Δημοσιεύουμε αυτούσιο άρθρο του ομότιμου καθηγητή Κωνσταντίνου Παπαγεωργίου όπως το εντοπίσαμε στο περιοδικό «Κοινωνική Οικονομία» (τεύχος 15, ISSN 2407-9626) του Ινστιτούτου Συνεταιριστικών Ερευνών & Μελετών, δυστυχώς χωρίς το σχολιασθέν άρθρο του οργανισμού «διαΝΕΟσις», εκτιμώντας ότι και έτσι είναι πληρέστατο. Θα επανέλθουμε για να καλύψουμε το πιθανό κενό.
Από τον Οργανισμό Έρευνας & Ανάλυσης «διαΝΕΟσις» δημοσιεύτηκε τον Νοέμβριο του 2017 η μελέτη «Επιχειρηματικοί συνεταιρισμοί νέου τύπου» του κ. Πέτρου Ευθυμίου. Τα πέντε κύρια μέρη έχουν τους ακόλουθους τίτλους:
Α. Γιατί απέτυχαν οι αγροτικοί συνεταιρισμοί στην Ελλάδα
Β. Μπορεί ο πρωτογενής τομέας να γίνει αναπτυξιακός καταλύτης στην Ελλάδα της κρίσης;
Γ. Η σημερινή κατάσταση
Δ. Οι συνεταιρισμοί που άλλαξαν πορεία
Ε. Οι νέου τύπου συνεταιρισμοί
Αρχικά πρέπει να λεχθεί ότι είναι σημαντικό το γεγονός ότι ένας οργανισμός έρευνας και ανάλυσης εκτίμησε τη σημασία του γεωργικού τομέα για την έξοδο της οικονομίας της χώρας από την κρίση και τον σημαντικό ρόλο που μπορούν να έχουν οι αγροτικοί συνεταιρισμοί προς την κατεύθυνση αυτή.
Όσον αφορά το περιεχόμενο της μελέτης, πρέπει να λεχθεί ότι περιλαμβάνει ένα ισχυρό και ένα αδύναμο τμήμα. Το ισχυρό τμήμα αποτελείται από το Α και Ε μέρος, τα οποία αποτελούν παραδείγματα επιτυχημένων συνεταιρισμών. Το αδύναμο τμήμα περιλαμβάνει το ίδιο το μέρος Α, το οποίο εξετάζει τους λόγους αποτυχίας των αγροτικών συνεταιρισμών.
Επειδή η σωστή διάγνωση της ασθένειας είναι αναγκαία για την εφαρμογή της σωστής θεραπείας, δηλαδή στην προκειμένη περίπτωση για τη σωστή μεταχείριση των συνεταιρισμών στο εξής, τα σχόλια που ακολουθούν εκτιμάται ότι θα συντελέσουν στην ορθή διάγνωση των αιτίων της κατάρρευσης των αγροτικών συνεταιρισμών.
Προηγουμένως είναι χρήσιμο να λεχθεί ότι η αναφορά σε συνεταιρισμούς νέου τύπου, παρότι χρησιμοποιήθηκε και από άλλους τα τελευταία χρόνια, δεν θεωρείται δόκιμη. Οι αγροτικοί συνεταιρισμοί δεν διακρίνονται σε «παλαιού» και σε «νέου» τύπου. Αν ως «νέου» τύπου θεωρούνται οι αποκαλούμενοι στο εξωτερικό «συνεταιρισμοί νέας γενιάς», νομίζουμε ότι οι περισσότεροι –αν όχι όλοι– από τους αναφερόμενους συνεταιρισμούς δεν έχουν τα χαρακτηριστικά των συνεταιρισμών νέας γενιάς.
Οι επιτυχημένοι συνεταιρισμοί που αναφέρονται στη μελέτη είναι συνεταιρισμοί που λειτουργούν με κριτήριο την επιχειρηματική επιτυχία με βάση τους κανόνες της αγοράς, αλλά και με σεβασμό των αξιών και την τήρηση των αρχών του συνεργατισμού, όπως όφειλαν να κάνουν όλοι οι συνεταιρισμοί.
Η παραπάνω παρατήρηση μπορεί να θεωρηθεί λεπτομερειακή ή και σχολαστική, αλλά δεν είναι. Οφείλουμε να μην αποδεχτούμε τη χρήση του όρου «συνεταιρισμός» για συλλογικότητες ετεροκαθοριζόμενες, στις οποίες ο κρατικός και ο κομματικός παρεμβατισμός τις καθιστούν το μακρύ χέρι του κράτους και όπου η νομοθεσία εξυπηρετεί σκοπιμότητες άλλες από τα συμφέροντα των μελών.
Από τη θεώρηση αυτή ξεκινά και ο σχολιασμός του περιεχομένου του μέρους Α της μελέτης. Η μελέτη επικαλείται πραγματικά στοιχεία από πραγματικά περιστατικά ανικανότητας, διαφθοράς και κακοδιαχείρισης των συνεταιρισμών, και από την όλη αφήγηση αβίαστα προκύπτει το συμπέρασμα ότι η ανικανότητα και η διαφθορά των διοικήσεων των συνεταιρισμών αποτέλεσαν τη βασική αιτία χρεοκοπίας των συνεταιρισμών. Ένα κάπως διαφορετικό αφήγημα δεν θα ξεχνούσε τα ακόλουθα:
- Ότι το 1982 με νόμο καταργήθηκαν οι εκλεγμένες διοικήσεις των αγροτικών συνεταιρισμών (όχι των άλλων κατηγοριών συνεταιρισμών) και εγκαινιάστηκε το σύστημα εκλογών με συνδυασμούς, οι οποίοι κατέληξαν να είναι κομματικοί συνδυασμοί. Με τον τρόπο αυτό η ενότητα στο εσωτερικό των συνεταιρισμών, που αποτελεί τη δύναμη των συνεταιρισμών, αντιμετώπισε το πρώτο πλήγμα. Οι διοικήσεις που αναδείχτηκαν διασυνδέθηκαν με τα κόμματα της επιλογής τους, τα οποία δέχθηκαν ως ομπρέλες προστασίας. Με την πάροδο των ετών τα ψηφοδέλτια των παρατάξεων για τις συνεταιριστικές εκλογές καταρτίζονταν από τα κόμματα.
Η αναζήτηση προστασίας στη στέγη των κομμάτων οδήγησε στον εκμαυλισμό των συνεταιρισμών από τα κόμματα που είχαν την εξουσία. Όταν υπήρχαν προβλήματα απορρόφησης των γεωργικών προϊόντων και έπεφταν οι τιμές, για να αποφευχθούν οι διαμαρτυρίες των παραγωγών, δινόταν εντολή στους συνεταιρισμούς να αγοράσουν το προϊόν σε ικανοποιητική για τους παραγωγούς τιμή με δανεισμό από την ΑΤΕ και εν γνώσει των συνεταιρισμών ότι θα προκύψουν ζημίες.
Οι αρμόδιοι υπουργοί παρείχαν διαβεβαιώσεις ότι θα «ρυθμιστούν» τα χρέη. Έτσι και οι παραγωγοί ήταν ευχαριστημένοι, και οι διοικήσεις των συνεταιρισμών ικανοποιημένες και σίγουρες για την επανεκλογή τους. Η κατάσταση αυτή, επειδή συνεχίστηκε, οδήγησε την ΑΤΕ σε αδιέξοδο διότι τα δάνεια που είχε χορηγήσει δεν μπορούσαν οι συνεταιρισμοί να τα επιστρέψουν.
Το 1989 αποφασίστηκε να γίνει «ρύθμιση» των χρεών. Κοινή επιτροπή Υπουργείου Γεωργίας, ΑΤΕ και ΠΑΣΕΓΕΣ επιμέρισαν τα χρέη των συνεταιρισμών σε υπαιτιότητας Δημοσίου και υπαιτιότητας συνεταιρισμών. Κάθε πλευρά θα αναλάμβανε την ευθύνη για τα δικά της χρέη. Όμως το Δημόσιο καθυστερούσε να εξοφλήσει την ΑΤΕ και οι τόκοι συνέχιζαν να διογκώνουν τα χρέη.
Όταν αποφασίστηκε να εξοφλήσει το Δημόσιο τα χρέη του, το Δημόσιο εξόφλησε το αρχικό ποσό του δανείου και όχι τους τόκους, οι οποίοι ήταν ίσως και μεγαλύτερου ύψους από το κεφάλαιο λόγω των υψηλών επιτοκίων. Εν ολίγοις, πολλοί και μεγάλοι συνεταιρισμοί έχασαν τις αγορές τους διότι η ΑΤΕ δεν τους χρηματοδοτούσε πλέον και βαθμιαία οδηγηθήκαν σε χρεοκοπία.
- Το 1986, με την έκρηξη στο Τσερνόμπιλ, ζητήθηκε από τους συνεταιρισμούς πάλι να παρέμβουν αγοράζοντας τα μολυσμένα προϊόντα, τα οποία διέθεσαν με τεράστιες ζημίες.
- Για τη μείωση του προβλήματος της ανεργίας αλλά και για την εξυπηρέτηση της κομματικής πελατείας των κομμάτων οι συνεταιρισμοί προσέλαβαν μεγάλο αριθμό ατόμων, που υπολογίζεται σχεδόν στο διπλάσιο του αρχικού. Το προσωπικό αυτό έπειτα από μια σύντομη δοκιμαστική περίοδο αποκτούσε την ιδιότητα του μόνιμου, οπότε σε περιόδους δυσπραγίας δεν μπορούσε να απολυθεί. Έτσι ο κατήφορος οδηγούσε σε μεγαλύτερο κατήφορο.
- Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της ΚΥΔΕΠ, της «ναυαρχίδας» των συνεταιρισμών, μίας από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις της χώρας, που είχε ως έργο τη διαχείριση των δημητριακών, του βαμβακιού και των σπόρων, η οποία αντλούσε χρηματοδότηση από την ΑΤΕ για το έργο της και η οποία ήταν υπό τον έλεγχο της ΑΤΕ ως χρηματοδοτούσας τράπεζας και η οποία, επιπροσθέτως, είχε ελεγχθεί από το Ελεγκτικό Συνέδριο, από ελεγκτές ανταγωνισμού του Υπουργείου Εμπορίου, από ελεγκτές του Σώματος Ορκωτών Ελεγκτών, από ελεγκτές του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, από ελεγκτές τεσσάρων πολυεθνικών εταιριών και από ελεγκτές της ΕΟΚ.
Υπήρξαν πολλά τα αμαρτήματα της διοίκησης της ΚΥΔΕΠ, αλλά ο τρόπος με τον οποίο οδηγήθηκε σε εκκαθάριση μόνο διάφανος δεν υπήρξε. Η ΚΥΔΕΠ υπέκυψε στον ελληνικής εφευρετικότητας δούρειο ίππο, τον κομματικό παρεμβατισμό. Σημειωτέον ότι όλες οι συμμετοχές της ΚΥΔΕΠ σε συνεταιριστικές επιχειρήσεις εταιρικής μορφής ήρθαν στην κατοχή της ΑΤΕ και μαζί με αυτές και η τύχη αυτών των επιχειρήσεων.
- Πολλά ακόμα τρωτά παρεμβλήθηκαν μέχρι να φτάσουμε στο σήμερα της μελέτης, τα οποία σχολιάζονται με πολλή επιείκεια από τον μελετητή. Για παράδειγμα, αναφέρεται με θετικό τρόπο (ορθώς) το Εθνικό Μητρώο Αγροτικών Συνεταιρισμών, που καθιερώθηκε από τον νόμο 4015/2011 επί υπουργίας Κ. Σκανδαλίδη.
Ταυτόχρονα όμως παραβλέπει δύο σημαντικότατες πτυχές αυτού του νομοθετήματος: α. ότι η ΠΑΣΕΓΕΣ ξεκίνησε την προσπάθεια κατάργησης των συνεταιρισμών-σφραγίδων με εισήγησή της, η οποία όμως αναφερόταν σε εθελοντικές διαδικασίες και όχι σε αναγκαστικές, όπως ο νόμος και β. ότι ο νόμος Σκανδαλίδη κατακρεούργησε τη συνεταιριστική κίνηση, αφού δέχτηκε την ύπαρξη μόνο πρωτοβάθμιων συνεταιρισμών (δηλαδή δεν δεχόταν την ύπαρξη ενώσεων περιφερειακού και κεντρικών ενώσεων εθνικού επιπέδου), αποκόπτοντας το ουσιαστικότερο τμήμα των συνεταιρισμών από τον συνεταιριστικό κορμό, αφού οι ενώσεις συνεταιρισμών και οι κεντρικές ενώσεις και εταιρίες υποχρεώθηκαν να μετατραπούν σε ανώνυμες εταιρίες ή σε πρωτοβάθμιους συνεταιρισμούς.
- Συνέχεια στην κακομεταχείριση των συνεταιρισμών αποτέλεσε το ότι στον νόμο που εισήγαγε προς ψήφιση ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων κ. Αποστόλου «ξέχασε» να περιλάβει διατάξεις για όργανο εκπροσώπησης των αγροτικών συνεταιρισμών τόσο στο εσωτερικό, όσο και διεθνώς. Στο θέμα αυτό οι ευθύνες των συνεταιρισμών είναι ασυγχώρητες διότι οι ηγεσίες τους χωρίστηκαν σε συνεταιριστές που δεν μπορούν να συνεταιριστούν.
Στο μεταξύ, όπως συμβαίνει συνήθως, οι τρίτοι επωφελούνται. Οι τρίτοι, τους οποίους ο μελετητής αποκαλεί «Ένωση Συνεταιρισμών» (χωρίς να είναι, αφού είναι μια ανώνυμη εταιρία), στην οποία οι συνεταιρισμοί μετέχουν ως μειοψηφία, επωφελήθηκαν και κάλυψαν το κενό, αφού πέτυχαν να γίνουν δεκτοί ως τακτικά μέλη στις COPA και COGECA.
Για να γίνουν δεκτοί, χρειάστηκε να βεβαιώσουν τα προεδρεία τόσο της COGECA όσο και της COPA ότι στο διοικητικό συμβούλιο της ανώνυμης εταιρίας την πλειοψηφία έχουν οι συνεταιριστικές οργανώσεις, αφού τα 4 από τα 9 μέλη (ναι, τα 4 από τα 9 μέλη!) του διοικητικού συμβουλίου της Α.Ε. προέρχονται από τους συνεταιρισμούς.
Κατόπιν εορτής ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων θυμήθηκε την παράλειψη και «έσπευσε» να συμπληρώσει το κενό με το άρθρο 13 του νόμου 4492/2017.
Είναι φανερό ότι από ένα σημείο και μετά οι διοικήσεις των αγροτικών συνεταιρισμών ουσιαστικά ήταν διορισμένες από τα πολιτικά κόμματα και αισθάνονταν την προστασία των «εργοδοτών» τους, οπότε και δεν ανησυχούσαν για τα αποτελέσματα της διαχείρισής τους. Άλλωστε, όπως έγραψε στην έκθεσή του ένας γενικός διευθυντής συνεταιριστικής επιχείρησης, «το μεγάλο αρνητικό αποτέλεσμα δείχνει τη μεγάλη προσφορά της συνεταιριστικής επιχείρησης στο κοινωνικό σύνολο»!
Αν έλειπαν οι «προστάτες» των αγροτικών συνεταιρισμών και αφήνονταν οι συνεταιρισμοί στον ανταγωνισμό της αγοράς, τα πράγματα θα ήταν καλύτερα και τουλάχιστον θα ξεκαθάριζε το τοπίο πολύ νωρίτερα και με λιγότερες συνέπειες.
Αν αναλογιστεί κανείς ότι οι συνεταιρισμοί είναι ιδιωτικές επιχειρήσεις των μελών τους, ανοιχτές στον ανταγωνισμό της αγοράς, τότε αντιλαμβάνεται καλύτερα το κακό που έχουν υποστεί στο όνομα της ευνοϊκής μεταχείρισής τους.
Σχετικά με τη σημερινή κατάντια στην εκπροσώπηση των αγροτικών συνεταιρισμών σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, ίσως δεν υπάρχει παρόμοια περίπτωση παγκοσμίως!
Μια αμερόληπτη μελέτη για τους αγροτικούς συνεταιρισμούς, τα αίτια κατάρρευσής τους και τις δυνατότητες στήριξής τους, ώστε να αποτελέσουν στήριγμα της αγροτικής οικονομίας και της ελληνικής οικονομίας γενικότερα, όφειλε να αναδείξει τα πραγματικά αίτια της σημερινής κακοδαιμονίας τους για να προληφθεί η επανάληψή τους.
Και για την καταγραφή,
Δημήτρης Μιχαηλίδης-«ΑγροΝέα»