Η κοινωνική οικονομία ανήκει στους πολίτες και στις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, δεν ιδιωτικοποιείται ούτε κρατικοποιείται. Εάν τελικά αυτό συμβαίνει, τότε το αξίωμα αυτό αναιρείται και συνιστά κακέκτυπο και πολιτικοοικονομική απάτη. Κοινωνική οικονομία χωρίς κοινωνία δεν γίνεται. Σε διαφορετική περίπτωση είναι πρόσχημα για τη διαιώνιση του εκμεταλλευτικού συστήματος. Το Υπουργείο Εργασίας στην Ελλάδα απέτυχε ολοσχερώς στην προώθηση της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας –όπως τη λέει– ακριβώς γιατί, αντί να προωθήσει το όλον, εξυπηρετεί διά της ΚΑΛΟ ιδιωτικά και κρατικά συμφέροντα.
Ενδεικτικά της νέας μορφής αλαζονείας της εξουσίας είναι τα συμπεράσματα από το συντονιστικό φορέων κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας που συμμετείχαν σε συνάντηση με τον ειδικό γραμματέα ΚΑΛΟ στις 7/12/2018, οι οποίοι ήταν οι εξής: Βιοζώ-Πανελλήνια Ένωση Καταναλωτών «Βιοκαταναλωτές για Ποιοτική Ζωή», Πανελλήνιο Κέντρο Οικολογικών Ερευνών (ΠΑΚΟΕ), Πανελλήνιο Παρατηρητήριο των Οργανώσεων της Κοινωνίας Πολιτών, Πανευρωπαϊκό Σωματείο Αναπήρων & Ατόμων με Ειδικές Ανάγκες «Συνεργασία – Δημιουργία» και Πανελλήνια Ένωση Συμπράξεων Κοινωνικής Οικονομίας (ΠΕΣΚΟ).
Σε δελτίο Τύπου που κυκλοφόρησε αναγράφεται από τους παραπάνω φορείς: «Χαμηλών προσδοκιών αποδείχθηκε η συνάντηση που είχαν εκπρόσωποι φορέων της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας (ΚΑΛΟ) με τον ειδικό γραμματέα του Υπουργείου Εργασίας & Κοινωνικής Αλληλεγγύης Ευάγγελο Νικολαΐδη την Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2018. Η συνάντηση έγινε στο πλαίσιο των γενικότερων αντιδράσεων που προκάλεσαν οι απευθείας αναθέσεις και η προδημοσίευση από το υπουργείο των προϋποθέσεων επιχορήγησης υφιστάμενων φορέων ΚΑΛΟ, απ’ όπου αποκλείονταν σχεδόν όλοι οι παλαιοί φορείς ΚΑΛΟ».
Οι δυναμικές αντιδράσεις του κινήματος μπορεί να οδήγησαν σε υποχώρηση την ηγεσία του υπουργείου στο συγκεκριμένο ζήτημα, ήρθαν ωστόσο στην επιφάνεια μια σειρά από θέματα που χρειάζονται επανασχεδιασμό για δράση σε νέα, αποτελεσματικότερη βάση.
Στη συνάντηση που είχαν οι εκπρόσωποι των φορέων ΚΑΛΟ με τον ειδικό γραμματέα κ. Νικολαΐδη έθεσαν μερικά βασικά ζητήματα, για τα οποία δυστυχώς δεν έλαβαν καμία συγκεκριμένη απάντηση ή δέσμευση.
Πιο συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια της συζήτησης από πλευράς των φορέων τέθηκαν τα ακόλουθα: Οι ημερομηνίες εγγραφής στο μητρώο των σημείων 1 και 3 των προϋποθέσεων ένταξης στις δράσεις να καταργηθούν και προϋπόθεση να είναι μόνο η εγγραφή στο μητρώο. Ο κ. Νικολαΐδης υπεραμύνθηκε της απόφασης, μιλώντας για μια προσπάθεια νοικοκυρέματος που επιχειρείται στον χώρο, αδικώντας έτσι δεκάδες ιστορικούς φορείς που επί χρόνια δραστηριοποιούνται δυναμικά σε αυτόν και τώρα το κύρος και οι δυνάμεις τους πλήττονται επειδή απλώς «έχασαν» μια προθεσμία.
Ζητήθηκε βασική προϋπόθεση ένταξης στις δράσεις να γίνει η τεκμηριωμένη προηγούμενη δράση του φορέα με κινηματικά και οικονομικά τεκμήρια. Η απάντηση του Ειδικού ήταν η εξαίρεση των κινηματικών δράσεων, με την αιτιολογία ότι δεν είναι μετρήσιμες, ενώ στηρίχθηκε σε αιτιάσεις που πάσχιζαν να πείσουν ότι οι αποφάσεις του υπουργείου είναι μονόδρομος.
Παράλληλα οι εκπρόσωποι των φορέων κατήγγειλαν ότι, όπως προκύπτει από τις κοινοτικές οδηγίες, οι πόροι που έχουν δεσμευτεί για την κοινωνική οικονομία χρησιμοποιούνται για να καλυφθούν άλλες πάγιες και διαρκείς ανάγκες του κράτους.
Επίσης προτάθηκε η διοργάνωση εφ’ όλης της ύλης συνεδρίου με πανελλαδική συμμετοχή προκειμένου να τεθούν επί τάπητος τα άλυτα ζητήματα που αφορούν την κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία και τη σχέση του κινήματος με την Πολιτεία. Στο σημείο αυτό ο Ειδικός ρωτήθηκε για την πιθανότητα της διοργάνωσης του συνεδρίου από κοινού με το υπουργείο, αλλά η απάντησή του ήταν επί λέξει: «Μπορείτε να το κάνετε», χωρίς καν να χαρακτηρίσει την πρωτοβουλία ή να εκφράσει την πρόθεσή του για συνεργασία, πόσω μάλλον να δεσμευθεί γι’ αυτό, αρνούμενος επί της ουσίας τη διαβούλευση με τα δίκτυα, τις ενώσεις, τις ομοσπονδίες και άλλους φορείς του χώρου.
Ταυτόχρονα δεν φάνηκε διατεθειμένος να καταδικάσει την επιλογή από το υπουργείο αυθαίρετων συνομιλητών, μεμονωμένων φορέων, με τους οποίους ανέπτυξε πολιτικές και οικονομικές «πελατειακές σχέσεις», προσφέροντας ακόμα και το γραφείο του και τα κλειδιά του υπουργείου σε φίλους και συγκεκριμένους συνομιλητές για συσκέψεις με ανώνυμες προσκλήσεις. Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι σε αρκετά σημεία ο κ. Νικολαΐδης υπενθύμισε την πρόσφατη τοποθέτησή του στο θέμα σε μια προσπάθεια να πετάξει από πάνω του την καυτή πατάτα των ερωτημάτων.
Οι εκπρόσωποι των φορέων ΚΑΛΟ υπενθύμισαν στον ειδικό γραμματέα ότι το υπουργείο είναι υποχρεωμένο και από κανονισμούς της Ε.Ε. να κάνει δημόσια διαβούλευση σε όλα τα θέματα πριν λάβει αποφάσεις. Σε περίπτωση δε που συνεχίσει να έχει αυτή τη δυσνόητη όσο και παρεξηγήσιμη συμπεριφορά απέναντι στο κίνημα, θα αναγκαστούν να κλιμακώσουν τις αντιδράσεις τους, εκφράζοντας μάλιστα τη βεβαιότητα ότι μόνο έτσι θα προκύψουν τα επιθυμητά αποτελέσματα.
Στον απόηχο αυτής της συνάντησης οι φορείς αποφάσισαν να δώσουν ένα μικρό περιθώριο στην ηγεσία του υπουργείου να δείξει τις καλές προθέσεις της, λαμβάνοντας υπόψη της στην πράξη τις προτάσεις που κατατέθηκαν.
Διαβάζοντας τις γραπτές παρατηρήσεις των φορέων της κοινωνικής οικονομίας, αισθανόμαστε κάτι σαν μια μορφή απαξίωσης των βασικών παραμέτρων της λειτουργίας της Πολιτείας, ακόμα και της διαβούλευσης. Η διαβούλευση δεν είναι μια ανακοίνωση ή μια προδημοσίευση ή ακόμα και ένα δελτίο Τύπου, είναι διαδικασία με κανόνες, που δυστυχώς δεν φαίνεται να τηρούνται σήμερα.
Είναι προβληματικό ότι προδημοσιευμένες εκδηλώσεις, πραγματοποιημένες και με δημοσιευμένα τα αποτελέσματά τους, δεν μπορούν να στοιχειοθετήσουν επαρκή δράση στον χώρο της κοινωνικής οικονομίας, αλλά επιλεκτικές αναθέσεις δημιουργούν επαρκή προϋπόθεση για το υπουργείο για περαιτέρω κρατικές επιχορηγήσεις.
Είναι λυπηρό ότι παγκόσμιες κατακτήσεις της κοινωνίας των πολιτών, όπως η διαβούλευση, καταστρατηγούνται σήμερα από την εξουσία. Η διαβούλευση, που αναγνωρίστηκε παγκόσμια και από τη συνδιάσκεψη του Ρίο με την Agenda 21 και νομοθετήθηκε το 2010 ως υποχρεωτική, αγνοείται επιδεικτικά και προσπερνιέται από μια απερίγραπτη αλαζονεία της εξουσίας, όπως έγινε με την εσπευσμένη προδημοσίευση της επιχορήγησης λίγο πριν από τη 2η Έκθεση ΚΑΛΟ (5/11/2018) χωρίς καμία διαβούλευση με το πεδίο της ΚΑΛΟ. Η προδημοσίευση δεν είναι νομοθετημένη διαδικασία ούτε επιτρέπεται σε αξιοπρεπείς δομές να τη χρησιμοποιούν ως πολιτική δικαιολογία για δήθεν διαβούλευση.
Οι σχεδιασμοί της Ειδικής Γραμματείας ΚΑΛΟ του Υπουργείου Εργασίας περιορίζουν τους δικαιούχους σε ένα πολύ μικρό κομμάτι του χώρου που παράγει προϊόντα και υπηρεσίες. Αποκρύπτεται ότι απευθύνεται μόνο στις ΚΟΙΝΣΕΠ και τις ΚΟΙΣΠΕ και μερικές «κυβερνητικές οργανώσεις» (!), που ονομάζονται αυτάρεσκα «μη κυβερνητικές οργανώσεις», αποκλείοντας επί της ουσίας τους αγροτικούς συνεταιρισμούς, άλλους αστικούς συνεταιρισμούς, καταναλωτικούς συνεταιρισμούς και μη κερδοσκοπικά ιδρύματα. Αγνοεί δηλαδή το κομμάτι εκείνο των κοινωνικών επιχειρήσεων που διαμορφώνει τους μετρήσιμους δείκτες της κοινωνικής οικονομίας στο ΑΕΠ –έστω αυτό το πενιχρό 1,8% που υπάρχει στην Ελλάδα–, προβάλλοντας κάτι που δεν είναι στατιστικά ανιχνεύσιμο σήμερα στην ελληνική οικονομία.
Αρνείται τη διαβούλευση με τα δίκτυα, τις ενώσεις και τις ομοσπονδίες του χώρου, ενώ ταυτόχρονα επιλέγει αυθαίρετα ως συνομιλητές μεμονωμένους φορείς, με τους οποίους αναπτύσσει πολιτικές και οικονομικές «πελατειακές σχέσεις».
Δημιούργησε ένα Μητρώο Κοινωνικής Αλληλέγγυας Οικονομίας, που μέχρι στιγμής δεν έχει ωφελήσει σε τίποτα πρακτικά τις κοινωνικές συνεταιριστικές επιχειρήσεις, αντιθέτως τις ταλαιπωρεί γραφειοκρατικά με περιττές διαδικασίες, απορροφώντας πόρους οι οποίοι αφαιρούνται από το παραγωγικό πεδίο.
Οι δε εκπρόσωποι των φορέων κατήγγειλαν ότι, όπως προκύπτει από τις κοινοτικές οδηγίες, οι πόροι που έχουν δεσμευτεί για την κοινωνική οικονομία χρησιμοποιούνται για να καλυφθούν άλλες πάγιες και διαρκείς ανάγκες του κράτους. Τα χρήματα του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου (ΕΚΤ) διατίθενται για χρόνια σε άλλους φορείς και δράσεις κατόπιν «ευρείας ερμηνείας», ενώ σήμερα καλύπτουν παρατύπως ακόμα και την κοινωφελή εργασία, τη λειτουργία βρεφονηπιακών σταθμών, την κάλυψη δαπανών φροντίδας στο σπίτι και πολλά άλλα, αλλά όχι τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών.
Τέλος, μας εντυπωσιάζει το γεγονός ότι έχουν καταναλωθεί από τα διαθέσιμα για την ΚΑΛΟ γύρω στα 7 εκατ. ευρώ για μισθοδοσίες και λειτουργικά έξοδα, αλλά ούτε 1 ευρώ για τους φορείς ΚΑΛΟ, με τις προοπτικές να μην είναι καθόλου ευοίωνες, ενώ το 2011 είχε προβλεφθεί περίπου 1 δισ. ευρώ για την προώθηση της ΚΑΛΟ. Παρ’ όλα αυτά καλά Χριστούγεννα…
Δημήτρης Μιχαηλίδης,
Δημοσίως γράφων-«ΑγροΝέα»