«Το φιλόδοξο Σχέδιο Εξωτερικών Επενδύσεων (European Investment Plan, EIP) της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει στόχο την κινητοποίηση των επενδύσεων σε χώρες-εταίρους στην Αφρική και σε άλλες γειτονικές χώρες της Ε.Ε., την προώθηση της χωρίς αποκλεισμούς οικονομικής ανάπτυξης, τη δημιουργία θέσεων εργασίας και τη βιώσιμη ανάπτυξη, αντιμετωπίζοντας έτσι μερικές από τις βασικές αιτίες της παράνομης μετανάστευσης», γράφει η επίσημη ανακοίνωση του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών (hellenicaid.mfa.gr) στις 20/3/2019.
Στο ec.europa.eu/europeaid μπορεί να βρει όποιος γνωρίζει αγγλικά πολλές λεπτομέρειες, όπως ότι το 2017 η Ε.Ε. συμφώνησε να επενδύσει σχεδόν 1,3 δισ. ευρώ σε 52 έργα μέσω σύμμειξης χρηματοδοτικών πόρων στην Αφρική και την ευρωπαϊκή γειτονία στο πλαίσιο του Σχεδίου Εξωτερικών Επενδύσεων. Επίσης ότι οι 5 τομείς στους οποίους επενδύει η Ε.Ε. –δηλαδή και η Ελλάδα…– είναι: 1. βιώσιμη ενέργεια και βιώσιμη συνδεσιμότητα, 2. χρηματοδότηση μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, 3. βιώσιμη γεωργία, αγροτικές επιχειρήσεις και αγροτική βιομηχανία, 4. βιώσιμες πόλεις και 5. ψηφιοποίηση για βιώσιμη ανάπτυξη.
Η αιτία, δηλαδή η συγκράτηση της παράνομης μετανάστευσης, είναι ευχάριστα αποδεκτή από την κοινή γνώμη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ελλάδα, αλλά πίσω από τα ωραία λόγια ίσως βρίσκεται η προσπάθεια της Ε.Ε να προσεταιριστεί συμμάχους σε παγκόσμιο επίπεδο και οι πιο κοντινοί σύμμαχοι στον ΟΗΕ και σε άλλα παγκόσμια φόρα είναι οι αφρικανικές χώρες.
Οι περισσότερες από αυτές συνδέονται ήδη με διοικητικές πρακτικές λόγω αποικιοκρατίας. Επίσης πολλοί πολίτες της Ε.Ε. δραστηριοποιούνται στις πρώην αποικίες, ενώ πολλά συγγενικά πρόσωπα βρίσκονται εκεί ή/και είναι σημαντικοί οικονομικοί παράγοντες.
Και βέβαια ήδη όλες οι πρώην αποικίες συνδέονται μέσω της συμφωνίας ΑΚΕ (Αφρική, Καραϊβική, Ειρηνικός) με πάγιες συμφωνίες διακίνησης εμπορευμάτων χωρίς δασμούς. Από την Αφρική έρχονται στη συντριπτική τους πλειονότητα αγροτικά προϊόντα αδασμολόγητα. Και βέβαια η Ε.Ε. εξάγει στην Αφρική κυρίως βιομηχανικά προϊόντα αδασμολόγητα και ως εκ τούτου ανταγωνιστικότερα έναντι ανταγωνιστριών χωρών (Αμερική, Ρωσία, Κίνα, Ινδία κ.λπ.).
Μοιάζει σαν όλοι οι Ευρωπαίοι να κερδίζουν εκτός της Ελλάδας και ακριβέστερα: οι μόνοι που χάνουν είναι οι Έλληνες αγρότες. Διότι η Ελλάδα δεν διετέλεσε αποικιοκρατική δύναμη με αποικίες στα πρόσφατα χρόνια. Διότι η Ελλάδα δεν έχει σοβαρή βιομηχανική παραγωγή για εξαγωγές στην Αφρική. Διότι η Ελλάδα έχει πολύ σημαντική παραγωγή αγροτικών προϊόντων (όπου τα αφρικανικά αγροτικά προϊόντα μπαίνουν χωρίς δασμούς) και μάλιστα ακόμα χωρίς προδιαγραφές ποιοτικών χαρακτηριστικών. Μάλιστα στις τυχόν διμερείς συμβάσεις Ε.Ε.-άλλων κρατών πολλές φορές δεν λαμβάνεται σοβαρά υπόψη η ανάγκη για προστασία των ποιοτικών ελληνικών αγροτικών προϊόντων (βλέπε της φέτας και πολλών άλλων, ΠΟΠ, ΠΓΕ κ.ά.).
Και όλα αυτά διότι τα ευρωπαϊκά κράτη αισθάνονται την ανάγκη να έχουν συμμάχους στο παγκόσμιο παιχνίδι της πολιτικής. Έτσι, την αναγκαία εξωτερική πολιτική της Ε.Ε. μοιάζει να την πληρώνουν μόνο οι Έλληνες αγρότες.
Το σωστό θα ήταν, εάν είναι συμφωνημένη αυτή η εξωτερική πολιτική, το κόστος να το επωμιστούν όλοι οι Ευρωπαίοι πολίτες που ωφελούνται από αυτήν και να αποζημιώσουν για τις επιλογές της τους Έλληνες αγρότες.
Αλλά κάποιες τέτοιες σκέψεις θα απαιτούσαν οργανωμένο αγροτικό κίνημα και όχι απλώς αγροτικούς συλλόγους, αγροτικούς συνεταιρισμούς και αγροτικές εταιρίες –άσχετες με τον αγροτικό κόσμο– να αντιμάχονται ή/και να εκπροσωπούν τον αγροτικό κόσμο.
Κάποιες τέτοιες σκέψεις θα απαιτούσαν συμφωνημένη αγροτική πολιτική και σαφείς στόχους για το τι επιθυμεί η Ελλάδα (πολίτες και πολιτική ηγεσία) από τον αγροτικό τομέα πάντα με τη συμμετοχή και τη σύμφωνη γνώμη των αγροτών. Δεν είναι ορατή διά γυμνού οφθαλμού κάποια σαφής αγροτική πολιτική τόσο για τον αγροτικό τομέα, όσο και για τον αγροτικό κόσμο.
Ακόμα και στις τελευταίες εκλογικές διαδικασίες δεν μπορέσαμε να διακρίνουμε σαφείς προτεραιότητες για τα αγροτικά θέματα από το σύνολο των είκοσι και πλέον κομμάτων που συμμετείχαν και ζήτησαν την ψήφο μας.
Η γεωργία (με την ευρεία έννοια του όρου, που περιλαμβάνει και την κτηνοτροφία, την αλιεία και τη δασοκομία) από τη φύση της χρησιμοποιεί φυσικούς πόρους κοινωνικής ιδιοκτησίας, όπως είναι η γεωργική γη και το νερό, των οποίων η αειφορία πρέπει να διασφαλιστεί και για τις επόμενες γενιές.
«Η γεωργική παραγωγή στηρίζεται στο βιολογικό φαινόμενο της φωτοσύνθεσης, υπόκειται στον νόμο της μη ανάλογης απόδοσης, συνιστά εργοστάσιο χωρίς στέγη, επομένως είναι παραγωγική δραστηριότητα υψηλού βαθμού αβεβαιότητας και με τις αναμενόμενες επιπτώσεις της πιθανολογούμενης κλιματικής αλλαγής και της λειψυδρίας εκτιμάται ότι θα καταστεί υψηλού κινδύνου. Η φύση και ο πολυδιάστατος ρόλος της γεωργίας, κυρίως ο διατροφικός και ο οικολογικός, τεκμηριώνουν την υποχρέωση της Πολιτείας για στοχευμένη προστασία. Η εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής συνιστά παρέμβαση ύψιστου δημόσιου συμφέροντος και, για να είναι αποτελεσματική ως προς το κόστος που συνεπάγεται και ως προς τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα, χρειάζεται σχεδιασμό σε βάθος χρόνου ώστε να υπάρξει στρατηγική κοινής αποδοχής, στην οποία οι κοινωνικοί εταίροι θα εντάξουν με αμοιβαιότητα τις απαιτήσεις και τις υποχρεώσεις τους.
»Η γεωργία, ως υπαίθριο εργοστάσιο παραγωγής πρωτογενών προϊόντων μέσω της φωτοσύνθεσης, είναι από τη φύση της πράσινη και προσδιορίζει τις κατευθυντήριες γραμμές για τη διαχείριση των φυσικών πόρων στους οποίους βασίζεται και την αντιμετώπιση των αναμενόμενων επιπτώσεων της πιθανολογούμενης κλιματικής αλλαγής και της λειψυδρίας, στο πλαίσιο των οποίων καλείται να λειτουργήσει με πολλαπλή στόχευση: παραγωγή περισσότερων και ασφαλών προϊόντων διατροφής ανθρώπων και ζώων, προστασία των φυσικών πόρων και παραγωγή περιβαλλοντικών αγαθών» (δρ Φ. Βακάκης, γεωπόνος-γεωργοοικονομολόγος, Σεπτέμβριος 2010).
Για τους γνωρίζοντες χωρίς ισχυρά οργανωμένους αγρότες οι επιλογές δείχνουν μετακίνηση της αγροτικής παραγωγής στην Αφρική –λόγω ανικανότητας των αγροτών και των πολιτικών αλλά και ιδιαίτερης ικανότητας των κερδοσκόπων παγκοσμιοποιητών–, ραγδαία έξοδο από τα αγροτικά επαγγέλματα και την αγροτική ελληνική παραγωγή και εξάλειψη των αγροτικών κοινωνιών.
Τα μεγάλα αστικά κέντρα αδυνατούν να επιβιώσουν χωρίς επαρκή ύπαιθρο, που θα τους παρέχει πόσιμο νερό, καθαρό αέρα και όμορφο τοπίο.
Είθε να μην επιβεβαιωθούν αυτές οι σκέψεις.
Δημήτρης Μιχαηλίδης
Δημοσιογράφος, «Αγρονέα»