lezanta_1107.jpg

Η κοινωνική οικονομία (Κ.Ο.) είναι ο κοινωνικοοικονομικός χώρος όπου πραγματοποιούνται οικονομικές ή εις είδος ανταλλαγές με σκοπό την επίρρωση των προβλημάτων συγκεκριμένων ομάδων της κοινωνίας (ευάλωτες και ειδικές ομάδες ή τα ωφελούμενα μέλη των συνεταιρισμών).

Ευάλωτες ομάδες θεωρούνται αυτές που αποτελούνται από ψυχικά ή κινητικά ασθενείς και ειδικές είναι οι ομάδες που αποτελούνται από παραβατικούς, αποφυλακισμένους ή φυλακισμένους, τοξικοεξαρτημένους, κακοποιημένες γυναίκες κ.ά., ενώ συμπληρώνονται συνεχώς τα τελευταία χρόνια λόγω της πρόσφατης οικονομικής κρίσης από νέες ομάδες, όπως οι μακροχρόνια άνεργοι, οι μονογονεϊκές οικογένειες και άτομα που βρίσκονται σταθερά κάτω από το όριο της φτώχειας.   

Το πεδίο της Κ.Ο. αποτελείται από μη κυβερνητικές (NGO) οργανώσεις (σωματεία, ιδρύματα, ΑΜΚΕ), αστικούς κοινωνικούς συνεταιρισμούς και συμβατικούς συνεταιρισμούς, μη κερδοσκοπικές επιχειρήσεις κοινωνικής στόχευσης, οι οποίες είτε διαχειρίζονται κονδύλια τρίτων (προγράμματα Ε.Ε., κρατικές μεταβιβάσεις κ.ά.), όπως είναι οι ελληνικές ΜΚΟ, είτε ασκούν επιχειρηματικότητα (διαφόρων τύπων συνεταιρισμοί και διαφόρων τύπων άλλες κοινωνικές επιχειρήσεις) με μη κερδοσκοπική κατεύθυνση, οριακά κέρδη και στόχο τη βιωσιμότητά τους.

Στην Ελλάδα συναντώνται πολλών ειδών πρωτοβουλίες που υπάγονται στον ευρύτερο χώρο της κοινωνικής οικονομίας ως πεδίου όπου δρα η θεσμική (καταστατική) και αθέσμητη (ελεύθερες ομάδες διαλόγου και δράσης) κοινωνία των πολιτών.

Ο πρωτοπόροι της συνεταιριστικής δράσης στην Ελλάδα ήταν οι αγροτικοί, οι αστικοί, οι επαγγελματικοί και άλλοι κλαδικοί συνεταιρισμοί, οι οποίοι είχαν –και έχουν– ως κύριο καταστατικό σκοπό την υποστήριξη των μελών τους. Το 1999 εμφανίστηκαν θεσμικά σύμφωνα με το άρθρο 12 του νόμου 2716 του υπουργείου Υγείας οι κοινωνικοί συνεταιρισμοί περιορισμένης ευθύνης (ΚΟΙΣΠΕ) ως μέρος των προσπαθειών της Πολιτείας –με παραινέσεις της Ε.Ε.– για την αποϊδρυματοποίηση των ατόμων με σοβαρά ψυχικά νοσήματα που διαβιούσαν σε συνθήκες εγκλεισμού σε διάφορα ιδρύματα της χώρας.

Λίγα χρόνια αργότερα με τον νόμο 4019/2011 η Πολιτεία, με σκοπό την εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας με την αντίστοιχη ευρωπαϊκή περί κοινωνικής επιχειρηματικότητας (Συμφωνία Λουξεμβούργου, Συνθήκη της Λισαβόνας) και έπειτα από παλινδρομήσεις και σκεπτικισμό, εισήγαγε θεσμικά και στην Ελλάδα την κοινωνική επιχειρηματικότητα. Ο νόμος 4019/11 όρισε ρητά τους σκοπούς ίδρυσης και λειτουργίας της κοινωνικής συνεταιριστικής επιχείρησης, η οποία έχει τη θεσμική μορφή αστικού συνεταιρισμού (νόμος 1667/86) και αποκλειστικά κοινωνικό και μη κερδοσκοπικό σκοπό, αφού τα τυχόν πλεονάσματα, σύμφωνα με τον νόμο, διατίθενται στη δημιουργία θέσεων εργασίας ή στους εργαζομένους και όχι στα μέλη.

Αργότερα ο νέος νόμος 4430/2016 συμπεριέλαβε όλους τους φορείς εκείνους που στην επιχειρηματικότητα και τη διαχείριση των πόρων τους τηρούν τους κανόνες δημοκρατικής διοίκησης (μία ψήφος ανά μέλος) και κριτήρια κοινωνικού σκοπού, κοινωνικής μέριμνας και μη κερδοσκοπικής δραστηριότητας ως κύρια στόχευση. Η νέα τότε κυβέρνηση με αυτή την ευκαιρία εισήγαγε στον νόμο 4430/16 και τις έννοιες της «κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας» (ΚΑΛΟ), που έβλεπαν στην κατεύθυνση μιας περισσότερο «εναλλακτικής» επιχειρηματικότητας. Το τρέχον θεσμικό πλαίσιο αλλά και οι καταστατικοί σκοποί των ΚΟΙΣΠΕ και των κοινωνικών συνεταιριστικών επιχειρήσεων (ΚΟΙΝΣΕΠ) περιγράφουν ως κύρια στόχευση την εργασιακή ένταξη των μελών τους αλλά και τρίτων που ανήκουν σε ευπαθείς και ειδικές ομάδες, όπως αυτές ορίζονται ήδη στο θεσμικό πλαίσιο.

Σήμερα στην Ευρώπη η κοινωνική επιχειρηματικότητα λειτουργεί και εξελίσσεται από τη δεκαετία του 1990 με μεγάλη επιτυχία. Απασχολεί πάνω από το 7% του εργατικού δυναμικού της, ενώ συμμετέχει στον ευρωπαϊκό μέσο όρο του ΑΕΠ με 10% περίπου. Βέβαια το ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο συνδυάζεται με την κρατική υποστήριξη, τον αυστηρό έλεγχο (κοινωνικός αντίκτυπος), την καθοδήγηση, καθώς και οικονομικές διευκολύνσεις, και αποσκοπεί στην προκοπή τους. 

Στην Ελλάδα, αντίθετα, το πεδίο της κοινωνικής επιχειρηματικότητας χειμάζεται λόγω της εγκατάλειψης από την Πολιτεία εν τη γενέσει του το 2011. Τα έως σήμερα διάφορα προσκόμματα λειτουργίας του θεσμικού πλαισίου, ο πολιτικός μικρο-παραγοντισμός και οι εξωφρενικές παραλείψεις και καθυστερήσεις στη λειτουργία και την εφαρμογή των σχετικών νόμων οδηγούν το πεδίο της κοινωνικής οικονομίας σε μια λανθάνουσα πορεία. Το περιβάλλον και τα αποτελέσματά του μπορούν μόνο να ερμηνευτούν –και όχι να εξηγηθούν– ως ένας ακραίος πολιτικός συντηρητισμός από όλα τα κυβερνητικά σχήματα και τα αντιπολιτευτικά ιδεολογικά ρεύματα και ως μια ουσιαστική αποφυγή υιοθέτησης κάθε τι νέου.

Επιφυλακτική στάση παρατηρείται και στην ελληνική κοινωνία λόγω απουσίας ενημέρωσης εκ μέρους της Πολιτείας και των παραγωγικών φορέων για διάφορους λόγους, π.χ. ανταγωνισμού (επιχειρήσεις που συνεργάζονται με ΟΤΑ).

Επίσης συνεταιριστικοί κύκλοι της χώρας αμφισβητούν τη συνεταιριστική «καθαρότητα» των ΚΟΙΝΣΕΠ, θεωρώντας τες μια θεσμική παρέκκλιση ή επιχειρηματικά «υβριδικά», «μη καθαρά» συνεταιριστικά σχήματα, σε αντίθεση με την «ορθότητα» των παραδοσιακών συνεταιρισμών της χώρας.

Μπροστά στην «πανδαισία» αυτής της παραπληροφόρησης, της υποπληροφόρησης και της δυσκαμψίας της Πολιτείας να προχωρήσει στην εφαρμογή του ψηφισμένου νόμου 4430/16 η κοινωνία παραμένει διχασμένη και ακίνητη, ενώ τα άνω των 7.000 μέλη ΚΟΙΝΣΕΠ παραμένουν άνεργα και χωρίς προοπτικές αλλαγής, με αποτέλεσμα το κλείσιμο πολλών ΚΟΙΝΣΕΠ και την εν τέλει ματαίωση των προσδοκιών ίδρυσής τους. Αξιοσημείωτο είναι ότι από το 2012 έως σήμερα έχουν κλείσει άνω των 800 ΚΟΙΝΣΕΠ, ενώ έχουν ιδρυθεί συνολικά περίπου 2.000 συνεταιριστικά σχήματα.

Ωστόσο τα τελευταία χρόνια από το 2013, παρά το γεγονός ότι έχουν γίνει κάποια βασικά βήματα οργάνωσης του πεδίου, η Πολιτεία δεν έχει προχωρήσει σε μέτρα και πολιτικές ώστε να ηγηθεί των εξελίξεων στον βαθμό που οφείλει και αντ’ αυτού παρακολουθεί τις εξελίξεις – ανάλογα με την ιδεολογική κατεύθυνση της εκάστοτε εξουσίας. Από το 2016 μάλιστα προωθείται στο πεδίο της Κ.Ο. –μάλλον ασύμμετρα– ο εθελοντισμός (αλληλέγγυα οικονομία) αντί της κοινωνικής βιώσιμης επιχειρηματικότητας, με αποτέλεσμα την επιχειρησιακή ακινησία των ΚΟΙΝΣΕΠ. Πολλά μέτρα περί οικονομικής στήριξης των κοινωνικών επιχειρήσεων που επανειλημμένα εξαγγέλθηκαν δεν υλοποιήθηκαν, ενώ, αντίθετα, πολλά από τα κονδύλια της Ε.Ε. (ΕΣΠΑ-ΕΠΑΝΑΔ) τα οποία αναφέρονταν στην ανάπτυξη των κοινωνικών επιχειρήσεων έχουν κατευθυνθεί σε επιδοματικού χαρακτήρα παροχές και πολιτικές απασχόλησης ή κοινωφελούς χαρακτήρα εργασίες (εργασία σε ΟΤΑ), που προσωρινά μόνο και χωρίς βιώσιμη προοπτική αντιμετωπίζουν την ανεργία.      

Εξαίρεση σε αυτή τη φθίνουσα πορεία αποτελούν στην Ελλάδα οι ΚΟΙΣΠΕ, οι οποίοι λειτουργούν σχεδόν μια εικοσαετία με πανελλαδική (από το 2011) τριτοβάθμια εκπροσώπηση (ΠΟΚΟΙΣΠΕ) και έπειτα από πολλούς αγώνες,  οικονομικά προβλήματα και «κακουχίες» σήμερα αποτελούν το φωτεινό παράδειγμα στον χώρο της κοινωνικής οικονομίας. Εντούτοις πρέπει να σημειωθεί ότι το σημαντικό γεγονός που επηρέασε την πορεία τους θετικά είναι ότι λόγω της συγκεκριμένης κατεύθυνσής τους (ψυχική υγεία) υποστηρίζονται και εκπορεύονται από το υπουργείο Υγείας (ΤΟΨΥ), έχουν σαφές αντικείμενο (την ψυχική υγεία) και εκτός των ωφελούμενων μελών τους απαρτίζονται και από μέλη που είναι επαγγελματίες ψυχικής υγείας (προβλέπεται από το καταστατικό).

Σήμερα τόσο οι ΚΟΙΝΣΕΠ όσο και οι ΚΟΙΣΠΕ αποτελούν τον μοναδικό εργασιακό χώρο βιώσιμης και ομαλής επανένταξης των ευπαθών και ειδικών ομάδων. Η Πολιτεία έχει καθήκον να υποστηρίξει τη λειτουργία τους, όπως ήδη προβλέπεται από τους δύο νόμους που προηγήθηκαν και ουδέποτε εφαρμόστηκαν (4019/11 και 4430/16), να αφήσει πίσω κάθε ιδεολογικό, παραταξιακό ή συντεχνιακό κώλυμα –ίσως κάποιων μελών της– και να συμβάλλει στην ομαλή λειτουργία του θεσμού.

Σήμερα περισσότερο από ποτέ είναι αναγκαία η μέριμνα των ομάδων της κοινωνίας που για διάφορους λόγους βιώνουν το περιθώριο και τον οικονομικό και κοινωνικό αποκλεισμό. Το υπουργείο Εργασίας (πολιτικές απασχόλησης) σε συνεργασία με το υπουργείο Παιδείας (πολιτικές διά βίου μάθησης) και το υπουργείο Οικονομίας & Ανάπτυξης (πολιτικές οικονομικής στήριξης) πρέπει να εργαστούν για να λειτουργήσει το επανειλημμένα (δις) ψηφισμένο ελληνικό θεσμικό πλαίσιο, το οποίο σε ευρωπαϊκό επίπεδο λειτουργεί ήδη πάνω από 30 χρόνια με μεγάλη επιτυχία.

Στέλιος Κατωμέρης

MSc Κοινωνικής Πολιτικής, υποψήφιος διδάκτωρ του Παντείου Πανεπιστημίου

Share this post

Submit to DeliciousSubmit to DiggSubmit to FacebookSubmit to Google PlusSubmit to StumbleuponSubmit to TechnoratiSubmit to TwitterSubmit to LinkedIn