Στον ετήσιο κύκλο της ζωής και του περιβάλλοντος, ο απολογισμός των αγροτών (γεωργοί, κτηνοτρόφοι, αλιείς και δασοκόμοι), ακόμα και με τις ενισχύσεις από το Πρόγραμμα Αγροτικής Ανάπτυξης (ΚΓΠ, ενισχύσεις, επιδοτήσεις κ.λπ.), φαίνεται ότι είναι μη ισόρροπος και οδηγεί σε εντάσεις, κυρίως λόγω της απαξίωσης των αγροτικών κοινωνιών και των αγροτών από τους αστούς και τις αστικές διοικητικές δομές.
Συζητώντας με τον κύριο Βασίλη Τακτικό (Ινστιτούτο Μελετών Κοινωνικής Οικονομίας / ΙΝ.ΜΕ.Κ.Ο.), καταγράψαμε μεταξύ πολλών άλλων τα παρακάτω ως ένα μοντέλο αναζωογόνησης της υπαίθρου:
- κινητοποίηση ανενεργών υλικών και ανθρώπινων πόρων
- αξιοποίηση του μικρού κλήρου και των σχολαζουσών γαιών
- τοπικό σύστημα παραγωγής της κοινωνικής συμβολαιακής γεωργίας
- φτηνή ενέργεια μέσα από ενεργειακές κοινότητες
- τοπικά σύμφωνα συνεργασίας για την ανάπτυξη του αγροτουρισμού
Η κρίση των ημερών μας στο αγροτικό σύστημα της Ευρώπης δεν είναι απλά μια συγκυριακή κρίση αλλά μια δομική κρίση του συγκεντρωτικού μοντέλου βιομηχανικής παραγωγής στη γεωργία και την κτηνοτροφία, η οποία συμπιέζει αφόρητα τον παραγωγό και αυξάνει το κέρδος της διαμεσολάβησης από την εμπορία των προϊόντων. Αποτέλεσμα είναι ο πολλαπλασιασμός της τιμής του αγροτικού προϊόντος (τροφή) από το χωράφι στο ράφι. Έχει σχέση και με το υψηλό ενεργειακό κόστος.
Έτσι, γίνεται σαφές ότι ο ανταγωνισμός της αγοράς, σύμφωνα με το οικονομικό δόγμα της ελεύθερης αγοράς, δεν λειτουργεί υπέρ του καταναλωτή. Και αυτό έχει εξήγηση η οποία πολλές φορές δεν γίνεται αντιληπτή από τις κλασικές θεωρήσεις οικονομίας.
Αν δει κάποιος τον χάρτη του κτηματολογίου, οι μισές και πλέον γαίες του λεγόμενου «μικρού κλήρου» στη χώρα μας είναι ακαλλιέργητες, και αυτό συνιστά ανενεργούς πόρους, γεγονός που περιορίζει την αγροτική δραστηριότητα. Ο συγκεντρωτισμός στην παραγωγή, από ένα σημείο και πέρα, μικραίνει την παραγωγική βάση. Ο άλλος λόγος είναι η τάση προς αστικοποίηση του πληθυσμού και η ερημοποίηση της υπαίθρου, η οποία μικραίνει, επίσης, την προσφορά εργασίας για τις αγροτικές εκμεταλλεύσεις.
Προφανώς η εκβιομηχάνιση της γεωργικής παραγωγής, η οποία συντελέστηκε τον τελευταίο αιώνα, είχε προοδευτικό χαρακτήρα. Πολλαπλασίασε την παραγωγή, και αντιμετωπίστηκε η πείνα. Είχε όμως και παρενέργειες: την αστικοποίηση του πληθυσμού, η οποία από ένα σημείο και μετά γίνεται προβληματική. Περιορίζει τις ευκαιρίες που υπήρχαν αρχικά, ακριβαίνει το κόστος ζωής και της κατοικίας, και περιορίζει τις ευκαιρίες για απασχόληση.
Τα μεγάλα αστικά κέντρα έχουν, επίσης, υψηλό κόστος υποδομών για το κράτος και υψηλό κόστος της κτηματικής περιουσίας. Αυτό το κόστος είναι που μετακυλίεται και, μέσω της φορολογίας, πάει στους καταναλωτές.
Με άλλα λόγια, η αστικοποίηση κοστίζει ακριβά και την πληρώνει και ο αγροτικός χώρος ο οποίος υστερεί πλέον δημογραφικά σε σχέση με τα συμφέροντα των ελίτ που κατοικούν και έχουν την έδρα τους στα μεγάλα αστικά κέντρα.
Έχουμε βέβαια μια πολιτική αντιμετώπιση και απάντηση στο ζήτημα αυτό, τη λεγόμενη «πράσινη ανάπτυξη». Αλλά και αυτό το μοντέλο περιορίζεται για την ώρα στις μεγάλες επενδύσεις που γίνονται για την πράσινη ενέργεια, τις ανεμογεννήτριες, τα φωτοβολταϊκά, και στον περιορισμό των ρύπων.
Η πράσινη ανάπτυξη στη βιομηχανική παραγωγή δεν λύνει το πρόβλημα της προσφοράς εργασίας και, ειδικότερα, της πράσινης γεωργίας στον αγροτικό χώρο. Από την άλλη πλευρά, οι τεχνολογικές εξελίξεις της ψηφιακής τεχνολογίας δεν ευνοούν το συγκεντρωτικό μοντέλο της βιομηχανικής εποχής. Αντίθετα, μπορούν να εξυπηρετήσουν το αποκεντρωμένο μοντέλο της εργασίας στο αγρόκτημα που συνδέεται άμεσα με τον καταναλωτή.
Ας δώσουμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: Αφορά τις ελιές και το λάδι, αγροτικά προϊόντα τα οποία είναι υψηλής διατροφικής αξίας, και τελευταία η τιμή τους έχει εκτιναχθεί για τον καταναλωτή. Για ένα μεγάλο μέρος της σοδειάς δεν γίνεται συγκομιδή, είτε γιατί είναι υψηλό το κόστος είτε γιατί είναι κατακερματισμένος ο κλήρος. (Τετρακόσιες χιλιάδες είναι οι μικροϊδιοκτήτες στη χώρα. Πολλοί από αυτούς τους μικροκαλλιεργητές είναι κάτοικοι αστικών κέντρων που αδυνατούν να διαχειριστούν και να εκμεταλλευτούν τη σοδειά τους.)
Το πρόβλημα αυτό θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί με συνεταιρισμούς εργαζομένων στη γη: με χρήση ακόμα και μεταναστών που χρειάζονται δουλειά, με την οργάνωση της προσφοράς εργασίας στον τομέα αυτόν με τη μέριμνα της τοπικής αυτοδιοίκησης και των συλλόγων της περιοχής.
Ένα άλλο παράδειγμα είναι ο αγροτουρισμός για τον οποίο υπάρχουν θαυμαστά αποτελέσματα εκεί όπου υπάρχουν συλλογικές τοπικές πρωτοβουλίες ανάδειξης των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της περιοχής. Η δραστηριότητα αυτή μπορεί να επεκταθεί και σε πολλές άλλες περιοχές της υπαίθρου, αναδεικνύοντας τα συγκριτικά πλεονεκτήματα και την τοπική διατροφική παραγωγή της περιοχής μέσα από σύμφωνα τοπικής συνεργασίας, τοπικής αυτοδιοίκησης, τοπικών κοινοτήτων και συλλόγων.
Ένα τέτοιας μορφής μοντέλο θα μπορούσε πρακτικά να υλοποιηθεί μέσα από τον αναπτυξιακό σχεδιασμό των περιφερειών, κατευθύνοντας χρηματικούς πόρους στην οργανωτική υποδομή και επιμόρφωση των συντελεστών αναζωογόνησης ανάπτυξης της υπαίθρου.
Συμπληρώνοντας τις εξαιρετικές προτάσεις του κυρίου Βασίλη Τακτικού, οι οποίες αποτελούν μια συμβολή στην ένταση της ροής συζητήσεων για τα αγροτικά ζητήματα στη χώρα μας, αξίζει να σημειώσουμε ότι ο αγρότης (γεωργός, κτηνοτρόφος, ψαράς και δασοκόμος) είναι ο εξ επαγγέλματος φροντιστής του περιβάλλοντος, και ότι με τον όρο «περιβάλλον» εννοούμε τόσο το φυσικό όσο και το κοινωνικό, το πολιτιστικό, το τεχνολογικό, το οικονομικό, το πολιτικό κ.ο.κ.
Ειδικότερα, το φυσικό περιβάλλον, του οποίου φροντιστής είναι ο αγρότης, είναι «ένας βράχος ριγμένος στη θάλασσα», με το 76% των εδαφών του να είναι επικλινές και πάνω από 600 μέτρα υψόμετρο.
Και μόνο αυτό το κύριο χαρακτηριστικό δεν ευνοεί τις βιομηχανικές ρυπογόνες υπερσυγκεντρώσεις, ωθεί σε «τοπικές/local», ταιριάζει σε συνεργατικές δομές δράσης και σε μορφές της κοινωνικής οικονομίας για την ικανοποίηση των τοπικών αναγκών των κατοίκων.
Για την καταγραφή, Δημήτρης Μιχαηλίδης, 6998 282382, ΑγροΝέα, AgroBus