stentoras-koinwnikh-oikonomia-kai-ston-politismo.jpg

Βρήκαμε και σας μεταφέρουμε τις απόψεις του κ. Βασίλη Τακτικού, εκπροσώπου του Ινστιτούτου Μελετών Κοινωνικής Οικονομίας, όπως τις ακούσαμε στο Συμπόσιο Μεντόρων Κοινωνικής Οικονομίας στη Βίτσα Ζαγοροχωρίων (Ιωάννινα, 27-29/7/2018) με θέμα: «Κοινωνία των πολιτών, κοινωνική οικονομία και συμμετοχική δημοκρατία».

Ο κ. Τακτικός (210 8813760, 6989 865476) έδωσε ιδιαίτερη σημασία στην ανάγκη να ενισχυθεί η τοπική πολιτιστική κληρονομιά και η πολιτιστική ταυτότητα στον αγροτικό χώρο ως βάση των αναγκαίων μετασχηματισμών στη μετάβαση στην Γ’ Βιομηχανική Επανάσταση ή κατ’ άλλους στην κοινωνία της γνώσης. Κυρίαρχο εργαλείο για την ανάδειξη της τοπικής πολιτιστικής κληρονομιάς επιλέγει να υποδείξει τις δομές της κοινωνικής οικονομίας. Τις αυθεντικές ή ακόμα και τις επονομαζόμενες ΚΑΛΟ (κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία).

Ο κ. Τακτικός λέει: Η ύπαιθρος και τα χωριά συνεχίζουν να μαραζώνουν κοινωνικά παρά την οικονομική κρίση στα μεγάλα αστικά κέντρα και τα αντίστοιχα οικονομικά κίνητρα που υπάρχουν για τους νέους αγρότες. Από τα δεδομένα που έχουμε σήμερα είναι φανερό ότι οι νέοι εγκαταλείπουν τα χωριά τους ακόμα και όταν οι οικονομικές συνθήκες είναι χειρότερες στις πόλεις και με υψηλότερο κόστος ζωής. Ελάχιστες είναι οι εξαιρέσεις τα χρόνια της κρίσης με αντίστροφη πορεία (από την πόλη προς το χωριό), που είναι ο επιθυμητός στόχος για στοιχειώδη περιφερειακή ανάπτυξη.

Διαπιστώνεται ότι τα οικονομικά κίνητρα για τους νέους αγρότες και κυρίως για τις νέες γυναίκες δεν επαρκούν για να παραμείνουν και να εργαστούν στα χωριά τους. Μολονότι οι νέες τεχνολογίες και το ίντερνετ διευκολύνουν την επικοινωνία και την αποκέντρωση των υπηρεσιών, άρα και την ανάπτυξη υπηρεσιών στην ύπαιθρο, οι τάσεις παραμένουν αρνητικές.

Μόνο σε περιοχές που έχει αναπτυχθεί ο μαζικός τουρισμός συγκρατήθηκε ο πληθυσμός από το μεγάλο κύμα της εσωτερικής μετανάστευσης προς τα μεγάλα αστικά κέντρα τα τελευταία 50 χρόνια. Αυτό όμως δεν είναι η λύση για την ηπειρωτική Ελλάδα, τις ορεινές και αποκλειστικά αγροτικές περιοχές.

Το πρόβλημα είναι πολιτιστικό και πολιτισμικό για αυτούς που θα ήθελαν να μείνουν σε αγροτικές περιοχές και μικρές πόλεις της επαρχίας και ως τέτοιο καταγράφεται τις τελευταίες δεκαετίες. Έχει να κάνει με την ποιότητα ζωής, την πολιτιστική πρόσβαση και την πολιτιστική ταυτότητα, όπως και με  την πολιτιστική απαξίωση των αγροτικών επαγγελμάτων και της εν γένει ζωής στην ύπαιθρο.

Με την κορύφωση της βιομηχανικής περιόδου και την εξάπλωση του βιομηχανικού (σ.σ. αστικού;) πολιτισμού στον αγροτικό χώρο, η ύπαιθρος δεν μπορούσε να αντισταθεί στο πρότυπο του πολιτιστικού καταναλωτισμού και στην αποξένωση των νέων κυρίως από την πολιτιστική κληρονομιά τους και τη συμμετοχή τους στην τοπική πολιτιστική δημιουργία. Μπροστά στην πολιτιστική βιομηχανία της μουσικής, του κινηματογράφου και της τηλεόρασης η τοπική πολιτιστική παραγωγή περιορίστηκε στο φολκλόρ.

Και ο κ. Τακτικός συνεχίζει: Τώρα όμως αλλάζουν οι συνθήκες. Βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα μετάβαση παραγωγικών και πολιτιστικών σχέσεων. Στη μετάβαση από το συγκεντρωτικό πυραμιδικό μοντέλο της Β’ Βιομηχανικής Επανάστασης στο οριζόντιο μοντέλο της παραγωγής και των κοινωνικών δικτύων της Γ’ Βιομηχανικής Επανάστασης. Σε αυτό δεν χρειάζεται οι άνθρωποι να συγκεντρώνονται στα μεγάλα αστικά κέντρα για να εξελιχθούν στην εργασία, στο εμπόριο και στις υπηρεσίες που μπορούν να προσφέρουν. Στις νέες συνθήκες ολόκληρα χωριά, καλά οργανωμένα, μπορούν να προοδεύουν στην πληροφορική, την ενέργεια και στον πολιτισμό, αλλά και στη μεταποίηση εξελιγμένων αγροτικών προϊόντων. Πολύ περισσότερο, μπορούν να δώσουν ώθηση στον τοπικό πολιτισμό της εθελοντικής συμμετοχής, που ήταν γνώρισμα των προβιομηχανικών τοπικών πολιτισμών.

Στην εποχή μας υπάρχουν ανάλογα πλεονεκτήματα με επιπλέον δυνατότητες χάρις τις τεχνολογίες που διευκολύνουν τη δικτύωση, αλλά και τη συνολική προσφορά του τοπικού πολιτιστικού προϊόντος. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι η κατανόηση των νέων δυνατοτήτων της εποχής μας από τους πολίτες του αγροτικού χώρου και ιδιαίτερα από την τοπική αυτοδιοίκηση ώστε να προσαρμόσει την πολιτιστική πολιτική της στα νέα δεδομένα. Ένα κατάλληλο πολιτιστικό περιβάλλον μπορεί να ανατροφοδοτήσει την τοπική ερασιτεχνική πολιτιστική δημιουργία και συμμετοχή και να εμπλουτιστεί με νέα στοιχεία.

Αυτή η νέα προσέγγιση στην πολιτιστική κληρονομιά έχει αρχίσει να αναγνωρίζεται από ένα κομμάτι της τοπικής αυτοδιοίκησης και εντοπίζεται στον γενικό σχεδιασμό του νέου προγράμματος ΤΑΠΤΟΚ (Τοπική Ανάπτυξη με Πρωτοβουλία Τοπικών Κοινοτήτων). Έτσι, για πρώτη φορά δίνεται σημασία στην ανάδειξη της τοπικής πολιτιστικής κληρονομιάς και συμμετοχής των συλλόγων και των κατοίκων της κάθε περιοχής. Δεν αντιμετωπίζεται η πολιτιστική κληρονομιά μόνο ως φολκλόρ για τουρίστες, αλλά ως τοπική πολιτιστική λειτουργία και συμμετοχή.

Το πρόγραμμα ΤΑΠΤΟΚ υποστηρίζει τον εμπλουτισμό της τοπικής πολιτιστικής ζωής με μελέτες, πολιτιστικές υποδομές και εκδηλώσεις που συνδέονται και στοχεύουν στη διατήρηση, την αποκατάσταση και την αναβάθμιση της πολιτιστικής και φυσικής κληρονομιάς των χωριών. Με αυτό τον τρόπο δίνεται η δυνατότητα σε πολιτιστικούς φορείς και στους δήμους των αγροτικών περιοχών να συλλέξουν το διάσπαρτο πολιτιστικό υλικό, να το κωδικοποιήσουν και να το συγκροτήσουν σε θεματικές για να παρουσιαστεί το συνολικό απόθεμα σε συνεργασία με τους πολιτιστικούς συλλόγους της περιοχής ώστε να δημιουργηθεί ένα ενιαίο αφήγημα της πολιτιστικής παράδοσης και της ταυτότητας της περιοχής. Η τοπική αυτοδιοίκηση στο πλαίσιο του ΤΑΠΤΟΚ μπορεί να διοργανώσει μεγάλα πολιτιστικά και επικοινωνιακά γεγονότα, εκθέσεις και φεστιβάλ με τοπικά δίκτυα συνεργασίας.

Αυτός ο σχεδιασμός θα μπορούσε, για παράδειγμα, να περιλαμβάνει επισκοπήσεις από την αρχιτεκτονική κληρονομιά, τη γεωμυθολογία της περιοχής, εκκλησίες, μονές, παραδοσιακούς οικισμούς. Την παραδοσιακή μουσική, τα μουσικά όργανα, τους χορούς, τις παραδοσιακές φορεσιές. Τις τοπικές παραδοσιακές συνταγές και τη γαστρονομία, τα χειροτεχνήματα, τα έθιμα, τα λαϊκά παραμύθια, την τοπική ιστορία, τα τοπικά προϊόντα και τα παλαιά επαγγέλματα, τα τοπικά πανηγύρια σε συνδυασμό με τους παραδοσιακούς θεσμούς και την τοπική ιστορία, τη χλωρίδα και την πανίδα, τα αρωματικά βότανα. Όλα αυτά τα στοιχεία σε σχέση με επισκοπήσεις από βιβλία της κάθε περιοχής με τοπικές ιστορίες, συγγράμματα και λαογραφικές περιγραφές.

Με αυτό τον τρόπο θα μπορούσε να παρουσιαστεί ένα σύνθετο έργο για κάθε αγροτικό δήμο, τα οποίο θα μετασχηματιστεί σε ψηφιακό πολιτιστικό προϊόν που θα προβληθεί στο διαδίκτυο και θα εκδοθεί ως βιβλίο. Τελικός σκοπός όλης αυτής της διαδικασίας ένα συνολικό αφήγημα της πολιτιστικής ταυτότητας της περιοχής το οποίο μπορεί να αποτελέσει ένα χρήσιμο εργαλείο στη διατήρηση, την αναβάθμιση και την ανάδειξη όχι μόνο της αυθεντικής αγροτικής πολιτιστικής κληρονομιάς, αλλά και της σύγχρονης πολιτιστικής δημιουργίας. Αναφερόμαστε στον μετασχηματισμό των πολιτιστικών πόρων και στη διαμόρφωση νέου πολιτιστικού προϊόντος κοινωνικής εμπειρίας και πολιτιστικής πολιτικής στα όρια του δήμου και της περιφέρειας.

Βέβαια, προσθέτει με σημασία ο κ. Τακτικός, το κρίσιμο στοιχείο σε αυτή την κατεύθυνση είναι η συνεργασία και οι συμπράξεις των τοπικών πολιτιστικών φορέων στο πλαίσιο της κοινωνικής οικονομίας. Συμπράξεις οι οποίες μπορούν να κάνουν βιώσιμη την τοπική πολιτιστική δράση όχι με κίνητρο την επιπλέον κερδοφορία, όπως συμβαίνει με τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, αλλά με κίνητρο την προσφορά στο κοινό πολιτιστικό περιβάλλον, πάντα με όρους βιωσιμότητας. Το ζητούμενο είναι πάντα η πολιτιστική πολιτική των δήμων απέναντι στην ερήμωση της υπαίθρου.

Η πολιτιστική πολιτική είναι μια πολυσύνθετη διαδικασία συλλογικής δημιουργίας στην οποία εμπλέκονται η τοπική κοινωνία, ο δήμος, οι εθελοντικοί φορείς, οι χορηγοί δωρητές της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Το πολιτιστικό προϊόν δεν είναι ένα εμπόρευμα της αγοράς ούτε αποκλειστικά του δήμου και του κράτους. Ούτε βέβαια περιοριστικά υπόθεση του πολιτιστικού τουρισμού. Είναι συν-λειτουργία της τοπικής κοινωνίας. Τα μνημεία και τα έργα της πολιτιστικής κληρονομιάς, τα έργα τέχνης, κάστρα, μοναστήρια, δημοτικά τραγούδια κ.τ.π. δεν φτιάχτηκαν για τους τουρίστες, αλλά για τις εκάστοτε τοπικές κοινωνικές ανάγκες.

Από αυτή τη λογική βάση πρέπει να ξεκινά σήμερα και η πολιτιστική πολιτική των δήμων με στόχο την πολιτιστική παιδεία και τη βιωσιμότητα της τοπικής κοινωνίας για να ξαναγίνει ελκυστική η ύπαιθρος στους νέους και σε όλους εκείνους που θέλουν να δημιουργήσουν στον τόπο τους.

Δημήτρης Μιχαηλίδης,
Δημοσίως γράφων-«ΑγροΝέα»

Share this post

Submit to DeliciousSubmit to DiggSubmit to FacebookSubmit to Google PlusSubmit to StumbleuponSubmit to TechnoratiSubmit to TwitterSubmit to LinkedIn