Ας φαντασιωθούμε παρέα μια Ελλάδα που παράγει αγαθά αρκετά για να υποστηρίξουν τη διαβίωση και την ασφάλεια των κατοίκων της. Παραγωγή τροφής, ένδυσης, υπόδησης, στέγης, συστήματα διανομής αγαθών, εργαλεία και εργαλειομηχανές, μηχανές παραγωγής και διάθεσης. Ας το πάμε κι ένα βήμα παρακάτω, εκεί που τα αγαθά επαρκούν και για τη φιλοξενία και τον εφοδιασμό των εκατομμυρίων τουριστών που επισκέπτονται τη χώρα μας κάθε χρόνο. Ντοματούλες, ελίτσες, φέτα, τσολιαδάκια, ψωμάκι και κρεμμύδι, άντε και κανένα κοψίδι. Άλλο ένα βηματάκι και ρίχνουμε και καμιά εξαγωγή πέρα από την τοπική τουριστική κατανάλωση.
Oι μύθοι κάθε Χαλιμάς τη ζωή μας γεμίζουν ακόμη
Ας κάνουμε τώρα ότι το τερματίζουμε στη φαντασία μας και παράγουμε αυτοκίνητα, πλοία, αεροπλάνα, όπλα και τεχνολογία αιχμής σε πληροφορική, επικοινωνίες και ρομποτική. Όλα καλά, αφού σε λίγο θα διυλίζουμε εγχώριο αργό πετρέλαιο για να τα κουνάμε. Ή θα παράγουμε άλλη ενέργεια. Τώρα όμως ας σοβαρευτούμε κάπως και ας κάνουμε ένα βήμα πίσω. Αντί να παράγουμε εμείς τεχνολογία και όπλα, ας φανταστούμε ότι διαθέτουμε κάτι ή έστω όλο το περίσσευμά μας, αυτό που αποκτήσαμε με τον τουρισμό και τις εξαγωγές, για να αγοράζουμε τεχνολογία από έξω. Άντε και λίγα καύσιμα, αν δεν θέλουμε να λερώσουμε τις θάλασσές μας με κανένα πετρελαϊκό ατύχημα. Κι αν δεν σκεπάσουμε τα χωράφια μας με φωτοβολταϊκά.
Άιντε βίρα, άιντε βίρα, βάρκα μας Αγια-Σωτήρα
Ανακεφαλαιώνουμε λοιπόν. Παράγουμε επαρκή αγαθά διαβίωσης για εμάς, τους φιλοξενούμενους και για λίγες εξαγωγές, έτσι να μη μένει αδιάθετο το περίσσευμά μας. Εισάγουμε τεχνολογία, μέσα μεταφοράς, όπλα και προηγμένα μέσα παραγωγής, ίσως και λίγα καύσιμα, όσο μας φτάνει το πορτοφόλι των εξαγωγών και του τουρισμού. Όλα όμορφα, όλα νοικοκυρεμένα. Πολύ όμορφα για να είναι αληθινά. Τόσο όμορφα, που καμιά κρίση, πραγματική ή τεχνητή, δεν θα μπορούσε να μας πειράξει. Κι αν μας πείραζε, δεν θα προκαλούσε τόση δυστυχία, ανασφάλεια και μιζέρια ούτε τόσα σάλτα από ταράτσες. Και θα υπήρχαν πράγματα να κάνουμε άμεσα, χωρίς να παλεύουμε να βγούμε απ’ τη νάρκη μας.
Τα ρεζιλίκια τους ήρθαν, μου τα ’παν και τσολιαδάκια μέιντ ιν Τζαπάν
Σε όλα τα παραπάνω η λέξη-κλειδί είναι το «παράγουμε». Παράγουμε σημαίνει ότι δεν εμπορευόμαστε εισαγόμενα πουλώντας ο ένας στον άλλον και όλοι μαζί στους τουρίστες. Δηλώνει ότι το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) μας, δηλαδή ο εθνικός μας τζίρος, δεν είναι μια εμπορική φούσκα που στο τέλος οδηγείται κατά το ένα τρίτο της κάπου στο εξωτερικό για να πληρώσουμε όλα τα εισαγόμενα που καταναλώθηκαν ή χρησιμοποιήθηκαν εντός της επικράτειας. Υπονοεί ότι κλείνουμε το σιφόνι απορροής της οικονομίας μας και δεν ψάχνουμε κάθε χρόνο για δανεικά για να τσοντάρουμε σε αυτά που άφησαν οι τελευταίοι τουρίστες για να καλύψουμε το εμπορικό μας ισοζύγιο.
Φτιάχνω σημαίες με κλωστές και χρώματα χιλιάδες
Το «παράγουμε» εκφράζει και ότι δεν είμαστε ηλίθιοι. Ότι έστω και αργά καταλάβαμε την παγίδα της παγκοσμιοποίησης και της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς. Κατανοήσαμε ότι τα κανάλια όλα είναι ανοιχτά για να αγοράζουμε χρειαζούμενα και αχρείαστα, αλλά κλειστά όταν οι ανάγκες μας απαιτούν χρηματοδότηση. Και ότι παγκοσμιοποίηση σημαίνει πως το κεφάλαιο και οι επιχειρηματίες αποφάσισαν ότι δεν έχουν πατρίδα και τρέχουν να συναντήσουν το κέρδος, αφήνοντας πίσω τους φουκαράδες να ψάχνονται για γάλα και ψωμί. Και αυτοί δεν έχουν κάνει τίποτα για να μπορούν να θρέψουν τα παιδιά τους. Αν το καταλαβαίνουμε, καταφέραμε να μετασχηματίσουμε την απειλή σε ευκαιρία. Το καταλάβαμε όμως;
Η γενιά μας έχει τόση ομορφιά, η χαρά μας δε μετριέται με λεφτά
Τη δεκαετία του ’80 η ελληνική μεσαία τάξη ξέφυγε σε μέγεθος και με βασικό ιδανικό της την «ακοπίαστη προκοπή για μας και τα παιδιά μας» συμμετείχε πρόθυμα στην αποδόμηση της ελληνικής παραγωγής και κατ’ επέκταση στην εξασθένιση της εγχώριας οικονομίας. Ο Ανδρέας Παπανδρέου κρατούσε το δημιούργημά του σε ισορροπία με υποτιμήσεις, διολισθήσεις και επιχορηγήσεις, αλλά οι διάδοχοι και αντικαταστάτες του έχασαν σταδιακά τον έλεγχο, με οριστικό αφοπλισμό τους με την είσοδό μας στο ευρώ. Την κατρακύλα συνέχισαν αδιάφοροι πολιτικοί και ανόητοι οικονομολόγοι, που δεν μπορούσαν να δουν ποιοτικά χαρακτηριστικά πίσω από αριθμούς και συνέχισαν να παίζουν τις ζωές μας στην ανεπαρκή τεχνογνωσία τους.
Πώς ν’ αρνηθώ της ζωής το φως το ξανθό, αχ ουρανέ, πόνε μακρινέ
Έτσι, φτάσαμε στο σημείο, για να ανεβάσουμε το ΑΕΠ και να ικανοποιήσουμε τις συνθήκες των οικονομικών θεωριών που διδασκόμασταν και διδάσκαμε, να στεγνώσουμε την ελληνική αγορά από ζωτικής σημασίας τελευταίο χρήμα εισάγοντας, για παράδειγμα, πολυτελή αυτοκίνητα μεγάλου κυβισμού. Κάναμε και τα χατίρια των κολλητών, ανεβάζαμε τον εθνικό μας τζίρο, εναρμονιζόμασταν με τις θεωρίες, χαϊδεύαμε τη μεσαία τάξη με καταναλωτικά κίνητρα και σπρώχναμε μεγάλο μέρος της μικρής εθνικής αποταμίευσης μαζί με τα δανεικά στο εξωτερικό. Γενικά όλη αυτή η περίοδος χαρακτηρίστηκε από εσωτερικό και εξωτερικό δανεισμό για κατανάλωση εισαγόμενων και από δημόσιο χρέος που αυξανόταν για να υποστηρίξει αυτή την ανεξέλεγκτη κατανάλωση.
Πάντα πιωμένος κι άνεργος, ήταν ωραίος ο Μπάμπης ο Φλου
Δανεικά για ευζωία λοιπόν και όχι για έργα υποδομής, παραγωγικές επενδύσεις, έρευνα και τεχνολογία. Αλλαγή κουλτούρας, πεταμένο φαγητό, συχνές αλλαγές αυτοκινήτου, αύξηση του κόστους δόμησης, διακοποδάνεια, χρηματιστήριο, ωραιοποίηση της φούσκας, αβανταδόροι επιχειρηματίες, σπάταλη υγεία, αναποτελεσματική εκπαίδευση, ευδαιμονική παιδεία, νεοαστικό όνειρο της τεμπελιάς και της παρασιτικής ζωής. Σχολές διευθυντών, αλλά όχι εργατών. Διαφημίσεις δανείων για κουστουμάκια, ποτά και γκομενοδουλειές, αλλά όχι για παραγωγή. Εργάτες κυρίως οι μετανάστες και κάποιοι ντόπιοι να ανταγωνίζονται στην ξάπλα και την τεμπελιά με χορηγό τον μεγαλοσυνταξιούχο παππού, τη μητέρα ή τον μπάρμπα. Σουλάτσο και λεζάντα.
Αχ, πόσο μοιάζουμε εμείς οι δυο, άνοιξη να ’ρθει κι εγώ ζητώ
Ευτυχώς για μας η σφαλιάρα ήρθε, έστω και αργά. Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, που ξεκίνησε από τις ΗΠΑ το 2007, έφτασε σύντομα και σε μας. Οι ανήσυχες αγορές σύντομα έγιναν τρομαγμένες και άρχισαν να είναι δύσπιστες στην παροχή δανείων σε μη παραγωγικούς μηχανισμούς, όπως αυτός της ελληνικής οικονομίας. Έτσι, εκεί που πορευόμασταν ανέμελοι μέσα στο όνειρο της καλοπέρασης και τα πίναμε κάθε Σαββατοκύριακο από την Τετάρτη το βραδάκι, κάποιος μας έβγαλε την πρίζα της χρηματοδότησης και μείναμε παγωτό. Και αφού τα πίναμε με δανεικά, σταματήσαμε την κατανάλωση. Και ευτυχώς που φρενάραμε, έστω και τότε, γιατί οι πολιτικοί μας δεν έχουν μπέσα και δεν θα το τερμάτιζαν μόνοι τους.
Κύμα πικρό στην πλώρη μου και τα πανιά σκισμένα
Εκείνη τη στιγμή καταλάβαμε ή θα έπρεπε να έχουμε καταλάβει ότι πριονίζαμε το δοκάρι που μας στήριζε. Ρημαγμένη παραγωγή, διαβρωμένη ηθική, ανέξοδη μαγκιά, παρασιτικός βίος, χαμένη κουλτούρα, πληγωμένος εγωισμός. Αρχίσαμε να παρακαλούμε για κουρέματα, ελαφρύνσεις, άλλα δανεικά, διευκολύνσεις. Συνεχίσαμε να ψάχνουμε ποιος άλλος φταίει για να αθωώσουμε τη βλακεία μας. Τα βάλαμε με τους δανειστές μας όχι για όσα έκαναν παλιότερα, αλλά για αυτά που δεν κάνουν τώρα. Μπήκαμε στον πειρασμό του «δεν πληρώνω». Γίναμε συνδικαλιστές της ανεπάρκειάς μας και νταβατζήδες της μιζέριας μας. Και αντί να μάθουμε από τα λάθη μας, στυλώσαμε τα πόδια σαν ανικανοποίητα μουλάρια.
Δεν ψάχνεις πατέρα, δεν είσαι πια χαμένο παιδί
Αναζητήσαμε με αγωνία το παλικάρι που θα μας βγάλει από τα μνημόνια αναίμακτα, θα φέρει επενδύσεις, θα διαγράψει το χρέος μας και στον ελεύθερο χρόνο του θα μας φέρει για bonus τις γερμανικές πολεμικές επανορθώσεις. Αφού τραγανίσαμε το μέλλον των παιδιών μας, να πιούμε για χωνευτικό και λίγο από το αίμα των προγόνων μας. Η εθνική μας υπερηφάνεια περιορίστηκε στις γιορτές του Μαρτίου και του Οκτωβρίου. Λίγο και στα θερμά επεισόδια με τους γείτονες. Και οι εκπαιδευτικοί μας συνεχίζουν να ποτίζουν τις ψυχές των παιδιών μας με τη Μεγάλη Ιδέα, πιστεύοντας μάλλον ότι, αφού προκόψαμε με τις δυο σπιθαμές που διαχειριστήκαμε, τώρα δικαιούμαστε μεγαλύτερο μαγαζί να μανατζάρουμε. Με τόσο πρόθυμα πρόβατα πάντα βρίσκεται βοσκός ή λύκος.
Βαφτίστηκα στο άχτι σας, στην πίκρα, στο γινάτι σας
Εμείς τα βρήκαμε και τα δύο σε ένα. Όχι μία, αλλά πολλές φορές. Μόλις μας ξίνιζε ο ένας, τον πετούσαμε και φέρναμε τον άλλον, μέχρι να βρούμε τον Διγενή. Και φυσικά, κερδίζει όποιος πει τις μεγαλύτερες μπαρούφες. Ήταν η κακομαθημένη πασοκοκοινωνία που αξιολογούσε τα παλικάρια και μετακινούνταν αμείλικτα σε κάθε εκλογική αναμέτρηση. Και το σύνθημα ήταν η «επιστροφή στην ακοπίαστη ευζωία». Το ερώτημα, ακόμα και τώρα, είναι «πώς θα πάρω πίσω την παλιά μου σύνταξη» και όχι «τι πρέπει να γίνει για να βγαίνει η σύνταξή μου». Αν η κομμουνιστική ρητορική αναλώνεται στην αναδιανομή του πλούτου χωρίς πολλές αναφορές στην παραγωγή του, είναι ακριβώς γιατί οι άνθρωποί της είναι αρκετά εύστροφοι για να αναγνωρίζουν τα εθνικά κουσούρια μας.
Κι ένας σωρός αιτίες, ένας σωρός με λάθη
Και η ανάλυση της κρίσης δεν χρειάζεται ιδιαίτερες γνώσεις συστημικής και οικονομικών. Αν ήταν καλά εκεί που βρισκόμασταν πριν από το 2008 και επιστρέψουμε εκεί, τότε πιθανότατα θα ξαναβρεθούμε σύντομα στο ίδιο χάλι. Ένα νοικοκυριό που ζει με δανεικά, ακόμα και ένα εθνικό νοικοκυριό, κάποτε θα χρειαστεί να αρχίσει να τα επιστρέφει, έστω και με δόσεις. Και όπως έλεγε ο ράφτης Κοντογιώργης: «Άμα δεν δίνεις τίποτα, τι σόι δόσεις είναι αυτές». Αλλά εμείς για να δίνουμε παίρναμε νέα δανεικά, κεφαλαιοποιώντας τους τόκους, και εξακολουθούσαμε να έχουμε και νέα ανοίγματα στον προϋπολογισμό μας. Και το πράγμα άρχισε να ξεφεύγει και να προκαλεί την άρνηση των αγορών. Και όταν ήρθε η ώρα της κρίσης, οι νέοι δανειστές μας είδαν μόνο ό,τι τους βολεύει. Περιορισμό δαπανών και δημόσιας σπατάλης.
Να σφίγγω τα λουριά με τόση μαστοριά
Αλλά όσο και να περιορίσεις τις σπατάλες και τις δαπάνες, αν δεν παράγεις τίποτα και τα αγοράζεις όλα, γιατρειά δεν υπάρχει. Ούτε η απελευθέρωση επαγγελμάτων και οι εργαλειοθήκες και οι θεσμικές αλλαγές παράγουν από μόνα τους. Ούτε οι επενδύσεις, έστω και οι ασθενικές, έρχονται για πάντα. Οι επενδυτές θέλουν σύντομα να τους επιστραφεί η επένδυσή τους και να βγάλουν και κέρδη, τα οποία συνήθως πηγαίνουν σε άλλους προορισμούς. Ούτε οι μεταξύ μας υπηρεσίες λύνουν τα προβλήματα. Όσους καφέδες ντελίβερι και να αγοράσουμε, προκοπή δεν κάνουμε. Ούτε ο κατεξοχήν μη παραγωγικός χρηματοπιστωτικός τομέας μπορεί μόνος του να κάνει τη διαφορά. Όλα αυτά αποκτούν νόημα όταν υπηρετούν την πρωτογενή και τη δευτερογενή παραγωγή. Και η παραγωγή χρειάζεται δουλειά.
Έλα πάρε μου τη λύπη, έλα δώσ’ μου τη χαρά
Δουλειά. Μια λέξη που ακούστηκε ελάχιστα ως καθόλου στα 10 χρόνια της κρίσης. Όσο πιο πολλά παράγουμε, τόσο εντείνουμε την καπιταλιστική κρίση των μεγάλων παραγωγών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του πλανήτη. Δεν είναι κορόιδα λοιπόν οι εταίροι μας να λύσουν το δικό μας πρόβλημα δυσχεραίνοντας το δικό τους. Λογικό είναι με τόσα αζήτητα αγαθά στις αγορές τους να κάνουν την πάπια. Απλώς δεν θέλουν να ψωνίζουμε για πάντα με το πορτοφόλι τους. Δύσκολη εξίσωση, που διευκολύνεται αρκετά από τη διαιώνιση των συνθηκών προτεκτοράτου στη χώρα μας. Ως υποτελείς κάνουμε ό,τι μας πουν, αλλά χωρίς να μας ταΐζουν κιόλας. Απλές πολιτικοοικονομικές επιλογές της διεθνούς αστικής δημοκρατίας. Μόνο που σε λίγο τα αδιέξοδά τους θα γίνουν και δικά μας.
Έχω χρέος, ευθύνη, να γράψω, να εξηγήσω
Δουλειά. Μια λέξη που δυσκολεύεται κάθε πολιτικός της χώρας μας να ξεστομίσει. Με εξαίρεση ίσως μόνο τον Δημήτρη Κρεμαστινό, που προς τιμήν του μάλλον δεν είναι καθαρόαιμος πολιτικός. Αν αδικώ και κάποιον, ζητώ συγγνώμη και μπορώ να επανορθώσω. Όλοι οι υπόλοιποι προτιμούν να μιλούν για όλα τα υπόλοιπα, σε μια σιωπηλή παραδοχή ότι γίναμε έθνος τεμπέληδων και παρασίτων. Δεν θέλουν να αναλάβουν το πολιτικό κόστος της δύσκολης αλήθειας. Να διεκδικήσουμε, να συμψηφίσουμε, να ζητιανέψουμε, να διαπραγματευτούμε, να κουρευτούμε, να προσελκύσουμε, αλλά χωρίς να έχουμε ρεαλιστικό σχέδιο εργασίας για όλα αυτά. Μόνο με την ελπίδα όταν κατακάτσει ο κουρνιαχτός να έχουμε αποκατασταθεί πάλι σε θέσεις κουμπάρων, κομιστών, κρατικοδίαιτων και αυλικών.
Ξέρω πως θέλεις να αλλάξεις τα πάντα στον κόσμο
Δουλειά. Μια έννοια που δεν σηκώνει άλλη αναβολή. Κοίταξε την οικονομία μας, την κρίση, το παρελθόν, το μέλλον, την τσέπη του διπλανού, τα άδεια ταμεία όσο θέλεις. Στην αρχή μπορείς να μάθεις. Μετά απλώς χάνεις χρόνο. Οι κουμπαράδες δεν γεμίζουν μαγικά και τα χρήματα δεν γεννιούνται στα ΑΤΜ. Από όλο το νεοαστικό ελληνικό όνειρο λείπει μόνο αυτό το μαγικό συστατικό που μπορεί να κάνει τη διαφορά. Να κερδίσεις τα αγαθά που ποθείς για σένα και τους γύρω σου. Να εξασφαλίσεις αποκατάσταση και μέλλον. Δουλειά, που θα μας ξαναδώσει αυτοπεποίθηση και εθνική περηφάνια. Θα μας κάνει συνοδοιπόρους στη δημιουργία από ανταγωνιστές στην ξεκούραση. Δουλειά. Κι αν δεν τη βρεις, τη φτιάχνεις, όπως ο Ελύτης την άνοιξη.
Δημήτρης Φυντάνης