Υπάρχει ένα σιφόνι στο πάτωμα της ελληνικής οικονομίας απ’ όπου απορρέουν χρήματα κρίσιμα για τη λειτουργία της εγχώριας αγοράς και τη διαβίωση των Ελλήνων. Είναι το αντίτιμο για όλα τα εισαγόμενα που απερίσκεπτα καταναλώνουμε, κάπως πιο συγκρατημένα σήμερα, αλλά με ανεπίτρεπτα μεγάλη επιπολαιότητα. Μεγάλο μέρος τους αφορά στην εξασφάλιση αγαθών που καλύπτουν βασικές ανάγκες μας. Περιλαμβάνεται και η εισαγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου που μοιάζει υποχρεωτική. Περιλαμβάνονται και αυτοκίνητα, υπολογιστές, κινητά τηλέφωνα και τεχνολογίες αιχμής που δύσκολα μπορούμε να κατασκευάσουμε. Δυστυχώς όμως περιλαμβάνονται και τρόφιμα, απορρυπαντικά, ενδύματα, υποδήματα και άλλα που μπορούν να παράγονται ή ήδη παράγονται ή κάποτε παράγονταν κι εδώ, στην πολύπαθη Ελλάδα.
Αν τολμάς κουνήσου,
αλλά δεν θα έχεις να φας
Στην αρχή του πρόσφατου ελληνικού δράματος, η διαπραγματευτική ικανότητα της χώρας ήταν καταποντισμένη κυρίως γιατί, αν δεν δείχναμε υπακοή, θα ήταν αδύνατο να πραγματοποιήσουμε εισαγωγές, με τους προμηθευτές μας να μας κόβουν κάθε πίστωση, αφού ήδη μας θεωρούσαν μια τεράστια επισφάλεια. Αν μπορούσαμε να θρέψουμε αποτελεσματικά τον πληθυσμό μας με αγαθά εγχώριας παραγωγής, ή έστω το αντίστοιχό τους, όλα θα ήταν διαφορετικά. Πάλι θα πληρώναμε τις όποιες εισαγωγές μετρητοίς, όχι με δανεικά, αλλά με τα έσοδα των αντίστοιχων εξαγωγών. Όμως η κρίση βρήκε τη χώρα μας τελείως απροετοίμαστη για τον οικονομικό πόλεμο, με απροστάτευτη αγορά και πολύ χαμηλή παραγωγική δραστηριότητα.
Με την αποκλιμάκωση των προβλημάτων και την πίεση των διεθνών προμηθευτών μας, το εμπορικό μας ισοζύγιο, η διαφορά δηλαδή ανάμεσα σε όσα εισάγουμε και όσα εξάγουμε, άρχισε και πάλι να ανοίγει, παρά την αύξηση των εξαγωγών ελληνικών προϊόντων. Σύμφωνα με την Ελληνική Στατιστική Αρχή, το 2017 είχαμε άνοιγμα της ψαλίδας κατά 14,4% σε σχέση με το 2016, με τις εισαγωγές μας να αυξάνονται κατά 13,7%, σε 50.258,4 εκατομμύρια ευρώ, ενώ η –κατά γενική ομολογία– σημαντική αύξηση των εξαγωγών ήταν 13,2%, σε 28.832,0 εκατομμύρια ευρώ. Χωρίς να συνυπολογίσουμε πετρελαιοειδή και πλοία, η ψαλίδα παραμένει στο +7,2% και μας θυμίζει ότι ίσως αρχίσαμε πάλι να νοσταλγούμε τα παλιά μας μεγαλεία. Όπως και να ’χει, μιλάμε για διαφορά μεγαλύτερη από 20 δισεκατομμύρια. Στα στατιστικά δεν περιλαμβάνεται φυσικά το λαθρεμπόριο, που είναι κυρίως εισαγωγικό.
Αγοράζοντας εισαγόμενα
την πληρώνουμε όλοι
Κάθε φορά που αγοράζεις ένα εισαγόμενο προϊόν, ένα μεγάλο μέρος των χρημάτων που πληρώνεις ταξιδεύει κάπου μακριά για να πληρώσει πρώτες ύλες, εργασία, αποσβέσεις, διοικητικές δαπάνες, εφοδιαστική αλυσίδα και επιχειρηματικό κέρδος κάποιας άλλης οικονομίας. Υποστηρίζεις μια παραγωγική θέση εργασίας στο εξωτερικό. Και μπορεί να το έχουν κι εκεί μεγάλη ανάγκη, μπορεί να είναι κι αυτοί φουκαράδες, αλλά στο χάλι που βρισκόμαστε είναι μάλλον μεγάλη πολυτέλεια να συνεχίζουμε αυτή την τακτική. Ίσως να σου θυμίζω λίγο και την τηλεοπτική διαφήμιση «Ο επιμένων ελληνικά» του Συνδέσμου Προώθησης Ελληνικών Προϊόντων που έπαιξε δυνατά στη δεκαετία του ’80, με την επισήμανση: «Αγοράζοντας εισαγόμενα την πληρώνουμε όλοι, γιατί έτσι ενισχύουμε την ανεργία και τον πληθωρισμό».
Ολλανδικές μπριζόλες, αργεντίνικα λεμόνια
κινέζικα τσολιαδάκια και ελληνική αύρα
Η ανοησία μας συνεχίζεται με τη σίτιση και τον εφοδιασμό των τουριστών με εισαγόμενα προϊόντα, από ντομάτες και μπριζόλες μέχρι μαγνητάκια και τσολιαδάκια, ακόμη και πριν χάσουμε τον έλεγχο των τουριστικών επιχειρήσεων, πολύ πριν τον βραχνά του all inclusive. Προσπαθώντας να μεγιστοποιήσουμε το κέρδος από τη μεταπώληση ή τη φιλοξενία, αγοράζουμε πάντα ό,τι μας αφήνει μεγαλύτερο περιθώριο κέρδους, δηλαδή τα φτηνότερα, δηλαδή τα εισαγόμενα από περιοχές που μπορούν να εξασφαλίσουν χαμηλό κόστος παραγωγής. Κι ενώ θα μπορούσαμε να απασχολούμαστε όλοι μας στη διάρκεια του έτους με την παραγωγή των αγαθών για την τροφοδοσία του εισερχόμενου τουρισμού, εμείς προτιμάμε να ξυνόμαστε και να εισάγουμε.
Αυτό όμως μας περιορίζει στην εμπορική δραστηριότητα, όπου καταντήσαμε να πουλάμε εισαγόμενα ο ένας στον άλλον και όλοι μαζί στους εισερχόμενους τουρίστες, προωθώντας και πάλι ένα μεγάλο μέρος από τα έσοδα του τουρισμού στο σιφόνι των εισαγωγών. Αν προσθέσεις και τα επιχειρηματικά κέρδη από τις μεγάλες τουριστικές εκμεταλλεύσεις ξένης ιδιοκτησίας που ταξιδεύουν επίσης στο εξωτερικό, μαζί με τα λιγοστά πια κέρδη των πρώην ελληνικών παραγωγικών επιχειρήσεων, τότε η εικόνα μάλλον χειροτερεύει. Οπότε τα δανεικά είναι μονόδρομος κι εμείς πρόθυμα θύματα που δανειζόμαστε για να καταναλώσουμε.
Δωρεάν γεύμα δεν υπάρχει,
ή φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας
Για την ανόρθωση της ελληνικής οικονομίας προσπαθούμε να προσελκύσουμε ξένες επενδύσεις, οι οποίες θα εξασφαλίσουν κεφάλαια που σύντομα θα είναι άλλος ένας βρόχος στον λαιμό μας. Γιατί, όπως είναι φυσικό, οι επενδυτές θα θελήσουν σε σύντομο διάστημα να πετύχουν επιστροφή της επένδυσής τους, έστω σε βάθος δεκαετίας, και στη συνέχεια προφανώς θα επιθυμούν αντίστοιχο ρυθμό κερδών, αντλώντας κι άλλα ζωτικά κεφάλαια από την ελληνική αγορά και από ενδεχόμενες εξαγωγές. Κι αν προτιμήσουν να πουλήσουν την επιχείρηση, και πάλι οι μετοχικές υπεραξίες θα κάνουν φτερά προς άγνωστη κατεύθυνση. Και το σιφόνι απορροής μεγαλώνει, μεγαλώνει, μεγαλώνει. Μαζί με την ανάγκη μας για περισσότερα δανεικά.
Αν θέλουμε να συγκρατήσουμε στη χώρα αυτά τα κεφάλαια, θα πρέπει να αρχίσουμε και να συνεχίσουμε να είμαστε δελεαστικός προορισμός επενδύσεων, δηλαδή να έχουμε χαμηλή φορολόγηση επιχειρηματικών κερδών, χαμηλά μεροκάματα, νομοθετικά παραθυράκια, διαφθορά, αναποτελεσματικούς ελεγκτικούς μηχανισμούς, «προσβάσιμους» πολιτικούς και γενικά όλα τα χαρακτηριστικά του οικονομικού προτεκτοράτου. Θα πρέπει επίσης να είμαστε έτοιμοι να θυσιάσουμε τα ελληνικά επιχειρηματικά και παραγωγικά μικροσυμφέροντα στον βωμό της παγκοσμιοποίησης και του ξεπουλήματος των φιλέτων μας. Και φυσικά θα είμαστε θύματα της μεγάλης κούρσας ανάπτυξης που θα μας στοιχειώνει σε κάθε μας βήμα, χωρίς καλά καλά να ξέρουμε γιατί.
Μιας ανάπτυξης που αποκλείεται να συμβεί χωρίς την απομυζητική δυναστεία του χρηματοοικονομικού συστήματος, που για να την επιτρέψει πρέπει πρώτα να βεβαιωθεί ότι την ελέγχει και θα τροφοδοτήσει με αίμα τους στείρους διαχειριστικούς μηχανισμούς της. Με τις τράπεζες να αναδιαρθρώνουν πρώτα τα τεράστια δάνεια των μεγάλων επιχειρήσεων που ανήκουν σε ξένους επενδυτές, προκειμένου να αναδιατάξουν τις γέφυρές τους με την παγκόσμια πραγματική οικονομία σε βάθος χρόνου και με την πρόφαση της διάσωσης χιλιάδων θέσεων εργασίας. Με έναν πόνο που τους πιάνει επιλεκτικά, όπου τα στοιχεία των ομίλων είναι καθησυχαστικά και οι κλίμακες δελεαστικές.
Η ελπίδα δεν πέθανε,
αλλά πεθαίνει όπου να ’ναι
Μα δεν υπάρχει ελπίδα; Δεν μπορούμε να απαλλαγούμε από όλη αυτή την τεράστια βδέλλα που μας ρουφά τη ζωή μια και καλή; Μάλλον όχι. Στο σημείο που βρισκόμαστε κάτι τέτοιο είναι μάλλον αδύνατο. Μπορούμε όμως να το χαλαρώσουμε. Μπορούμε να το αποκλιμακώσουμε. Μπορούμε να ξεκινήσουμε σήμερα μια απλή προσπάθεια, μια εθνική ή πολλές μικρές «συνωμοσίες», για να κάνουμε εφικτό κάτι τέτοιο ίσως για τα εγγόνια μας. Είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι το μεγαλύτερο εμπόδιο είναι οι πολιτικοί και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Όχι εξαιτίας διαπλοκής και θεωριών εθνικής χειραγώγησης, αλλά λόγω της δομής του κοινωνικοοικονομικού μας συστήματος και της παγκοσμιοποιημένης καπιταλιστικής αγοράς. Οπότε η ενιαία εθνική προσπάθεια είναι μάλλον αδύνατη.
Ο βαρκάρης της ενημέρωσης
χρειάζεται εισόδημα
Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης εξαρτούν την επιβίωσή τους από τα διαφημιστικά έσοδα. Μπορείτε να καταλάβετε ότι είναι αυτοκαταστροφικό να στραφούν εναντίον των πελατών τους, που σ’ αυτή την αγορά είναι κυρίως εισαγωγείς και πολυεθνικές. Από την άλλη, οι περισσότεροι Έλληνες παραγωγοί είναι μικροί και χρειάζονται πολλή προσπάθεια και ευνοϊκές συγκυρίες για να μπορέσουν να πληρώσουν αποτελεσματική διαφήμιση. Ακόμη και οι μεγαλύτερες ελληνικές επιχειρήσεις δεν διαθέτουν ανεξάντλητες δυνατότητες προώθησης των προϊόντων τους. Στην ελεύθερη αγορά αυτοί είναι οι όροι του παιχνιδιού και δεν μπορεί να ζητάμε από τους καναλάρχες να μας λύσουν τα προβλήματα καταστρέφοντας τις επιχειρήσεις τους.
Υπηρέτης πολλών αφεντάδων
Οι πολιτικοί, κυβέρνηση και αντιπολίτευση, βρίσκονται σε δύσκολη θέση, αφού οφείλουν να σεβαστούν την ενιαία ευρωπαϊκή αγορά και τις διεθνείς εμπορικές συμφωνίες. Ειδικά η εκάστοτε κυβέρνηση που προσπαθεί να προσελκύσει επενδύσεις είναι αδύνατο να πάρει σαφή θέση υπέρ της ελληνικής επιχειρηματικότητας και παραγωγής αγαθών έναντι οποιασδήποτε πολυεθνικής ή οποιουδήποτε επενδυτικού κεφαλαίου ξεκίνησε ή σκέφτεται να ξεκινήσει δραστηριότητες στη χώρα μας. Ακόμη χειρότερα, η αντιπολίτευση προσπαθεί να υποσχεθεί αποτελεσματικότερη προσέλκυση επενδύσεων, θολώνοντας περισσότερο τα ήδη σκουρόχρωμα νερά. Κάπως έτσι παραχωρήθηκαν ήδη σημαντικά φιλέτα της παραγωγικής μας ζωής σε τρίτους. Και φυσικά υπάρχει και ο σεβασμός σε όσες χώρες μάς δανείζουν για να καταναλώνουμε τα προϊόντα τους.
Υπάρχει επίσης ο εκφοβισμός με τη ρετσινιά του εθνικιστή για όποιον προσπαθήσει να μιλήσει δημοσίως για το πρόβλημα. Για αρχή αυτό και για επιδόρπιο ξενοφοβία, ρατσισμός, μη ανοχή, εσωστρέφεια και όποια άλλη βολική καραμέλα παράγει το απαραίτητο σάλιο για το συστημικό γλείψιμο. Υπάρχουν και οι ξύπνιοι εθνικοί μεγαλοεισαγωγείς που κάνουν ότι ανταποδίδουν με αγορά ελαιόλαδου, φέτας ή άλλων ελληνικών προϊόντων, παράγοντας περισσότερο θόρυβο παρά συναλλαγές. Υπάρχουν και οι παραγωγοί που το πρωί διαμαρτύρονται γιατί δεν απορροφώνται τα προϊόντα τους και το βράδυ πίνουν δυο παγωμένες μπίρες εισαγωγής. Υπάρχουν και οι στρατιές ανέργων που εθίστηκαν στην κατάσταση και προτιμούν να ζουν καταναλώνοντας εισαγόμενα από κοινωνικά παντοπωλεία.
32 κατασκευαστές ψυγείων
συνιστούν ελληνικά προϊόντα
Όμως υπάρχεις κι εσύ. Εσύ που καταλαβαίνεις τι συμβαίνει και δεν συμφωνείς. Που μπορείς να καταναλώσεις αγαθά από μικρούς και μεγάλους Έλληνες παραγωγούς. Που αντιλαμβάνεσαι ότι, όσα δανεικά κι αν πάρουμε, όσο δημοσιονομικό πλεόνασμα κι αν πετύχουμε, όσες παρατάσεις πληρωμής χρεών κι αν μας δώσουν, το σιφόνι είναι εκεί και ρουφάει τη ζωή μας και την ευημερία των παιδιών μας. Στις περισσότερες περιπτώσεις, το σύνολο της ελληνικής παραγωγής δεν επαρκεί για να καλύψει τις εγχώριες ανάγκες. Ο μοναδικός μοχλός που φτάνουμε για να προκαλέσουμε αύξηση της ελληνικής παραγωγής είναι η δημιουργία ζήτησης. Ακόμη κι αν τα ελληνικά προϊόντα δεν είναι τα φτηνότερα ή δεν έχουν το άρωμα που εθιστήκαμε να μυρίζουμε.
Τόσο στην καθημερινή μας κατανάλωση όσο και στην τροφοδοσία των γραφείων και των επιχειρήσεών μας, τουριστικών, εστίασης ή οτιδήποτε άλλο, ακόμη και για το χαρτί υγείας είναι καλό να θυμόμαστε την ανάγκη να χρησιμοποιούμε ελληνικά προϊόντα, κατά προτίμηση από τοπικούς παραγωγούς. Για να μειώσουμε λίγο και τη σπατάλη καυσίμων σε μεταφορές. Και είναι κάτι που πρέπει να κάνουμε με συνέχεια και συνέπεια. Το χρειαζόμαστε πέρα και πάνω από κάθε άλλη ενέργεια. Το χρειαζόμαστε ακόμη κι αν κάποιοι συμπατριώτες μας δοκιμάσουν να κερδοσκοπήσουν ή το καπηλευτούν ή στήσουν κάποια από τις γνωστές εγχώριες απάτες που έχουμε στο αίμα μας. Ή κι αν κάποτε πουλήσουν τις επιχειρήσεις τους σε ξένους επενδυτές.
Νυν υπέρ πάντων αγών
Δεν είναι μόδα ούτε ηρωισμός. Είναι νόμιμη άμυνα και ένστικτο επιβίωσης. Είναι το λιγότερο και πιο σημαντικό που μπορεί καθένας μας να κάνει καθημερινά για να βγούμε κάποτε από τον βάλτο. Για να προστατέψουμε ό,τι μας έμεινε από την αποδόμηση που επιτρέψαμε για τη χώρα μας. Να παρακινήσουμε κι άλλους συμπατριώτες μας να ξεκινήσουν παραγωγικές επιχειρήσεις και να ανοίξουν δουλειές για τα παιδιά μας. Όχι από εθνικισμό, ξενοφοβία και αναλγησία για άλλους που πάσχουν. Γιατί εδώ που είμαστε πρέπει πρώτα να νοιαστούμε για μας, να προσαρμοστούμε στους διεθνείς κινδύνους και τις αβεβαιότητες και να ανακτήσουμε σταδιακά την κυριότητα της πατρίδας μας και της ζωής μας. Να σταματήσουμε το ξεπούλημα της ιστορίας και της κληρονομιάς μας αντί πινακίου φακής. Να δώσουμε τέλος στην εθνική μας μιζέρια.
Δημήτρης Φυντάνης