Πόσοι είναι οι πλούσιοι; Πόσο πλούτο κατέχουν; Με ποιο τρόπο δημιουργούνται τα κέρδη τους; Είναι δυνατόν οι κοινωνίες με τους ολίγιστους πλούσιους και τους αναρίθμητους ανθρώπους που παλεύουν για την καθημερινότητα να μην έχουν τάξεις; Με τέτοιας μορφής ερωτήματα αξιοποιούμε αποσπάσματα από κείμενο που εντοπίσαμε από τη σχέση μας με το www.oikopress.gr (Β. Τακτικός) και την Πανελλήνια Ένωση Συμπράξεων Κοινωνικής Οικονομίας (Π.Ε.Σ.Κ.Ο.), όπου συναντήσαμε πολλές φορές τον καθηγητή Ανδρέα Ν. Λύτρα (Πάντειο Πανεπιστήμιο)
Ορισμένοι από τους εξαιρετικά πλούσιους διαβιβάζουν με τους ισχυρισμούς τους ότι ο πλούτος τους δεν έχει δυσμενείς συνέπειες στις μεγάλες μάζες του πληθυσμού. Ο πλούτος τους δεν δημιουργεί φτώχεια, αλλά δημιουργείται από το πρόσθετο πλεόνασμα, από το οποίο ισόρροπα, αλλά όχι ισοδύναμα, ωφελούνται και όσοι δεν ανήκουν στην ελάχιστη μειονότητά τους. Όσοι δίνουν βάση σε τέτοιες απόψεις και δεν μοιράζονται τις ίδιες υλικές προνομίες είτε δεν έχουν τις πνευματικές ετοιμότητες να τεκμηριώσουν τα δεδομένα της πραγματικότητας, είτε είναι βαθύτερη επιθυμία τους η αποστασιοποίηση από την πραγματικότητα.
Ένα προκλητικό ερώτημα είναι το ακόλουθο: πώς ακριβώς είναι η εικόνα του πλούσιου; Επιπρόσθετα: μήπως είναι αδύνατον να δώσουμε μία ρεαλιστική απάντηση στο ερώτημα αυτό; Ο μέσος άνθρωπος δεν βλέπει και δεν συναντά ποτέ τους πλούσιους στην κανονική ζωή του. Οι πλούσιοι δεν εργάζονται κανονικά ή τουλάχιστον από κάποια επιτακτική υποχρέωση. Ακόμη και αν συνοικούν στην ίδια χώρα, μένουν προστατευμένοι σαν να ζουν σε άλλη χώρα.
Ο μέσος άνθρωπος ή «ανθρωπάκος» μπερδεύεται σχετικά με τη σημασία της έννοιας και του πραγματικού πλούσιου. Συγχέει τον πολύ εύπορο ή τον σχετικά πλούσιο άνθρωπο (με μερικά εκατομμύρια δολάρια) με τους αληθώς πλούσιους, για τους οποίους οι αμέσως προηγούμενοι είναι αμελητέοι ή απλώς «τιποτένιοι». Οι αληθώς πλούσιοι έχουν αμέτρητο πλούτο και η φυσική τους παρουσία διαφεύγει της προσοχής της κοινωνίας. Οι φευγαλέες και φαντασμαγορικές εμφανίσεις τους είναι σπάνιες και επιτηδευμένες. Είναι οι άνθρωποι που ταξιδεύουν με ιδιωτικό τζετ, όταν οι άλλοι συνωθούνται στα επιβατικά αεροσκάφη. Είναι οι πολύ απαιτητικοί τουρίστες που κάνουν διακοπές σε βίλες συνοδευόμενοι από την ασφάλεια, τους ομοίους τους και τους διασκεδαστές τους. Είναι οι άνθρωποι που επιβάλλουν τη μόδα και τα γούστα τους (κομψά λέγεται «life styling») σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο και με αυτό τον τρόπο συμβάλλουν στα πρότυπα της κατανάλωσης∙ επομένως επιβοηθούν την κερδοφορία τους. Ήδη πρέπει να είναι εμφανές ότι οι πραγματικά πλούσιοι είναι τόσο μακριά από τις κοινωνίες από τις οποίες ιδιοποιούνται τον πλούτο, ώστε είναι σχεδόν αόρατοι. Τους βλέπουμε κάθε φορά που τα περιοδικά «Fortune» και «Forbes» παρουσιάζουν τα ονόματά τους με τις εικόνες τους και αραδιάζουν τα δισεκατομμύριά τους.
Ένα δεύτερο ερώτημα είναι ίσως το επόμενο: Πόσοι είναι οι πλούσιοι και πόσο πλούτο κατέχουν; Οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα είναι πολύ πιο εύκολες. Είναι πολύ λίγοι, ίσως και εξωφρενικά λίγοι σε σχέση με τον αμύθητο πλούτο που βρίσκεται στην κατοχή τους. Η Oxfam International επισημαίνει ότι: οι εξαιρετικά πλούσιοι είναι εξήντα δύο άτομα που έχουν περίπου τον ίδιο πλούτο με 3,6 δισ. ανθρώπους (από τα περίπου επτά δισεκατομμύρια του παγκόσμιου πληθυσμού). Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2010 η ίδια ισοδυναμία αφορούσε σε 388 πλούσιους. Το 46% της αύξησης του πλούτου από το 1988 έως το 2011 έγινε αντικείμενο ιδιοποίησης από το πλουσιότερο 10% του παγκόσμιου πληθυσμού. Αυτό ονομάζεται εκμετάλλευση. Η Credit Suisse καταγράφει το 2015 ότι το 0,7% του παγκόσμιου ενήλικου πληθυσμού ελέγχει το 45,2% του διεθνούς πλούτου. Την ίδια στιγμή 3,4 δισ. ενήλικες κερδίζουν κάτω από 10.000 δολάρια τον χρόνο. Φαντάζομαι ότι οι δύο κατηγορίες σε διεθνή κλίμακα δεν ανήκουν στην ίδια κοινωνική τάξη. Όποιος προβάλλει μία παρόμοια άποψη απλώς εθελοτυφλεί ή παραποιεί την κοινωνική μας πραγματικότητα. Οι τάξεις είναι προκλητικά παρούσες στη σύγχρονη εποχή.
Από πού προέρχεται ο πλούτος των ολίγιστων πάμπλουτων ανθρώπων; Οι αδιαφάνειες των διεθνών οικονομικών δεδομένων δεν είναι ικανές να συγκαλύψουν στοιχεία που είναι απολύτως γνωστά. Οι πλούσιοι του σημερινού κόσμου είναι επιχειρηματίες, κυρίως εργοδότες, που σημαίνει ότι ο πλούτος τους συνδέεται με την εργασία των άλλων. Οι εργοδότες στις ανεπτυγμένες οικονομικά χώρες είναι μία ισχνή μειονότητα Στην Αυστραλία οι εργοδότες το 2013 αποτελούν το 2,1% του εργαζόμενου πληθυσμού (4,85% το 1987). Στην Ιαπωνία το 2013 είναι μόνο το 2,2% (το 1987 3,35%) και στο Ηνωμένο Βασίλειο το 2013 οι εργοδότες (μικροί και μεγάλοι) είναι το 2,5%. Οι μισθωτοί στην Αυστραλία είναι το 89,8, το 88% στην Ιαπωνία και το 85% στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Μόνο μία νοσηρή φαντασία θα ενέτασσε αυτές της ομάδες (τους εργοδότες και τους μισθωτούς) στην ίδια κοινωνική τάξη και πολύ περισσότερο στη μεσαία τάξη. Άλλωστε και η ίδια η έννοια της μεσαίας τάξης σημαίνει την ταυτόχρονη ύπαρξη της ανώτερης και της κατώτερης τάξης. Η περιγραφή κάνει σαφή την εργασιακή και την κοινωνική πόλωση, η οποία ισορροπεί απολύτως με την εικόνα από την παγκόσμια κατανομή του πλούτου και της φτώχειας.
Στη νεωτερική κοινωνία η δημιουργία των απίστευτων κερδών της ισχνής ομάδας των πολύ πλούσιων εργοδοτών προέρχεται αποκλειστικά από την απόσπαση του πλούτου, τον οποίο δημιουργεί η μεγάλη πλειονότητα των ανθρώπων. Η μισθωτή εργασία δημιουργεί την τεράστια μάζα της αξίας που ιδιοποιείται η μειονότητα των εργοδοτών. Αυτή είναι η μεγάλη εικόνα της εμφάνισης των τάξεων με αντίστροφα συμφέροντα στην πράξη. Η ίδια κατάσταση παρουσιάζει και το γενικό πλαίσιο της ανισότητας, όπως δύναται να είναι διακριτό από τα δεδομένα της απασχόλησης.
Μία σημαντική ομάδα απασχολουμένων παραμένει παρούσα με ξεχωριστή ιδιότητα το γεγονός ότι τα μέλη της είναι εργαζόμενοι για δικό τους λογαριασμό. Στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες οι αυτοαπασχολούμενοι ήταν το 2013 λιγότεροι από το 10% του εργαζόμενου πληθυσμού, π.χ. στην Αυστραλία αποτελούν το 7,8%. Παρά το γεγονός ότι αντιπροσωπεύουν μία ευρύτερη κοινωνική ομάδα σε σχέση με τους εργοδότες, οι αυτοαπασχολούμενοι αντανακλούν μία περιορισμένη αναλογία στην απασχόληση και στην κοινωνική οργάνωση. Στις χώρες που εκσυγχρονίζονται ταχέως οι αυτοαπασχολούμενοι μειώνονται συνεχώς, ενώ την ίδια περίοδο αυξάνονται οι αναλογίες της μισθωτής εργασίας.
Τα προαναφερθέντα σχετικά με την απασχόληση επικυρώνουν την κοινωνική πόλωση. Υπάρχουν βεβαίως πρόσθετα στοιχεία που αφορούν και σε μη εργαζόμενους, είτε αυτοί είναι άνεργοι είτε δεν συμμετέχουν για διάφορους λόγους στο εργατικό δυναμικό.
Μόνο η αναισθησία μπορεί να κάνει όλη αυτή την πραγματικότητα ανεκτή ή αποδεκτή. Η κοινωνική δημοκρατία του μέλλοντός μας οφείλει να μεταβάλει τις διεθνείς και εθνικές κατανομές του πλούτου. Είναι δέον να συνεισφέρει σε μία ανασύνθεση με στόχο τη βιώσιμη λειτουργία της οικονομίας και της εργασίας για τις μεγάλες πλειονότητες, ακόμη και με παρεμβάσεις στους συσχετισμούς των καθεστώτων της απασχόλησης. Όποιος ομνύει στην ισότητα απαιτείται να την προωθεί με ενεργητικά μέτρα. Όσοι θεωρούν ότι η ελευθερία περιλαμβάνει το δικαίωμα των ισχυρών να διεκδικούν την εδραίωση της ανισότητάς τους, δηλαδή των προνομίων τους, προσβάλλουν τα θεμελιώδη περιεχόμενα τα οποία αποκρυσταλλώνουν τον κοινό πολιτισμό μας.
Με τη δημοσίευση εκτεταμένων αποσπασμάτων από την εισήγηση του καθηγητή Ανδρέα Ν. Λύτρα από το www.oikopress.gr (11/12/2017) εκτιμώ ότι συμβάλλουμε στην καλύτερη προσέγγιση των συστημάτων οικονομικής διαχείρισης. Ένα από αυτά τα συστήματα είναι η κοινωνική οικονομία, τα μοντέλα της όποιας θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι αποστασιοποιούνται από τα στερεότυπα εργοδότη και μισθωτού ή ακόμα εργαζόμενου στο κράτος.
Στην κοινωνική οικονομία τα μοντέλα είναι κυρίως «αυτοβοήθειας», για την ικανοποίηση των αναγκών των ίδιων των εμπλεκομένων. Έτσι για την κάλυψη της ανάγκης προμήθειας για τα μέλη τους στην Ελλάδα λειτουργούν οι αστικοί συνεταιρισμοί, για την κάλυψη της ανάγκης διάθεσης των προϊόντων των μελών τους στην Ελλάδα είναι κυρίως οι αγροτικοί συνεταιρισμοί και για την κάλυψη των αναγκών των μελών τους για εργασία στην Ελλάδα προσφέρονται κυρίως οι κοινωνικές συνεταιριστικές επιχειρήσεις.
Δημήτρης Μιχαηλίδης,
Δημοσιογράφος στα «Αγρονέα»