O αγροδιατροφικός τομέας μπορεί να προσφέρει επιπλέον 12,2 δισ. ευρώ ετησίως αν ενισχυθεί η τεχνολογία, το branding και η επιχειρηματική λειτουργία των συνεταιρισμών, λένε οι μελέτες της Εθνικής Τράπεζας ήδη από το 2015, με συντονίστρια αυτών την κα Τζέση Βουμβάκη (οι συνεταιρισμοί καταστάθηκαν το «λάφυρο» της νέας πολιτικής «ανηθικότητας» μετά το 1984, όταν κυριεύτηκαν από τα κόμματα (κόμμα;) με πολιτικές παρεμβάσεις νομοθετικής μορφής, που τελικά τους διέλυσαν).
Την κα Τζέση Βουμβάκη (210 3341549, Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.) συναντήσαμε στις Σέρρες, στο συνέδριο Agribusiness Forum (www.agribusinessforum.org). Έκανε την πρώτη παρουσίαση-εισήγηση στην έναρξη του συνεδρίου και μας ενθουσίασαν οι προσεγγίσεις της:
Ευνοημένος από τα εγγενή φυσικά χαρακτηριστικά της Ελλάδας (βιοποικιλότητα, μικροκλίματα, ορεινό, ημιορεινό, θαλάσσια ακτογραμμή, αλλά ακόμα και πολιτιστικά χαρακτηριστικά), ο αγροτικός τομέας είναι ένας από τους βασικούς πυλώνες της οικονομίας, συνεισφέροντας 2,9% στο ΑΕΠ (και μέσω πολλαπλασιαστή φθάνει στο 20% περίπου του ΑΕΠ της Ελλάδας) έναντι 1,2% κατά μέσο όρο στην Ευρώπη και 14% στην απασχόληση της Ελλάδας (και μέσω πολλαπλασιαστή απασχόλησης δημιουργεί το 56% της συνολικής απασχόλησης) έναντι 5% κατά μέσο όρο στην Ευρώπη.
Σημειωτέον ότι, σύμφωνα με τη μελέτη MacKinshey, οι τομείς που μπορεί να δημιουργήσουν αναπτυξιακή προοπτική στην Ελλάδα μετά την κρίση είναι η γεωργία (με την ευρεία έννοια της λέξης), η βιομηχανία τροφίμων και ο τουρισμός. Χωρίς να έχει ασχοληθεί με την αποτελεσματικότερη μορφή επιχειρηματικής δράσης, φαίνεται ότι η κοινωνική οικονομία (συνεργατισμοί, συνεταιρισμοί) είναι η μορφή που δίνει λύσεις εκεί που η ιδιωτική οικονομική (εταιρίες) αποτυγχάνουν σήμερα.
Παράλληλα η διεθνής συγκυρία ήταν εξαιρετικά θετική για τον κλάδο κατά την τελευταία 25ετία, με την παγκόσμια ζήτηση να αυξάνεται με ρυθμό 9% ετησίως και την Ευρώπη να παραμένει κυρίαρχη στη διεθνή αγορά τροφίμων, καλύπτοντας το 40% των εξαγωγών παγκοσμίως (η Ε.Ε. είναι κυρίως έμπορος αγροτικών προϊόντων και όχι σημαντικός παραγωγός και αυτό ίσως επιδρά στις πολιτικές επιλογές των κυβερνήσεων).
Αξίζει να επισημανθεί ότι η παγκόσμια παραγωγή τροφίμων πρέπει να αυξηθεί κατά 50% τα επόμενα 30 χρόνια για να μπορέσει να ανταποκριθεί στις προβλέψεις της ζήτησης (αύξηση του πληθυσμού της Γης), άρα υπάρχει εξασφαλισμένη ζήτηση.
Ωστόσο η έλλειψη συνεπούς στρατηγικής δεν επέτρεψε στον ελληνικό αγροδιατροφικό κλάδο να αξιοποιήσει το αντικειμενικό συγκριτικό του πλεονέκτημα και να εκμεταλλευτεί τη διεθνή ευκαιρία. Στηριζόμενη σε μεγάλο βαθμό στις επιδοτήσεις και στην προσφορά χύμα προϊόντων, η ελληνική αγροτική παραγωγή κατά αξία αυξήθηκε κατά λιγότερο από 1% ετησίως την τελευταία 25ετία (μόλις 0,3% ετησίως αν αφαιρέσουμε τις επιδοτήσεις), με αποτέλεσμα πλέον να καλύπτει το 0,3% της παγκόσμιας παραγωγής από το 0,8% το 1993 (εδώ ίσως αξίζει να επισημάνουμε ότι οι τιμές στα αγροτικά προϊόντα είναι τεχνητά υποτιμημένες και οι μελέτες μόνο με βάση τα οικονομικά αποτελέσματα δεν δίνουν πάντα ακριβείς εκτιμήσεις).
Επιπλέον ο βαθμός τυποποίησης στην Ελλάδα παραμένει χαμηλός (με τη βιομηχανία τροφίμων να προσφέρει προστιθέμενη αξία της τάξης του 40% στην ελληνική αγροτική παραγωγή έναντι 70% κατά μέσο όρο στη Δυτική Ευρώπη).
Ποιοι παράγοντες κρατούν την ελληνική αγροτική παραγωγή χαμηλά;
- Η ελληνική αγροτική παραγωγή είναι κατακερματισμένη σε πολύ μικρές εκμεταλλεύσεις οικογενειακού χαρακτήρα (με μέσο μέγεθος 4,8 εκτάρια έναντι 12,5 εκτάρια κατά μέσο όρο στην Ε.Ε.), γεγονός που αυξάνει το κόστος παραγωγής ανά μονάδα προϊόντος και παράλληλα περιορίζει τη διαπραγματευτική δύναμη των παραγωγών. Το πρόβλημα αυτό εντείνεται από το γεγονός ότι το μειονέκτημα μεγέθους δεν έχει αντισταθμιστεί με τη σύσταση αποτελεσματικών συνεταιρισμών. Οι ελληνικοί αγροτικοί συνεταιρισμοί καλύπτουν μόλις το 20% της ελληνικής παραγωγής (έναντι 40% κατά μέσο όρο στην Ευρώπη) και απλώς μοιράζουν επιδοτήσεις.
- Οι επενδύσεις σε αγροτική έρευνα και ανάπτυξη είναι 11 ευρώ/εκτάριο ετησίως (έναντι 33 ευρώ/εκτάριο στην Ευρώπη) και οι Έλληνες αγρότες έχουν χαμηλή επαγγελματική κατάρτιση (7% μόνο, έναντι 50% κατά μέσο όρο στην Ευρώπη).
- Οι επιδοτήσεις καλύπτουν το 22% της αξίας της αγροτικής παραγωγής έναντι 12% κατά μέσο όρο.
Τι πρέπει να γίνει για να εκμεταλλευτεί η Ελλάδα τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα;
Στο 70% των ελληνικών εξαγωγών αγροτικών προϊόντων η Ελλάδα έχει συγκριτικό πλεονέκτημα. Στις ελιές, στο γιαούρτι και το μέλι η Ελλάδα δείχνει ότι μπορεί να συνεχίσει με τυποποιημένα branded προϊόντα και εστίαση σε επιλεγμένες ανεπτυγμένες αγορές.
Ποιο είναι το δυνητικό επίπεδο στο οποίο μπορεί να φτάσει ο ελληνικός αγροδιατροφικός κλάδος;
Αξιοποιώντας το τρίπτυχο τεχνολογία-αποτελεσματικοί συνεταιρισμοί-branding χωρίς τη χρήση επιδοτήσεων, η παραγωγικότητα γης μπορεί να είναι σχεδόν 3,5 φορές υψηλότερη (παραγωγικότητα αγροτικής γης το 2011: Ολλανδία: 560 ευρώ/στρέμμα, Ισραήλ: 450 ευρώ/στρέμμα, Ελλάδα 150 ευρώ /στρέμμα, πηγή: Faostat, World Bank).
Ποια είναι η ενδεδειγμένη στρατηγική για την επιτυχημένη έξοδο των ελληνικών προϊόντων στις διεθνείς αγορές;
Η Ελλάδα μπορεί να δημιουργήσει μια ισχυρή αλυσίδα αξίας στον κλάδο των τροφίμων. Υπό αυτό το πρίσμα ανάλυσης, οι κρίσιμες μεταρρυθμίσεις για τον αγροδιατροφικό κλάδο στην Ελλάδα, ώστε να αξιοποιηθεί η εγγενής δυναμική του, επικεντρώνονται στα εξής:
- Στην αξιοποίηση των ευκαιριών που παρέχει η αναμορφωμένη ΚΓΠ (CAP) για μια πιο επαγγελματική προσέγγιση της αγροτικής παραγωγής μέσω α. χαμηλότερης εξάρτησης στις επιδοτήσεις και υψηλότερης έμφασης στην αναβάθμιση της παραγωγικής διαδικασίας, β. ενίσχυσης της σύνδεσης πανεπιστημίων και ερευνητικών κέντρων με την αγροτική επιχειρηματικότητα και χρηματοδότησης ερευνών με την πρακτική εφαρμογή στην Ελλάδα (όπως η ανάπτυξη σπόρων) και γ. βελτίωσης της κατάρτισης των αγροτών.
- Σε μια επιχειρηματική λειτουργία των αγροτικών συνεταιρισμών, με διοικητικά συμβούλια που θα περιλαμβάνουν παραγωγούς, επιστήμονες και εμπορικά στελέχη.
- Στην προώθηση προϊόντων ΠΟΠ, καθώς και στην ανάπτυξη συνεργειών με κλάδους όπως ο τουρισμός για το αποτελεσματικό branding των ελληνικών προϊόντων.
Τα περιθώρια δυνητικής ανάπτυξης του ελληνικού αγροδιατροφικού τομέα αγγίζουν τα 12,2 δισ. ετησίως
Συγκεκριμένα, βάσει υποδειγμάτων της ΕΤΕ σε παγκόσμιο δείγμα σχεδόν 170 χωρών, εκτιμήθηκε ότι η αναβάθμιση της Ελλάδας σε ευρωπαϊκό επίπεδο όσον αφορά α. την τεχνολογία παραγωγής, β. τον βαθμό τυποποίησης των προϊόντων και γ. τον τρόπο λειτουργίας των συνεταιρισμών θα μπορούσε να αυξήσει τη σημερινή (9,2 δισ. ευρώ ετησίως) άμεση συνεισφορά του αγροδιατροφικού τομέα στο ΑΕΠ κατά 9,1 δισ. ευρώ ετησίως (3,6 δισ. ευρώ μέσω της αύξησης της παραγωγικότητας της ελληνικής γης και 5,5 δισ. ευρώ μέσω της αύξησης του βαθμού τυποποίησης των προϊόντων).
Καθώς η αυξημένη αυτή δραστηριότητα θα οδηγούσε σε επιπλέον έμμεσο όφελος της τάξης των 3,1 δισ. ευρώ (σε τομείς όπως οι προμήθειες πρώτων υλών αγροτικής παραγωγής, η συσκευασία τροφίμων κ.ά.), το συνολικό ετήσιο όφελος εκτιμάται ότι προσεγγίζει τα 12,2 δισ. ευρώ (ή 6,9% του ΑΕΠ), δημιουργώντας δυνητικά περίπου 200.000 νέες θέσεις εργασίας (και με τον πολλαπλασιαστή του ΑΕΠ πιθανόν μιλάμε για το 30% περίπου).
Ίσως λίγο να μακρηγόρησα, αλλά εμμέσως πλην σαφώς αυτό δείχνει την πολύ ευχάριστη έκπληξη από την ποιότητα της μελέτης, με τα πολύ κατατοπιστικά σχεδιαγράμματα, της κας Τζέσης Βουμβάκη, που παρακολούθησα στο Agribusiness Forum στις Σέρρες. Αλλά ποτέ δεν ξεχνώ ότι πέραν όλων: Η φύση και ο πολυδιάστατος ρόλος της γεωργίας, κυρίως ο διατροφικός και ο οικολογικός, τεκμηριώνουν την υποχρέωση της πολιτείας για στοχευμένη προστασία της. Η εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής συνιστά παρέμβαση υψίστου δημοσίου συμφέροντος και για να είναι αποτελεσματική χρειάζεται στρατηγική κοινής αποδοχής, στην οποία οι κοινωνικοί εταίροι θα εντάξουν με αμοιβαιότητα τις απαιτήσεις και τις υποχρεώσεις τους (δρ Φ. Βακάκης, Σεπτέμβριος 2010).
Το πλήρες κείμενο της ειδικής μελέτης της Εθνικής Τράπεζας για τον αγροδιατροφικό τομέα βρίσκεται στο https://www.nbg.gr/el/the-group/press-office/e-spot/reports/agriculture-2015.
Δημήτρης Μιχαηλίδης,
Δημοσίως γράφων-«ΑγροΝέα»