H_Dhmokratia_den_einai_pros_pwlhsh.jpg

Στις 27 Νοεμβρίου 2018 παρουσιάστηκε στην Αθήνα, στον χώρο Έναστρον, από τους συντάκτες της, το Transnational Institute, το FIAN International και την Αγροοικόπολις, η ελληνική προσπάθεια έκδοσης της έκθεσης «Η Δημοκρατία δεν είναι προς πώληση: Ο αγώνας για την κυριαρχία των τροφίμων στην εποχή της λιτότητας στην Ελλάδα». Η αγγλική έκδοση έχει παρουσιαστεί ήδη στις Βρυξέλλες.

Η έκθεση παρουσιάζει τις συνέπειες της λιτότητας στην Ελλάδα τα τελευταία οκτώ χρόνια (τα τέσσερα με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ.) και τον αγώνα για τη διατροφική κυριαρχία στην Ελλάδα. Τα μέτρα λιτότητας οδήγησαν στην αύξηση της αγροτικής φτώχειας και της επισιτιστικής ανασφάλειας στην Ελλάδα και παραβίασαν το ανθρώπινο δικαίωμα στην τροφή. Η εντύπωση του συντάκτη είναι ότι το 3ο μνημόνιο –όπως λέγεται–, το οποίο υπέγραψε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ., το «πλήρωσαν» κυρίως οι αγρότες, ενώ οι αστοί και κυρίως ο δημόσιος τομέας «προστατεύτηκαν» πολύ περισσότερο και ανορθόδοξα – ανήθικα, αλλά προφανώς δεν υπάρχει ηθική όταν υπερισχύουν τα κομματικά κριτήρια και όχι το κοινό καλό της ανύπαρκτης κοινωνίας.

Ο αγώνας για διατροφική κυριαρχία στην Ελλάδα την εποχή της λιτότητας, με συγγραφείς (με αλφαβητική σειρά) τους: Λεωνίδα Βατικιώτη, Πιέτζε Βέρβεστ, Τζένη Γκιουγκή, Σίλβια Κέι, Χαράλαμπο Κωνσταντινίδη, Έμιλι Μαθάισεν, Στέφαν Μπακς, Χριστίνα Σακαλή και Ειρήνη-Εριφύλη Τζέκου, εξετάζει τις επιπτώσεις της λιτότητας στην Ελλάδα στο δικαίωμα στην τροφή. Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το ελληνικό κράτος και τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης παραβίασαν το δικαίωμα του ελληνικού λαού στην τροφή ως αποτέλεσμα των μέτρων λιτότητας που απαιτήθηκαν από τα τρία μνημόνια κατανόησης (2010, 2012 και 2015). Με άλλα λόγια, τα πακέτα λιτότητας που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα αντέβαιναν στο διεθνές δίκαιο των ανθρώπινων δικαιωμάτων – πάρα πολύ σοβαρή κατηγορία, που επισύρει πιθανόν διεκδικήσεις και ποινικές ευθύνες των χωρίς πτυχία και περγαμηνές ή ψευδώς ισχυριζόμενων πολιτικών που έχουν εμπλακεί.

Η έκθεση «Η Δημοκρατία δεν είναι προς πώληση» εξετάζει τις επιπτώσεις της λιτότητας στους παραγωγούς τροφίμων και στις καταναλωτικές/συνεταιριστικές πρωτοβουλίες, όσο και τις κοινωνικές συνέπειες στον ελληνικό πληθυσμό γενικά. Και εδώ δεν είναι άσχετο το γεγονός ότι οι αγρότες οδηγήθηκαν στη «σφαγή» με τυμπανοκρουσίες της μορφής:

  1. Αυξήθηκε η αγροτική απασχόληση ως στατιστικό ποσοστό επί της συνολικής απασχόλησης, που όμως ως σύνολο μειώθηκε δραματικά.
  2. Καταγράφεται επιστροφή στα χωριά και έντονη επιθυμία επιστροφής – με ψευδείς έρευνες.
  3. Εξυγιαίνεται το αγροτικό συνεργατικό κίνημα με αλλεπάλληλα νομοθετήματα, που τελικά έσπασαν την άρρωστη ραχοκοκαλιά του αγροτικού συνεργατισμού και γέννησαν δυο τρία περίεργα σχήματα και σήμερα περιμένουμε πάλι από την εξουσία να ξανανομοθετήσει για τους αγροτικούς συνεταιρισμούς.
  4. Θεσμοθετείται ισχυρή συνδικαλιστική αγροτική εκπροσώπηση, που όμως μέχρι σήμερα έχει απλώς επιτρέψει σε νόθα, υβριδικά ή κομματικά σχήματα χωρίς δημοκρατική εκπροσώπηση (εκλογές) να παρουσιάζονται και να λένε ότι εκπροσωπούν τους αγρότες.

Εστιάζοντας στο ανθρώπινο δικαίωμα στην τροφή, η έκθεση «Η Δημοκρατία δεν είναι προς πώληση» τονίζει τον αντίκτυπο της ελληνικής οικονομικής κρίσης, που άγγιξε κάθε πτυχή στη ζωή των ανθρώπων. Η έμφαση στους παραγωγούς τροφίμων και στις αγροτικές περιοχές εφιστά επίσης την προσοχή σε μια πτυχή της ελληνικής κρίσης που συχνά παραβλέπεται, καθώς αυτοί οι τομείς και αυτές οι περιοχές συχνά δεν έχουν φωνή και αναγνώριση στην εθνική πολιτική και τη λήψη αποφάσεων.

Για πολλοστή φορά επισημαίνεται ότι οι αστοί έχουν στήσει ένα παιχνίδι από το οποίο απουσιάζουν πλήρως οι αγροτικές κοινωνίες και απλώς μερικοί «πουλημένοι» ή «εξαγορασμένοι», κατά δήλωση «δημοσιοβίωτοι αγρότες» «παίζουν» και «εξαπατούν» τον αγροτικό κόσμο για προσωπικά ή κομματικά οφέλη και τελικά, απ’ ό,τι δείχνει με στοιχεία η έκθεση, έβλαψαν σοβαρά την ελληνική κοινωνία και υπονόμευσαν το μέλλον της.

Τα ευρήματα είναι βασισμένα σε ποιοτικές συνεντεύξεις και πρωτογενή έρευνα πεδίου, που συμπληρώνονται από πρόσθετες συνεντεύξεις, συμπεριλαμβανομένων υψηλόβαθμων κρατικών αξιωματούχων, καθώς και μακροοικονομική ανάλυση δεδομένων και βιβλιογραφική επισκόπηση κρίσιμων κειμένων.

Ανάμεσα στα ευρήματα της έρευνας αλιεύουμε:

  • Τα μέτρα λιτότητας αύξησαν τη φτώχεια στην ύπαιθρο και την επισιτιστική ανασφάλεια.
  • Εκτιμάται ότι το 38,9% των πολιτών της υπαίθρου στην Ελλάδα το 2017 βρισκόταν σε κίνδυνο φτώχειας.
  • Η ανεργία στην ύπαιθρο εκτοξεύθηκε από το 7% το 2008 στο 25% το 2013, ενώ το κατά κεφαλήν εισόδημα στην ύπαιθρο μειώθηκε κατά 23,5% κατά τη διάρκεια της κρίσης (2008-2013).
  • Η επισιτιστική ανασφάλεια σε όλη την ελληνική επικράτεια επίσης αυξήθηκε, με τις τιμές των τροφίμων να αυξάνονται με ταχύτερους ρυθμούς από τις τιμές στην Ευρωζώνη την περίοδο της κρίσης παρά την απότομη πτώση στα εγχώρια εισοδήματα και τα εργατικά κόστη. Αυτό οδήγησε σε μια μείωση της συνολικής δαπάνης για τρόφιμα σε απόλυτους όρους, αλλά σε μια αύξησή της ως ποσοστό στη συνολική μηνιαία δαπάνη από 16,4% το 2008 σε 20,7% το 2016.
  • Το ποσοστό των νοικοκυριών που δεν μπορούν να αποκτήσουν ένα γεύμα με κρέας, κοτόπουλο ή ψάρι ή χορτοφαγικό ισοδύναμο κάθε δεύτερη μέρα διπλασιάστηκε την περίοδο της κρίσης από 7% περίπου το 2008 σε περισσότερο από 14% το 2016.
  • Το μερίδιο των νοικοκυριών με παιδιά που αδυνατεί να αποκτήσει ένα πρωτεϊνούχο γεύμα σε καθημερινή βάση διπλασιάστηκε από 4,7% το 2009 σε 8,9% το 2014. Τα στατιστικά της Ε.Ε. εκτιμούν ότι 40,5% των παιδιών το 2016 αντιμετώπισαν υλική και κοινωνική στέρηση.
  • Σε γενικές γραμμές, η κρίση επέφερε μια αξιοσημείωτη αλλαγή στα πρότυπα κατανάλωσης με την υποκατάσταση τροφίμων υψηλότερου κόστους από περισσότερα φθηνά τρόφιμα.
  • Η γεωργία στην Ελλάδα παραμένει ένα σημαντικό μέρος της οικονομίας, αποτελώντας σχεδόν το 4% του ΑΕΠ της χώρας (υπερδιπλάσιο του μέσου όρου της Ε.Ε.) και παρέχοντας 12% της εγχώριας απασχόλησης το 2016. Ωστόσο βρίσκεται σε κατάσταση υποχώρησης από τις αρχές του 1980. Η είσοδος της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα το 1981 και αργότερα στην Ε.Ε. –και την Κοινή Αγροτική Πολιτική– εξέθεσε τους Έλληνες μικροπαραγωγούς σε μεγαλύτερο ανταγωνισμό. Έτσι, το ελληνικό αγροδιατροφικό σύστημα πριν από την κρίση κατέστη ευάλωτο στις ακόλουθες αλλαγές:
  • Μια σταθερή πτώση της εγχώριας γεωργικής παραγωγής και μια αυξανόμενη εξάρτηση από τις εισαγωγές τροφίμων, που οδήγησαν σε αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο τροφίμων. Από το τέλος του 1980 μέχρι τις αρχές της κρίσης το 2008 το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου τροφίμων συχνά υπερέβαινε το 1% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ), ενώ την περίοδο 2005-2011 οι εισαγωγές αντιστοιχούσαν στο 40% περίπου της εγχώριας κατανάλωσης.
  • Αυξανόμενη εξάρτηση από επιδοτήσεις, οι οποίες αυξήθηκαν ως ποσοστό της καθαρής προστιθέμενης αξίας στη γεωργία από το 23% το 1993 στο 81% το 2008.
  • Ένας αναπτυσσόμενος κλάδος σουπερμάρκετ, ο οποίος ενέτεινε τις μονοπωλιακές συνθήκες που αντιμετωπίζουν οι παραγωγοί και οι καταναλωτές αντίστοιχα.

Αυτές οι τάσεις υπονόμευσαν τη διατροφική κυριαρχία στην Ελλάδα, μετατρέποντας τη χώρα από καθαρό εξαγωγέα σε καθαρό εισαγωγέα τροφίμων. Επιπροσθέτως τα τρία μνημόνια, αντί να αντιμετωπίσουν τις αδυναμίες που υπήρχαν, επιτάχυναν τις παραπάνω τάσεις. Η εξέταση των διαρθρωτικών απαιτήσεων των τριών μνημονίων καταδεικνύει ένα σκόπιμο ιδεολογικό σχέδιο μετασχηματισμού του κράτους και αναδιάρθρωσης της ελληνικής οικονομίας προς όφελος συγκεκριμένων τομέων του κεφαλαίου, όπως μεγάλες (πολυ)εθνικές αλυσίδες σουπερμάρκετ. Η κρίση πρόσφερε τα μέσα για την επίτευξη αυτού. Αλλά θα επανέλθουμε με ανάλυση σημείων της πολύ σημαντικής έκθεσης «Η Δημοκρατία δεν είναι προς πώληση». Σύντομη περίληψη βρίσκεται στο https://www.tni.org/files/publication-downloads/tni_democracy-not-for-sale_greece_executivesummary.pdf.

Σε άλλη έρευνα, του Ινστιτούτου Εργασίας (ΙΝ.Ε. ΓΣΕΕ 25/10/2018), οι χαμηλότερες αποδοχές εμφανίζονται στον κλάδο της γεωργίας (607 ευρώ), μετά οι δραστηριότητες που σχετίζονται με τον τουρισμό (668 ευρώ) και οι διοικητικές και υποστηρικτικές δραστηριότητες (674 ευρώ). Οι υψηλότερες μηνιαίες αποδοχές είναι στην ηλεκτρική ενέργεια (1.237 ευρώ), μετά στις τράπεζες/ασφάλειες (1.151 ευρώ), στα ορυχεία (1.140 ευρώ) και στη δημόσια διοίκηση και άμυνα (1.101 ευρώ). Γενικά το 50% έχει μισθό μικρότερο από 830 ευρώ και μόνο το 10% παίρνει πάνω από 1.300 ευρώ.

Βλέπουμε με αγανάκτηση ότι οι παραγωγοί πραγματικού πλούτου στην πατρίδα μας δεν συγκρατούν καθόλου πλούτο και οι πλούσιοι βρίσκονται στη μεταποίηση και στις υπηρεσίες – οι οποίες εισπράττουν τη μερίδα του λέοντος, ίσως διότι αποτελούν την προνομιακή εκλογική πελατεία του κυβερνώντος κόμματος.

Δημήτρης Μιχαηλίδης,
Δημοσίως γράφων-«ΑγροΝέα»

Share this post

Submit to DeliciousSubmit to DiggSubmit to FacebookSubmit to Google PlusSubmit to StumbleuponSubmit to TechnoratiSubmit to TwitterSubmit to LinkedIn