώρο από το σπιτοκάλυβο και το τζάκι μέσα τούς έδινε τη δυνατότητα να μπορούν να μαγειρεύουν, όχι πρόχειρα, το φαγητό της οικογένειας. Δίπλα είχαν τον «μπαχτσέ» για την καλοκαιρινή διατροφή, αλλά και αυτά που καλλιεργούσαν για να τα κρατήσουν τον χειμώνα, καθώς και ο στάβλος, ο λεγόμενος «αχυρώνας». Επίσης υπήρχαν κάποια οπορωφόρα δέντρα γύρω από τις καλύβες, όπως μηλιές, φιρικιές και αρβανίτικα μήλα, τα οποία κρατούσαν για τον χειμώνα, αχλαδιές, κερασιές και γκορτσιές, τζερνικιές, συκιές. Οι άνθρωποι την ημέρα δούλευαν στα χωράφια και το βράδυ ή όταν έβρεχε μαζεύονταν στα γειτονικά σπιτοκάλυβα για να συζητήσουν και να χαρούν τις στιγμές ανάπαυσης από τον κάματο των χωραφιών.

Ο αγρότης στο σπιτοκάλυβό του είχε την άνεσή του αλλά και τη σχετική του ελευθερία. Άνεση, γιατί είχε τα απαραίτητα εργαλεία, τα οποία δεν χρειαζόταν να κουβαλήσει πίσω στο σπίτι του. Όταν οι καιρικές συνθήκες δεν ήταν καλές, μπορούσε να μείνει στο σπιτοκάλυβο να ξεκουραστεί και, όταν περνούσε η μπόρα, να ξαναρχίσει την εργασία του. Τις μέρες που δεν επέστρεφε στο σπίτι μπορούσε να ξυπνήσει πολύ πρωί, έχοντας στη διάθεσή του πολύ παραγωγικό  χρόνο.

Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, επίσης, στο σπιτοκάλυβο, μπορούσε να κινηθεί μακριά από το βλέμμα του Τούρκου αγά ή του πατέρα-«πατριάρχη» της οικογένειας, οι οποίοι συνήθως έμεναν στον οικισμό. Ακόμα και η νύφη εκεί μπορούσε να πει κάτι που μπροστά στα πεθερικά της ούτε καν θα περνούσε από τη σκέψη της να ξεστομίσει. Και τέλος, όταν σουρούπωνε, μπορούσε να δώσει και ένα κομμάτι ψωμί και να πει μια κουβέντα με τον κλέφτη που θα περνούσε εκείνη την ώρα ώστε να μην τον δουν αδιάκριτα βλέμματα.

Στις εύφορες γαίες του Ελατοχωρίου (Σκουτέρνα στην παλαιά ονομασία) οι καλλιεργητικές φροντίδες (πότισμα, τσάπισμα κτλ.), η συγκομιδή των καρπών των χωραφιών, η συλλογή του καπνού και των κηπευτικών και η φροντίδα των ζώων αποτελούσαν τις βασικές ασχολίες της οικογένειας. Όπως αναφέρεται από μια καταγραφή του επισκόπου Κίτρους Παρθενίου, περίπου το 1913 καλλιεργούσαν τα δημητριακά, όσπρια όπως ρόβι και ειδικά τα ονομαστά φασόλια (ποτιστικά, βεργωτά), πατάτες, είχαν ανεπτυγμένη την κτηνοτροφία (αιγοπρόβατα, βοοειδή, χοίροι, άλογα και μουλάρια), έφτιαχναν τυριά, τα οποία πουλούσαν στην πόλη.

Όμως η σημαντικότερη από τις καλλιέργειες ήταν αυτή του καπνού. Δίπλα από το σπιτοκάλυβο είχαν το λεγόμενο «αράνι», ένα ξύλινο κτίριο που ήταν με ξύλα φτιαγμένο μόνο από τρεις πλευρές. Είχαν φτιαγμένες ράγες από ξύλο στο έδαφος, τοποθετούσαν τον καπνό σε πλαίσια τετράγωνα, τα «βαγόνια», τα οποία ήταν φτιαγμένα με ξύλο και στις δύο πλευρές, είχαν καρφάκια μικρά και τοποθετούσαν τα λεγόμενα «ράμματα» (καπνός περασμένος σε σκοινί, «καπνόνημα»). Αυτά τα πλαίσια τα έβγαζαν την ημέρα στον ήλιο για να στεγνώσουν και το απόγευμα τα ξαναέβαζαν μέσα σε αυτό το κτίριο. Στη συνέχεια τα έκαναν «βαντιά» πολλά μαζί ράμματα και τα έκαναν «μπασκί», τα τοποθετούσαν δηλαδή το ένα πάνω στο άλλο με τη σειρά και εκεί παρέμεναν μέχρι το φθινόπωρο, που θα τα έκαναν δέματα στην ειδική κάσα από ξύλο.

Η οικογενειακή εποχική χρήση του σπιτοκάλυβου έφτασε μέχρι το 2000. Τα επόμενα χρόνια σταμάτησε, καθώς η εξέλιξη, ο σύγχρονος τρόπος ζωής και η αμεσότητα των αυτοκινήτων έφεραν την ταχύτερη επικοινωνία των αγροτών μεταξύ του τόπου κατοικίας στο χωριό και των χωραφιών, μειώνοντας, όπως ήταν φυσικό, την ανάγκη ύπαρξης της καλύβας στα χωράφια.

Οι καλύβες ήταν πάντα εκεί

 Ένα από τα πιο σημαντικά στοιχεία που δημιουργούν οι ανθρώπινες κοινότητες στο φυσικό τοπίο είναι οι κατοικίες, που, αν και είναι βραχύβιες, όπως ο άνθρωπος, ορισμένα χαρακτηριστικά ίχνη τους στο αγροτικό περιβάλλον δεν αλλάζουν κι ας έρχονται νέες ανθρώπινες εγκαταστάσεις. Ακόμα κι αν αλλάξουν μορφή, συνεχίζουν να φέρουν τα ίχνη ενός μακρού παρελθόντος και εν μέρει αποτελούν τη συνέχεα.

Ο οικισμός του Ελατοχωρίου δημιουργήθηκε από τους ανθρώπους που έμεναν στα καλυβόσπιτα στις ευρύτερες περιοχές στα τέλη του 18ου αιώνα (1780) με το χτίσιμο της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου στο παλιό χωριό. Πριν από τα τέλη του 17ου αιώνα οι πρόγονοι των κατοίκων του Ελατοχωρίου κατοικούσαν στους οικισμούς (σε καλύβες χτισμένες στα αγροκτήματα) οι οποίοι βρίσκονταν στις τοποθεσίες Παναγιά η Αγρότισσα, Αϊ-Νικόλαος στην περιοχή Πέτρες, στην Αγία Παρασκευή, όπου έχουμε και απομεινάρια βυζαντινού λουτρού, στην περιοχή Παλαικλήσσι και σε άλλες περιοχές βορειοανατολικά και νοτιοανατολικά του σημερινού χωριού, όπου είχαν τις καλλιέργειες και τα ζώα τους. Από τους κατοίκους αυτούς άρχισε να δημιουργείται ο νέος οικισμός στο σημερινό Παλιό Ελατοχώρι, μέρος απάνεμο, περικυκλωμένο από τα βουνά των Πιερίων, μη ορατό από τον κάμπο και ασφαλές ως έναν βαθμό με πολλές πηγές και πολλά ρέοντα ύδατα.

Δεν άφησαν όμως ποτέ τις περιοχές, καθώς μέλη των οικογενειών παρέμεναν στις καλύβες ώστε να βρίσκονται κοντά στα αγροκτήματα και ζώα τους, δίνοντας έτσι την ιδιότητα της αγροικίας στα καλύβια, που έπαιρνε τη μορφή του σπιτοκάλυβου.

Μια πρώτη αναφορά για το χωριό έχουμε κατά την οθωμανική απογραφή του 1530, όταν στον υποτυπώδη  οικισμό, όπου αργότερα χτίστηκε η εκκλησία του Αγίου Νικολάου, διέμεναν 15 κάτοικοι. Οι κάτοικοι αυτοί, για να βρίσκονται κοντά στα μαντριά ή τα χωράφια, είχαν την ανάγκη ενός προσωρινού καταλύματος. Τότε χτίστηκαν και οι πρώτες καλύβες, ο αριθμός των οποίων ήταν περιορισμένος. Αυτή η κατάσταση διήρκεσε για πολλές δεκαετίες, μέχρι το 1750 περίπου, όταν με την έλευση και άλλων οικογενειών από τη γύρω περιοχή ο μικρός οικισμός έγινε ένα χωριό με 200 περίπου άτομα. Είχε έρθει η ώρα για μια καλύτερη οργάνωση.

Παρ’ όλο που δεν είναι δυνατόν να πούμε οριστικά πόσα σπιτοκάλυβα υπήρχαν στην περιοχή ή αν συνέβη η επαναχρησιμοποίηση μιας παλαιότερης κατασκευής, είναι πιθανό ότι ο αριθμός των σπιτοκάλυβων στον διάβα του χρόνου ακολουθούσε σχεδόν τον αριθμό των οικογενειών του οικισμού, δηλαδή κάθε οικογένεια και ένα σπιτοκάλυβο. Εκτιμούμε ότι οι καλύβες είναι στη σημερινή τους τοποθεσία λίγο μετά το έτος 1800. Αυτή την εποχή ήρθαν διωγμένες από τον Αλή Πασά πάνω από 10 οικογένειες από την περιοχή της Ηπείρου, στις οποίες δόθηκαν κτήματα μακριά από το Παλιό Ελατοχώρι, όπως στις περιοχές Τσιακρής και Πέτρες. Ακολούθησαν μερικές οικογένειες από τη βόρεια Πελοπόννησο το 1830, ενώ το 1856 πάνω από 15 οικογένειες ήρθαν μετά την Εξέγερση στη βόρεια Θεσσαλία και τη δυτική Μακεδονία. Τέλος, μετά το 1870, όταν οι σχέσεις με τους Βουλγάρους επιδεινώθηκαν, περισσότερες από 10 οικογένειες ήρθαν στον παλιό οικισμό.

Όλοι αυτοί μαζί με τους γηγενείς ανέρχονταν σε 612 άτομα σε 110 περίπου οικογένειες τη χρονιά της Απελευθέρωσης, το 1912. Μετά το 1913 ο οικισμός είχε 160 σπίτια. Με την καλλιέργεια του καπνού να προοδεύει μετά τον πόλεμο (1960 κι εξής) το χωριό είχε 174 άδειες καπνού και, όπως μου ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Κώστας Μποστανίτης, «όσες οι άδειες του καπνού, τόσα και τα σπιτοκάλυβα», και δεν είχε και άδικο. Έτσι εξηγείται και ο μεγάλος αριθμός των καλυβών (80), που υπάρχουν ακόμα και σήμερα.

Οι θέσεις των σπιτοκάλυβων του Ελατοχωρίου αποτυπώνονται στον επιτελικό χάρτη της Ελληνικής Τοπογραφικής Υπηρεσίας Στρατού του 1934 (επανέκδοση του 1927), τον οποίο είχαν στην κατοχή τους τα γερμανικά στρατεύματα όταν μπήκαν στην Ελλάδα. Γι’ αυτό δυστυχώς ήταν εύκολο να κάψουν τα περισσότερα σπιτοκάλυβα τον Ιανουάριο του 1943, καθώς ήξεραν τις ακριβείς θέσεις τους. Το βράδυ της 25ης Ιανουαρίου 1944 γερμανικά στρατεύματα λίγο έξω από το Ελατοχώρι, από τη μεριά του Μοσχοποτάμου, πυρπόλησαν περίπου 25 σπιτοκάλυβα, εκτέλεσαν όσους βρέθηκαν μέσα σε αυτές, ενώ συνέλαβαν 10 άτομα στην τοποθεσία Γκέκας, τους οποίους μετέφεραν αυθημερόν στον Μοσχοπόταμο.

Η παρουσία τους μετρά περισσότερο από 300 χρόνια στην περιοχή και βρίσκονταν σχεδόν στα ίδια σημεία που βλέπουμε σήμερα τα περίπου 80. Υπάρχουν και αυτά που δεν βλέπουμε, όμως εύκολα μπορούμε να ξέρουμε ότι υπήρχε καλύβα στο αγρόκτημα χάρη στην ύπαρξη μιας συκιάς, γκορτσιάς, τζερνικιάς ή άλλου μεμονωμένου οπωροφόρου δένδρου. Αν σε αυτά τα σημεία ρίξουμε μια πιο προσεκτική ματιά, εύκολα διακρίνουμε την ύπαρξη δομικών ερειπίων, σωρούς από πέτρες και σπασμένα κεραμίδια.

Η αγροτική αρχιτεκτονική στα σπιτοκάλυβα του Ελατοχωρίου

 Στη γεωμορφολογία της ορεινής περιοχής των Πιερίων Ορέων, όπου οι κάτοικοι του Ελατοχωρίου είχαν τις εκτατικές αρόσιμες εκτάσεις και τα μαντριά τους, διαμορφώθηκε ένα αρχιτεκτονικός τύπος στέγασης σε εποχική βάση ως κατάλυμα για οικιακή βοήθεια, τα σπιτοκάλυβα. Ο απλός σχεδιασμός τους δείχνει χρόνια ενσωματωμένης εμπειρίας, βασισμένης στη σχέση μεταξύ του αγροτικού κτιρίου και του αγροτικού τοπίου, ικανοποιώντας τις ανάγκες των ανθρώπων, εστιάζοντας σε μια ολιστική προσέγγιση που λαμβάνει υπόψη τον ρόλο του εξωτερικού περιβάλλοντος. Οι περιβαλλοντικοί παράγοντες (κλίμα, γεωγραφία και φυσικοί πόροι) αποτέλεσαν τον σημαντικότερο καθοριστικό παράγοντα της αγροτικής αρχιτεκτονικής με την οποία κατασκευάστηκαν τα σπιτοκάλυβα.

Η θέση τους επιλεγμένη. Απάγκιο το μέρος, να κόβει τον βοριά, ανταποκρινόμενη προς το ανάγλυφο της περιοχής, με προσανατολισμό σχεδόν βορράς-νότος. Σε σημείο σχεδόν στρατηγικό, λειτουργούσε και ως παρατηρητήριο για την επίβλεψη του αγροκτήματος και της περιοχής. Η είσοδος προς την ανατολή, κατάματα στον ήλιο, για να τον διαφεντεύει.

Τα σπιτοκάλυβα είναι ένα υπόδειγμα κάλυψης βασικών αναγκών με εκπληκτική λιτότητα και πληρότητα. Αποτελούν γνήσια έκφραση μιας λαϊκής αρχιτεκτονικής παράδοσης της αγροτικής υπαίθρου με τεχνοτροπία δεμένη µε τα υλικά της φύσης, μπολιασμένη με την αγροτική κοινωνική και οικονομική ζωή. Χωρίς διακοσμητικές αξιώσεις, τη χρήση ορθογώνιων σχημάτων, την αδρή τοιχοποιία και την ιδανική προσαρμογή με το φυσικό περιβάλλον.

Τα σπιτοκάλυβα είχαν το δικό τους «προφίλ». Το τυπικό σπιτοκάλυβο είναι ένα πλατυμέτωπο ορθογώνιο («μακρυνάρι»), ισόγειο, συνήθως μονόχωρο κτίσμα. Το τζάκι στη μέση του τοίχου αποτελεί βασικό στοιχείο του σπιτοκάλυβου, δεν νοείται σπιτοκάλυβο χωρίς τζάκι. Η εξώπορτα είναι πάντοτε στη μακρύτερη πλευρά. Τα μεγαλύτερα πολλές φορές χωρίζονται σε δύο μέρη περίπου 16-40 τ.μ., οι περιορισμένες διαστάσεις των οποίων υπαγορεύονται από τις δυνατότητες των υλικών. Στην εξέλιξή του το σπιτοκάλυβο εμφανίζεται με προσθήκη χώρων, αχυρώνα (στάβλο) για τα ζώα στο πίσω μέρος, αλλά και τα παχνιά για να τα ταΐζουν, αποθήκη, αράνι για τα καπνά. Εξωτερικά στο σπιτοκάλυβο κατασκεύαζαν επίσης το «τσαρδάκι» σαν κιόσκι για να μεγαλώσουν τον χώρο και να κάθονται κατά τη διάρκεια της ημέρας. Η κατασκευή του απλή, από δρυ, κλωνάκια με φύλλα μαζί ή φτέρες, και ο φούρνος, που κατασκευαζόταν από «μπολτζόχωμα», όπως και το καμίνι.

Ο στάβλος (στάνη) φτιαχνόταν με πυκνά ξύλα, ελαφρώς κυρτά, σε στρόγγυλο σχήμα, και από πάνω τοποθετούσαν και άλλα ξύλα οριζόντια, και στις δύο πλευρές έβαζαν «χερόβολα» (άχυρο από βρίζα), που ήταν φτιαγμένα από «βρίζα» ή φτέρες ή «πελεκούδια» και τα σκέπαζαν με αυτά. Το σημείο όπου έμπαιναν τα ζώα λεγόταν «γκουιάτα». Ένα ακόμα στοιχείο που προστέθηκε τα τελευταία χρόνια είναι η εξωτερική τουαλέτα με πρόχειρα υλικά και στέγαση με λαμαρίνες.

Τα σπιτοκάλυβα κατασκευάζονταν από τους ίδιους τους χωρικούς μελλοντικούς ενοίκους με τη βοήθεια του χωριού. Στις μέρες μας τα περισσότερα σπιτοκάλυβα που συναντάμε έχουν ως κύριο χαρακτηριστικό της δομής τους τσιμεντόλιθους, που άρχισαν να αντικαθιστούν τα πετρόκτιστα από τη δεκαετία του ’60 και μετά. Όμως συναντάμε και πετρόκτιστα, που ήταν η επικρατέστερη κατασκευαστική δομή, με διαφορές μορφές τοιχοποιίας, υπήρχαν και ξύλινες. Τα πετρόκτιστα διακρίνονται σε αυτά με αργολιθοδοµή και «ξυλοδεσιές», όπου στο σώμα της τοιχοποιίας αναπτύσσονται οριζόντιοι ελκυστήρες από ξύλινα στοιχεία, οι οποίες εξασφαλίζουν τη λειτουργία των διασταυρούμενων τοιχοποιιών ως ενιαίου δομικού στοιχείου.

Οι ξυλοδεσιές ήταν από διαλεγμένα κεδρίσια παλούκια µε διχάλες στην κορφή για να κουμπώσουν τα σταυρώματα και να δεθούν γερά. Σε άλλα συναντάμε «τσατμά» («μπαγδατί») µε καρφωτές πήχεις και υποκείμενη αργολιθοδοµή και σε άλλα τσατμά µε πλεκτά κλαδιά.

Ο τσατμάς ήταν μια ελαφριά κατασκευή με ξύλινο σκελετό. Ο σκελετός αποτελείται από κάθετους ορθοστάτες («ντιρέκια»), που δένονται με οριζόντια ξύλα («ταμπάνια») και με διαγώνια ξύλα («παγιάντες»). Ο ξύλινος σκελετός καλυπτόταν με ελαφρύτερα υλικά, όπως με μικρές πέτρες, άχυρα, κομμάτια από σπασμένα κεραμίδια, «πευκοτσίγκανα», ξερά πλιθιά και, φυσικά, με λάσπη. Ως συνδετικό υλικό και ως σοβά χρησιμοποιούσαν λάσπη από ασπρόχωμα και «σβουνιές» ζώων, που έπαιρναν από συγκεκριμένο σημείο στις δύο καστανιές και άλειφαν τους τοίχους. Το πάχος του τσατμά ήταν περίπου 0,2 μ.

Η κατασκευή των εσωτερικών τοίχων γινόταν με παρόμοιο τρόπο, δηλαδή με τσατμά, ωστόσο ο ξύλινος σκελετός ήταν απλούστερος. Αποτελείτο μόνο από κατακόρυφα ξύλα, τοποθετημένα ανά μισό μέτρο.

Το κενό το γέμιζαν με πλεγμένες βέργες. Ο εξωτερικός και εσωτερικός τοίχος καλυπτόταν με σοβά. Στο εσωτερικό του, για να αποτρέψουν το κρύο, τον αέρα και κάθε κακουχία, έφτιαχναν το «κερέτσι». δηλαδή σοβά φτιαγμένο από ασπρόχωμα, κοπριά αγελάδων και μαλλί τράγων, που χρησιμοποιούνταν για μόνωση και ως δάπεδο.

Οι σκεπές των καλυβιών είναι κεκλιμένες και επικαλυμμένες για τη διευκόλυνση της ροής του βρόχινου νερού και την απομάκρυνση του χιονιού. Στην αρχή ήταν από χερόβολα. Τα άχυρα δένονταν σε δεμάτια για να σκεπάσουν τη σκεπή. Άλλα ήταν από σχιστόλιθους. Οι σκεπές στις μέρες μας έχουν αντικατασταθεί από κεραμίδια ή λαμαρίνα.

Ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό δείγμα είναι τα σπιτοκάλυβα του Ιωάννη Μπλέτσιου και του Θεόδωρου Αντωνίου από το Ελατοχώρι πάνω στη διασταύρωση προς Ριζώματα και Μοσχοπόταμο. Το ιδιαίτερο στοιχείο τους είναι η κατασκευή, καθώς και η διάταξη των χώρων, όπου είναι ο χώρος της οικογένειας, αλλά και των ζώων. Άξιο αναφοράς είναι και το σπιτοκάλυβο του Πέτρου Δρούγκα ή Ντρουγκογιαννάκη στην περιοχή Λιβάδια.

Αγροτική κληρονομιά

 Τα σπιτοκάλυβα και οι αποθήκες των αγροτών, που είναι διάσπαρτα στα χωράφια του Ελατοχωρίου, αποτελούν αγροτική κληρονομιά. Η αγροτική αρχιτεκτονική αποτελεί σημαντικό κομμάτι της πολιτιστικής κληρονομιάς μας, η οποία δεν έχει ακόμη τύχει συστηματικής μελέτης και ουσιαστικής προστασίας.

Δείγμα αγροτικής αρχιτεκτονικής αποτελούν και τα σπιτοκάλυβα, που συναντάμε ως μεμονωμένα κτήρια στο αγροτικό τοπίο του Ελατοχωρίου, στις καλλιεργήσιμες περιοχές των Πιερίων. Είναι τα αγροτικά κτίσματα με κύριο λόγο το εποχικό κατάλυμα των αγροτών και της οικογένειάς τους, καθώς βρίσκονταν μακριά από το χωριό, μέσα στο χωράφι που καλλιεργούσαν. Είναι προϊόν της ανώνυμης, χρηστικής, λαϊκής αρχιτεκτονικής, που οι κάτοικοι έχτιζαν με τη δική τους τέχνη, που δεν έμαθαν από κανέναν, δίνοντας στο τοπίο μια ξεχωριστή αρχιτεκτονική και έναν ιδιόμορφο χαρακτήρα.

Τα σπιτοκάλυβα είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα παραδείγματα πρωτότυπου τεχνικού και επιστημονικού σχεδιασμού που έχουν σχεδιαστεί για να εκπληρώσουν τον πρωταρχικό ρόλο τους στον αγροτικό τομέα και αποτελούν σήμερα μια ευρεία κληρονομιά αναντικατάστατης αρχιτεκτονικής αξίας, στην οποία πρέπει να δοθεί μέγιστη προσοχή σε μια διαδικασία χωροταξικού σχεδιασμού του αγροτικού τοπίου.

Τα σπιτοκάλυβα διαδραμάτισαν κεντρικό ρόλο στα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά της αγροτικής γης, με τη χρηστική λειτουργία τους στήριξαν την αγροτική οικονομία, αποτελούν την αγροτική κληρονομιά της περιοχής και αναπόσπαστο κομμάτι του τοπίου της. Στη διάρκεια των αιώνων συνόδευσαν την ανάπτυξη των αγροτικών δραστηριοτήτων των Ελατοχωρινών, που κατάφεραν να εκτρέφουν τα ζώα τους, να καλλιεργούν και να αποδίδουν οι καλλιέργειές τους, να αποθηκεύουν, να μεταποιούν και να επεξεργάζονται τα αγροτικά προϊόντα με λειτουργικό και αποτελεσματικό τρόπο. Σηματοδότησαν την ιδιοκτησία τους.

Σήμερα, στο έλεος του χρόνου και του καιρού, τα αγροτικά σπιτοκάλυβα του Ελατοχωρίου αποτελούν ανάμνηση ενός χρόνου που πέρασε αλλά άφησε ανεξίτηλα τα σημάδια του στο αγροτικό τοπίο. Αυτά που έμειναν στέκουν μοναχικά και σιωπηλά στην άκρη των χωραφιών κι αποκαλύπτουν στο φως του ήλιου την ομορφιά τους, αλλά και τη θλίψη της εγκατάλειψης. Οι καλύβες στα χωράφια του Ελατοχωρίου εντάσσονται στην αγροτική αρχιτεκτονική, απαρτίζουν το αγροτικό τοπίο και αποτελούν αγροτική κληρονομιά. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η αγροτική κληρονομιά αποτελεί περιουσία όλων μας, και όσων ζουν στις πόλεις και όσων ζουν στην ύπαιθρο.

Τα τελευταία χρόνια, ως αποτέλεσμα της οικονομικής ύφεσης και της επιστροφής ανθρώπων στην ύπαιθρο, των νέων αναγκών της αγροτικής παραγωγής, της δυνατότητας τουριστικής ανάπτυξης ή της νοσταλγικής θεώρησης ενός χαμένου πια τρόπου ζωής, παρατηρούμε ένα συστηματικό ενδιαφέρον γύρω από το αγροτικό τοπίο και τις σχετικές αγροτικές κατασκευές που μπορεί να φιλοξενεί. Άλλωστε και στο ίδιο το χωριό, πέρα από τη σημερινή τουριστική του ανάπτυξη αστικής μορφής, οι κάτοικοι του Ελατοχωρίου νοίκιαζαν τα αγροτικά σπίτια τους την καλοκαιρινή περίοδο σε παραθεριστές τη δεκαετία του 1960-1970 λόγω του ιδιαίτερου κλίματος.

Τα σπιτοκάλυβα αποτελούν ουσιαστικά ένα άτυπο δίκτυο, μια ανενεργή δομή, η οποία φέρει έντονα κάποια από τα χαρακτηριστικά ενός εν δυνάμει αναδυόμενου cluster. Είναι χωροθετημένα σε συγκεκριμένη γεωγραφικά ζώνη με κοινά στοιχεία την παραγωγική δραστηριότητα στον περιβάλλοντα χώρο, μην έχοντας όμως αναπτύξει στη διάρκεια των χρόνων στοιχεία αλληλεξάρτησης, επικοινωνίας και ανταγωνισμού μεταξύ τους. Τα σπιτοκάλυβα του Ελατοχωρίου θα ήταν δυνατόν, εφόσον συντρέξει μια σειρά προϋποθέσεων, κυρίως η βούληση των ιδιοκτητών, να πάρουν ζωή και να δημιουργηθεί στην περιοχή ένα νέο δίκτυο συμπληρωματικών επιχειρήσεων.

Τα παραδοσιακά αγροτικά κτίρια, τα σπιτοκάλυβα, μπορούν να αποτελέσουν έναν νέο τρόπο προσέλκυσης τουριστών. Έτσι, είναι ευκαιρία να αποκατασταθούν κάποια από αυτά, αν όχι όλα, μετατρεπόμενα σε πολιτιστικά στοιχεία, ή να συνεχίσουν σε αυτά οι αγροτικές δραστηριότητες ή, ακόμα, να δοθεί μια διαφορετική μορφή τουριστικής εγκατάστασης.

Στην πραγματικότητα, χάρη στην εγγύτητα της δομής που τα συνθέτουν και στην παρουσία μιας ζωντανής τοπικής κοινότητας μπορούν να προσφέρουν μια γνωριμία με έναν νέο αγροτουριστικό τρόπο ζωής. Αυτή η πτυχή από μόνη της είναι ικανή να παράγει αρκετό οικονομικό κύκλο εργασιών, επειδή μπορεί να συμβάλλει στην εμφάνιση νέων τουριστικών προορισμών, οι οποίοι συνήθως βρίσκονται εκτός της πεπατημένης διαδρομής με μεγάλο οικολογικό αποτύπωμα, καθώς οι πρακτικές του αγροτουρισμού αποσκοπούν στη διατήρηση της φυσικής δομής της περιοχής και την ανάπτυξή της χωρίς να τη διαταράσσουν. Με αυτό τον τρόπο η επίδραση του επισκέπτη περιορίζεται στο ελάχιστο.

Επίσης σε αυτά μπορούν να δημιουργηθούν σημεία διάθεσης των τοπικών προϊόντων (γεωργικού, κτηνοτροφικού τομέα) και υπηρεσιών (πληροφορίες για την περιοχή και το περιβάλλον), παράγοντας συνέργειες τοπικού χαρακτήρα με πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα. Υπάρχουν παραδείγματα περιοχών που ευημερούν χάρη στο γεγονός ότι οι οικονομίες τους έχουν στηριχθεί σε τέτοιου είδους τοπικές ομάδες επιχειρήσεων και έχουν προκαλέσει το ενδιαφέρον των αρχών, αφού μπορούν να αυξήσουν την παραγωγικότητα, τον βαθμό καινοτομίας και την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων που συμμετέχουν. Οι επιχειρήσεις-ιδιοκτήτες σπιτοκάλυβων μπορούν να ωφεληθούν από το δίκτυο μέσω της συνένωσης των δυνάμεων, αναβαθμίζοντας ταυτόχρονα την περιοχή σημαντικά και αποτελώντας ένα επιτυχημένο παράδειγμα συνεργασίας των τοπικών παραγωγικών κλάδων.

Ο ρόλος που έπαιξαν ιστορικά τα σπιτοκάλυβα συνδέεται στενά με την ιστορική ύπαρξη των κατοίκων στην περιοχή. Αυτή η ταπεινή τεχνική χτισίματος που χαρακτηρίζει το αγροτικό τοπίο του Ελατοχωρίου αναδεικνύεται ως ένα πολιτιστικό αγαθό που αξίζει να διασωθεί. Η διάσωση των σπιτοκάλυβων μπορεί να συμβάλει στην ανάδειξη της ιστορίας, της κουλτούρας, του χαρακτήρα της περιοχής και των ανθρώπων της, οι οποίοι κράτησαν ζωντανά για τις επόμενες γενιές το φυσικό περιβάλλον και το παραδοσιακό αγροτικό τοπίο.

 Δημήτρης Ρουκάς

MSc Τεχνολόγος γεωπόνος, επιστημονικός συνεργάτης Π.Ε. Πιερίας

Για την παρουσίαση του λαογραφικού οδοιπορικού στα σπιτοκάλυβα του Ελατοχωρίου συνέβαλαν με τις πληροφορίες τους οι κ.κ. Βασίλης Γκλάρας, Μαριάνα Ντακούλα και Κώστας Μποστανίτης. Πολύτιμες πληροφορίες δόθηκαν από τον κ. Νίκο Κωστόπουλο, καθηγητή Πολιτικών και Οικονομικών Επιστημών. Επίσης, σκέψεις για την ολιστική ανάπτυξη της περιοχής κατέθεσε η κα Μπέττυ Παρτσαλίδου, διευθύντρια της Πιερική Αναπτυξιακή Α.Ε. ΟΤΑ. Συνοδοιπόρο στα σπιτοκάλυβα του Ελατοχωρίου είχα την κα Αναστασία Μποστανίτη-Κιοσσέ, εκλεγμένη σύμβουλο της τοπικής κοινότητας Ελατοχωρίου και πρόεδρο του συλλόγου των επαγγελματιών του. Επιπλέον πληροφορίες αντλήθηκαν από το βιβλίο του Πολιτιστικού Συλλόγου Ελατοχωριτών Θεσσαλονίκης «Η Σκουτέρνα» «Σκουτέρνα Ελατούσα Ελατοχώρι» (Θεσσαλονίκη 2010). Η αναφορά στην πυρπόληση των σπιτοκάλυβων στηρίχθηκε στη διδακτορική διατριβή του κ. Στράτου Ν. Δορδάνα «Αντίποινα των γερμανικών αρχών κατοχής στη Μακεδονία 1941-1944» (Θεσσαλονίκη 2002).

Share this post

Submit to DeliciousSubmit to DiggSubmit to FacebookSubmit to Google PlusSubmit to StumbleuponSubmit to TechnoratiSubmit to TwitterSubmit to LinkedIn