H_systhmatikh.jpg

Θυμάμαι από παλιά ότι ο κάτοικος της υπαίθρου όσον αφορά την κοινωνία είναι ο αγρότης. Ακόμα και ο παπάς της ενορίας της αγροτικής κοινωνίας που άμεσα εξαρτάται –αν εξαρτάται– από την τοπική κοινωνία, ακόμα και αν δεν έχει αγροτικές εκμεταλλεύσεις και μοιράζεται το ίδιο σχολείο, την ίδια εκκλησία, το ίδιο πνευματικό κέντρο, το ίδιο δίκτυο ύδρευσης, το ίδιο σύστημα αποχέτευσης, το ίδιο σύστημα αποκομιδής σκουπιδιών, τις ίδιες χαρές και γιορτές, τις ίδιες αγωνίες, είναι ένας αγρότης. Ακόμα και ο ταξιτζής, ακόμα και ο περιπτεράς, ακόμα και ο κουρέας, ακόμα και η δασκάλα ξένων γλωσσών, ακόμα και ο δάσκαλος –εάν εξαρτάται από την τοπική κοινωνία και δεν μισθοδοτείται από μια μακρινή αρχή– είναι ένας αγρότης αν κατοικεί στην τοπική αγροτική κοινωνία.

Όλοι αυτοί οι συγκάτοικοι του ίδιου αγροτικού τόπου είναι αγρότες και συμβάλλουν στην αγροτική ανάπτυξη (rural development). Και πιθανόν μαζί με την κύρια γεωργική ή κτηνοτροφική ή αλιευτική ή δασοκομική δραστηριότητά τους να ασκούν και ένα συμπληρωματικό επάγγελμα, όπως κουρέας, χτίστης, δάσκαλος ξένης γλώσσας, περιστασιακός οδηγός ασθενοφόρου ή οδηγός σχολικού λεωφορείου. Είναι η πολυ-λειτουργική πλευρά του αγρότη.

Από την άλλη πλευρά, όσον αφορά το επάγγελμα, αγρότης είναι ο γεωργός ή ο κτηνοτρόφος ή ο ψαράς ή ο δασοκόμος κατά κύριο επάγγελμα, ο οποίος μπορεί συμπληρωματικά –και μόνο συμπληρωματικά, ίσως με το 20% περίπου των συνολικών εισοδημάτων του– να παράγει ενέργεια –κυρίως για τις δικές του ανάγκες, όχι για εμπορία, μόνο το περίσσευμα από την κύρια δραστηριότητά του–, να μεταποιεί ή/και να εμπορεύεται τα παραγόμενα αγροτικά προϊόντα και βέβαια να προσφέρει τουριστικές υπηρεσίες (φιλοξενία / διαμονή ή εστίαση, εκμάθηση μαγειρικής, ξενάγηση, εργασίες στα χωράφια κ.ά.).

Επισημαίνεται ότι υπάρχουν σημαντικότατες διαφορές όσον αφορά την αγροτική και την αστική κοινωνία. Στον αγροτικό χώρο η οικονομική μονάδα είναι η οικογένεια, ενώ στον αστικό κάθε άτομο είναι ξεχωριστή οικονομική οντότητα. Η εργασία στην αστική κοινωνία είναι συνήθως προγραμματιζόμενη και οκτάωρη για πέντε ημέρες την εβδομάδα –με weekend–, ενώ στην ύπαιθρο απαιτείται διαθεσιμότητα 24 ώρες την ημέρα για 7 ημέρες την εβδομάδα, μη προγραμματιζόμενη, καθόσον οι εργασίες εξαρτώνται απολύτως από τον Θεό (καιρός και άλλες περιβαλλοντικές ή άλλες απρόβλεπτες καταστάσεις).

Είναι ανόητο να επιβάλλεις θεωρημένη κατάσταση εργασίας και ωράριο όταν η εργασία εξαρτάται από τις καιρικές συνθήκες. Είναι ανόητο να μιλάς για παιδική εργασία, αφού στην οικογένεια όλοι μαζί κάνουν κάτι, εργάζονται, όχι με εκχρηματισμένη υπαλληλική σχέση, αλλά συμβάλλουν στην επιβίωση της οικογένειας. Είναι ανόητο να επιβάλλεις διαδικασίες πρόσληψης αστικής απασχόλησης όταν το ψέκασμα (αγροτική εργασία) γίνεται όταν πέσει ο αέρας και όταν οι μέλισσες κοιμούνται και αυτό πιθανόν να συμβεί στις 2:00 τα μεσάνυχτα. Ούτε έχει κάποια λογική να πληρώνεις ετοιμότητα σε εργαζόμενο για να κοιμάται μέχρι να πέσει ο αέρας ίσως έπειτα από δυο τρεις μέρες. Είναι ανόητη η περίεργη αστική λογιστική, που δεν αφήνει περιθώρια υπολογισμού ενοικίασης-χρήσης των δικών σου αγροτικών χωραφιών ούτε περιθώρια αποσβέσεων στον επενδυμένο στην αγροτική εκμετάλλευση εξοπλισμό σου και βέβαια δεν δίνει πουθενά τη δυνατότητα να αφαιρείς από τα έσοδα τους μισθούς σου και τους μισθούς της οικογένειάς σου και μάλιστα με τα ξενύχτια και τις διαθεσιμότητές σου 365 μέρες το έτος, ιδιαίτερα εάν εκτρέφεις ζώα.

Θυμάμαι που προσπαθήσαμε κάποτε να εφαρμόσουμε την υπάρχουσα αστική νοοτροπία στον αγροτουρισμό και μάλιστα σε ξενώνες. Για μερικά δωμάτια έπρεπε να έχουμε διαφορετικό «υπάλληλο» για την υποδοχή (reception), διαφορετικό για την τραπεζαρία, διαφορετικό για τα δωμάτια, διαφορετικό για τον καφέ, διαφορετικό για την καθαριότητα. Τρελά πράγματα προκύπτουν όταν προσπαθείς να εφαρμόσεις την αστική νομοθεσία στον αγροτικό χώρο. Αν συνεκτιμήσεις ότι εκεί στην κορφή όπου είναι το χωριό όπου έχει γίνει ο ξενώνας ο επισκέπτης μπορεί να φτάνει σε ακανόνιστες ώρες, ο πίνακας εργασίας των πέντε αυτών «υπαλλήλων» θα πρέπει να είναι κάτι ακατανόητο και βέβαια ο αγρότης επιχειρηματίας θα χρεοκοπήσει αμέσως μόλις ξεκινήσει τις δραστηριότητές του. Αλλά τότε, στη δεκαετία του 2010, έπεσαν πρόστιμα από τυπολάτρες αστούς δημόσιους υπαλλήλους.

Βέβαια άλλο είναι αγροτουρισμός (agrotourism) και άλλο ο τουρισμός υπαίθρου ή αγροτικός τουρισμός (rural tourism), αλλά στην περίεργη ελληνική πραγματικότητα τελικά χαρακτηρίστηκε αγρότης όποιος έχει 10 δωμάτια, ακόμα κι αν είναι συνταξιούχος του ΟΤΕ ή της ΔΕΗ ή των Σωμάτων Ασφαλείας ή των Ενόπλων Δυνάμεων και με το εφάπαξ αποφάσισε να κάνει το προικώο για την κόρη ή το εξοχικό για τον ίδιο.

Κι ενώ η παραγωγή ενέργειας είναι αντικείμενο του πρωτογενούς τομέα, είναι χωρίς λογική η παραδοχή από την Πολιτεία ότι όποιος παράγει ηλεκτρικό ρεύμα με φωτοβολταϊκό 100 kwh «βαφτίζεται» αυτόματα «αγρότης». Έτσι, βαφτίστηκαν αγρότες άσχετοι με τον χώρο επαγγελματίες και, παρότι φαίνεται ότι είναι διαφορετική επαγγελματική ομάδα, δημιούργησαν συλλογική εκπροσώπηση, η οποία αυτοχαρακτηρίζεται «αγροτική». Η συστηματική νόθευση των επαγγελματιών αγροτών με τέτοιες περίεργες αποφάσεις αστών διοικητικών υπαλλήλων και εκλεγμένων αντιπροσώπων κατάφερε τελικά να διαλύσει τον αγροτικό συνεργατισμό και συνδικαλισμό.

Εκεί ασφαλώς «βοήθησε» αποτελεσματικά και η παλαιότερη (1981-1985) απόφαση από τον τότε υπουργό Γεωργίας ότι μπορούν να εγγράφονται στον αγροτικό συνεταιρισμό όλα τα μέλη μιας οικογένειας, με μοναδική τότε στόχευση να καταλάβει τις διοικήσεις των αγροτικών συνεταιρισμών συγκεκριμένη παράταξη, πολιτικά προσκείμενη στην τότε κυβέρνηση, καθώς και η μετέπειτα πρακτική οι συνταξιούχοι από άλλα επαγγέλματα να μπορούν να γίνουν αγρότες κατά δήλωση και να αναλαμβάνουν τις διοικήσεις των αγροτικών συνεταιρισμών. Επισημαίνεται ότι άλλο αγρότης και άλλο παραγωγός. Ίσως και να συμπίπτει, αλλά, όπως έλεγε μετ’ επιτάσεως ένας φίλος, ακόμα και ο Βγενόπουλος, ο γνωστός τραπεζίτης, μπορεί να είναι παραγωγός αν νοικιάσει μερικά στρέμματα, φυτέψει ντοματιές και παράγει ντομάτες, αλλά δεν γίνεται αγρότης κατοικώντας στο Κολωνάκι μόνο με την παραγωγή ντομάτας.

Ο αγρότης είναι ο μετέχων και ο κατοικών σε μια τοπική αγροτική κοινότητα, όπου ο τόπος έχει τρία κύρια χαρακτηριστικά: α. κοινά γεωγραφικά χαρακτηριστικά, β. κοινά πολιτιστικά χαρακτηριστικά και γ. πίστη στο κοινό μέλλον όλων. Και αυτό το τελευταίο είναι που φαίνεται να λείπει.

Οι 538.037 επαγγελματίες που εισέπραξαν 683.052.227 ευρώ στις 25/10/19 μένουν στην αγροτική ύπαιθρο και αισθάνονται ότι έχουν κοινό μέλλον ή απλώς αποκτούν κάποιο εισόδημα για προσωπικές καταναλωτικές δαπάνες; Τελικά, αυτής της μορφής οι επιδοτήσεις βοηθούν τον αγροτικό κόσμο, στηρίζουν τον αγροτικό τομέα ή επιτείνουν τις διαλυτικές τάσεις της παραγωγικής βάσης;

Δημήτρης Μιχαηλίδης
Δημοσιογράφος, συγγραφέας, «Αγρονέα»

Share this post

Submit to DeliciousSubmit to DiggSubmit to FacebookSubmit to Google PlusSubmit to StumbleuponSubmit to TechnoratiSubmit to TwitterSubmit to LinkedIn