Η Ελλάδα είναι ένας βράχος ριγμένος στη θάλασσα, δηλαδή έχει υψόμετρο πάνω από 600 μ. στο 76% του εδάφους της, ενώ διαβρέχεται από 15.800 χλμ. θαλάσσιας ακτογραμμής. Ταυτόχρονα έχει τη δεύτερη μεγαλύτερη βιοποικιλότητα στον πλανήτη με περισσότερα από 6.000 φυτά, από τα οποία όμως τα 1.470 περίπου είναι ενδογενή, αυτοφυή, δηλαδή φυτρώνουν μόνο στην Ελλάδα, και είναι ο δεύτερος ζωντανός πολιτισμός στη Γη – μετά τον κινεζικό. Υπήρξαν και άλλοι μεγάλοι πολιτισμοί, αλλά δεν ζουν σήμερα, όπως των Αιγυπτίων και των Ίνκας. Αυτά είναι τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της Ελλάδας και των Ελλήνων κατοίκων της τα τελευταία 5.000 χρόνια.
Τα συγκριτικά πλεονεκτήματα –καθώς και άλλα μέσα και πόροι– είναι απλά εργαλεία στα χέρια των ανθρώπων που κατοικούν σε έναν τόπο για να δημιουργήσουν κατάλληλες συνθήκες για την επιβίωσή τους και τη βιωσιμότητα του πολιτισμού τους. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι να υπάρχει κοινή θέληση για επιβίωση και εξασφάλιση της βιωσιμότητας.
Αυτή η κοινή θέληση –άλλοι τη λένε κοινωνική συνοχή– ενισχύεται από την εμπιστοσύνη και την αλληλοβοήθεια των μελών μιας κοινότητας, την αίσθηση δικαιοσύνης, την αναγνώριση των κοινών πολιτιστικών χαρακτηριστικών, καθώς και από την ενίσχυση της πίστης όλων για το κοινό μέλλον τους. Πρέπει όλοι να αντιλαμβάνονται ότι έχουν κοινό μέλλον.
Συζητώντας πρόσφατα με την κα Μάγδα Κοντογιάννη, γραμματέα του Κτηνοτροφικού Συλλόγου Αττικής, γέννημα θρέμμα Μενιδιάτισσα με μητέρα Αρβανίτισσα από τη Χασιά και πατέρα Βλάχο από τη Φωκίδα, τέταρτη γενιά κτηνοτρόφο, διαπίστωσα μια απαράδεκτη κατ’ εμέ κατάσταση για τους συμπολίτες, που πρέπει να έχουν ομοθυμία και ομοψυχία για ένα κοινό μέλλον.
Περιγράφοντας την κατάσταση, η κα Κοντογιάννη (6932 094231, Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.) μου ανέφερε:
«Το 1966 ο πατέρας μου επένδυσε πολλά σε τσιμέντα και μελέτες για τον νέο αδειοδοτημένο στάβλο μας, φεύγοντας από το Περιστέρι και πηγαίνοντας στους πρόποδες της Πάρνηθας. Από εκεί πηγαίναμε κάθε μέρα το γάλα μας στον συνεταιρισμό μας στον Ελαιώνα.
»Με την ξαδέλφη μου, που έμενε στο κέντρο του Μενιδίου, πηγαίναμε μαζί στο δημοτικό. Εκείνη ερχόταν από το διπλανό τετράγωνο κι εγώ περπατούσα 2-3 χιλιόμετρα με τα πόδια για να φτάσω. Μετά το σχολείο η ξαδέλφη μου πήγαινε σε εξωσχολικές δραστηριότητες, ενώ εγώ βοηθούσα στις δουλειές στον στάβλο για να έχουμε να φάμε. Και το Σαββατοκύριακο, ενώ η ξαδέλφη μου πήγαινε με τους γονείς της –ο πατέρας υπάλληλος ΔΕΗ και η μητέρα ιδιωτική υπάλληλος– σε εκδηλώσεις και εκδρομές, εγώ αφιέρωνα όλο το διήμερο στην καθαριότητα του στάβλου, βοηθώντας την οικογένεια. Η λεγόμενη παιδική εργασία ήταν συνυφασμένη με την επιβίωσή μας.
»Μετά το δημοτικό η ξαδέλφη μου συνέχισε με τις εγκύκλιες σπουδές και το πανεπιστήμιο στην ελληνική δωρεάν Παιδεία. Εγώ σταμάτησα το σχολείο, διότι δεν υπάρχουν αγροτικά σχολεία, και μπήκα στην παραγωγή, συνεισφέροντας στην εθνική οικονομία και στις λειτουργίες του κράτους με τη φορολόγηση των αγροτικών προϊόντων, συμβάλλοντας δε και στην απασχόληση με θέσεις εργασίας, όπως και στη διατροφική αυτάρκεια με πραγματικά προϊόντα.
»Μήπως μου οφείλει η Πολιτεία τουλάχιστον τόσα όσα πρόσφερε για την εκπαίδευση της ξαδέλφης μου, έστω και τώρα; Ποτέ δεν είναι αργά για την αποκατάσταση των παροχών που στερηθήκαμε.
»Σήμερα η ξαδέλφη μου έχει έναν μηνιαίο μισθό 2.000 ευρώ και ο άνδρας της άλλων 1.500 ευρώ, απασχολείται μόνο 8 ώρες την ημέρα, έχει ελεύθερα Σαββατοκύριακα, κάνει προγραμματισμένες διακοπές και καταναλώνει. Ετησίως ως υπάλληλοι, για 11 μήνες δουλειά, έχουν διαθέσιμο οικογενειακό εισόδημα 42.000 ευρώ.
»Εγώ με τον αδελφό μου για 100 πρόβατα γαλακτοπαραγωγής θα μπορούσαμε να έχουμε συνολικές εισπράξεις όλο τον χρόνο 22.000 ευρώ χωρίς ελεύθερα Σαββατοκύριακα, με διαθεσιμότητα στον στάβλο όλο το 24ωρο, 365 ημέρες τον χρόνο, δηλαδή χωρίς δυνατότητα ενιαίων διακοπών. Επίσης, ως επιχειρηματίες είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε επενδύσεις και να έχουμε πλήρη και συνεχή ευθύνη. Και με μέρος από αυτά τα 22.000 ευρώ ετησίως πρέπει να καλύψουμε τη διατροφή των προβάτων (περίπου 10.000 ευρώ/έτος), να φροντίσουμε την καλή υγεία τους, να καλύψουμε τα έξοδα μεταφορών και ενέργειας, ώστε να μας μείνουν περίπου 900 ευρώ τον μήνα…
»Απαράδεκτη και άνιση η κατάσταση των αγροτών συγκριτικά με αυτήν των αστών. Κάτι δεν πηγαίνει καλά. Οι αγρότες παράγουν πραγματικό πλούτο, αλλά οι πλούσιοι βρίσκονται στη μεταποίηση και στις υπηρεσίες. Κι αν δεν πηγαίνει καλά η ειρήνη, όπως δείχνει η γειτονιά μας, εμείς οι αγρότες, επειδή είμαστε δεμένοι με τα χωράφια μας και τις πεζούλες όπου βόσκουμε τα κοπάδια μας, θα αγωνιστούμε γι’ αυτά, για την πατρίδα, ενώ κάποιοι άλλοι ίσως πάνε να βρουν αλλού καλύτερους μισθούς και συνθήκες εργασίας και ζωής.
»Αν θα μπορούσα να μιλήσω με τον υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων ως η μόνη κτηνοτρόφος που συμμετείχε στις εθνικές εκλογές εκπροσωπώντας έναν συγκεκριμένο πολιτικό χώρο μαζί με πολλούς άλλους αξιόλογους συμπολίτες άλλων αστικών επαγγελμάτων, θα του έλεγα: “Ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης δεν είναι μόνο ο υπουργός ενός βασικού παραγωγικού υπουργείου, δηλαδή του αγροτικού τομέα, αλλά ο μοναδικός εκλεγμένος εκπρόσωπος του αγροτικού κόσμου, των αγροτικών τοπικών κοινωνιών, και πρέπει να εξασφαλίσει ότι οι αγρότες θα είναι ισότιμοι συμπολίτες, που θα απολαμβάνουν ένα ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα για την επιβίωσή τους, καθώς και μια ελάχιστη αναγνώριση της συμβολής τους στην προσπάθεια παραγωγής πραγματικού εθνικού πλούτου για όλους τους Έλληνες”».
Φαίνεται ότι κάτι πηγαίνει πολύ στραβά στον αγροτικό κόσμο και πρέπει να διορθωθεί, εύχομαι να διορθωθεί…
Δημήτρης Μιχαηλίδης
Δημοσιογράφος, συγγραφέας, «Αγρονέα»